Την πρώτη φορά που θα τον συναντήσεις, μπορεί και να το προσέξεις: ο Ράινερ Ες έχει κρεμασμένο στον λαιμό του κάτι σαν φυλαχτό, με ζωγραφισμένο πάνω του ένα γαλάζιο άστρο του Δαβίδ. Τουτο χάρισε το 2009 μια μαθήτρια από το Ισραήλ, στην πρώτη του επίσκεψη στο Αουσβιτς –μια επίσκεψη που αν άργησε να γίνει, είναι επειδή μέχρι την είσοδο της Πολωνίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση (2004), το επώνυμό του τον καθιστούσε ανεπιθύμητο στη χώρα. Αυτός βέβαια ήταν μόνο ένας από τους χίλιους λόγους για να αισθάνεται αβάσταχτο το βάρος της συγγένειας με τον διοικητή της μεγαλύτερης «βιομηχανίας εξόντωσης» στην Ιστορία.
Μπορούσε άραγε εκείνο το φυλαχτό, από τα χέρια μιας μικρής Εβραίας, να του δώσει μια παρηγοριά; «Είναι πάντα όμορφο το συναίσθημα όταν συμβαίνουν κάτι τέτοια και μου δίνει δύναμη για να συνεχίσω αυτό που κάνω», λέει στη συνέντευξή μας. Μια παραδοχή καθόλου ασήμαντη: 50 χρόνων πια, ο Ράινερ έχει αποπειραθεί να αυτοκτονήσει δύο φορές.
Εχει υποστεί τρεις καρδιακές προσβολές και ένα εγκεφαλικό. Στη διάρκεια της ζωής του, στις έρευνές του για τον ναζισμό και το οικογενειακό του παρελθόν, δεν συνάντησε ποτέ έναν άνθρωπο, μια συλλογικότητα ή έστω ένα βιβλίο που να συντονιστεί επακριβώς με τις σκέψεις του. «Δεν είναι εύκολο για κανέναν» ομολογεί. «Κι εγώ δεν είμαι όσο ανοιχτός άνθρωπος χρειάζεται καμιά φορά να είμαι».
Η τιμωρία του κηπουρού
Ούτε η οικογένειά του ήταν τόσο ανοιχτή στην αλήθεια όσο έπρεπε. Ο Ράινερ την έμαθε στα δώδεκά του («μην έχοντας την παραμικρή ιδέα για το τι σήμαινε Αουσβιτς, για το ποιος ήταν ο ρόλος των Ες σε αυτό και χωρίς ποτέ να έχει συζητηθεί στο σχολείο κάτι για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο»), με αφορμή μια τιμωρία που επιβλήθηκε στον ίδιο και σε τρεις συγκατοίκους του στο οικοτροφείο του: είχαν κλέψει φαγητό από την κουζίνα, έπρεπε επομένως να εργαστούν στον σχολικό κήπο. Ο γραμματέας έδωσε στον κηπουρό τη λίστα με τα ονόματά τους κι όταν εκείνος διάβασε το επώνυμο «Höss» (Χες στα γερμανικά), κατάλαβε. Οι συγκάτοικοι του Ράινερ τη γλίτωσαν σε δεκαπέντε ημέρες, εκείνος έμεινε άλλο ένα δίμηνο. Ο κηπουρός τον χτυπούσε, τον κατηγορούσε ότι δεν ερχόταν στην ώρα του, ότι δεν έκανε καλά τη δουλειά, ότι αγνοούσε τις εντολές του. Και το βασανιστήριο θα συνεχιζόταν αν δεν παρενέβαινε επιτέλους ένας σχολικός σύμβουλος. Αντελήφθη την κατάσταση και προσπάθησε να την εξηγήσει και στον νεαρό: ο κηπουρός ήταν ένας από τους τριάντα που με εντολή του Ρούντολφ Ες είχαν «αποσπαστεί» από το Αουσβιτς προκειμένου να φροντίζουν την πολυτελή έπαυλη κοντά στο στρατόπεδο, στην οποία διέμενε ο αξιωματικός. «Αυτή λοιπόν ήταν η εκδίκησή του» λέει ο Ράινερ για τον τιμωρό του, «για όλο τον πόνο, τη βία και το μαρτύριο που αναγκάστηκε να υπομείνει στο καθεστώς του παππού μου».
Ακολούθησε μια επίσκεψη στο Νταχάου με πρωτοβουλία του σχολικού συμβούλου. Ο Ράινερ θυμάται να βαδίζει κάτω από την επιγραφή «Arbeit macht frei» (Η εργασία απελευθερώνει), να κατευθύνεται στον πρώτο στρατώνα και στον τοίχο του, για πρώτη φορά, να αντικρίζει μια πλακέτα με τον ανατριχιαστικό ευφημισμό ότι από εκεί ξεκίνησε την καριέρα του ο Ες. Λίγο αργότερα, έχοντας μια γενική μόνο εικόνα για τα τρένα, τους θαλάμους και τις καμινάδες, την οποία ο πατέρας του απέρριπτε σθεναρά, ο Ράινερ βρήκε στο κλιμακοστάσιο του σπιτιού την «Αυτοβιογραφία» του παππού του. «Αυτός είναι;» ρώτησε τη μητέρα του δείχνοντας το εξώφυλλο. «Ναι» έγνεψε εκείνη. Ξαφνικά όμως, ο Ες ο πρεσβύτερος βούτηξε το βιβλίο και έβαλε τις φωνές. Τελικά ο μικρός το διάβασε κρυφά και έναν χρόνο μετά, στα δεκαέξι του, έφυγε από το σπίτι. Το 1985, μαζί με τη μητέρα του διαχώρισε τη θέση του από την πατρική πλευρά της οικογένειας. «Μέχρι σήμερα, όλοι οι Ες με βλέπουν σαν προδότη, όχι σαν μέλος τους» λέει. «Είμαι μια ντροπή γι’ αυτούς. Δεν θέλω όμως τίποτα κοινό με ανθρώπους που αρνούνται ένα τέτοιο έγκλημα, παρότι έχουν παίξει κι εκείνοι ρόλο. Το γεγονός ότι δοξάζουν τον παππού μου σαν έναν ήρωα, σαν έναν γενναίο στρατιώτη, είναι απαγορευτικό. Ηταν και θα παραμείνει ένας από τους χειρότερους μαζικούς δολοφόνους στην Ιστορία».
Ακτιβιστής κατά των νεοναζί
Το πιο σοκαριστικό από όσα έμαθε στις κατοπινές έρευνές του ήταν, λέει, τα ψέματα των Ες για την άγνοιά τους γύρω από το Αουσβιτς. Το διαπίστωσε την ημέρα που επισκέφθηκε εκείνη την πολυτελή έπαυλη: «Η θέα είναι συνταρακτική, συγκλονιστική, μπορείς να δεις ακόμα και τα κρεματόρια που απέχουν μόλις εκατό μέτρα» λέει. Κι όμως, η οικογένεια αρνούνταν τα πάντα –χαρακτηριστικά, ο οδηγός του αρχηγού της, ο Λέοπολντ Χέγκερ, τον οποίο ο εγγονός Ες είχε προλάβει να αγαπήσει σαν τον παππού που δεν γνώρισε, του μιλούσε για το αφεντικό του με τρόπο που εντυπωσίαζε τον μικρό. Μεγαλώνοντας βέβαια, η αλήθεια που αντιμετώπισε ο Ράινερ ήταν τέτοια, ώστε το σημείο εκτέλεσης του διοικητή του Αουσβιτς, να καταλήξει το αγαπημένο του σε ένα κομμάτι γης που την πρώτη φορά που βρέθηκε εκεί, τότε με το φυλαχτό και το γαλάζιο άστρο του Δαβίδ, τον έκανε να μην κοιμάται το βράδυ ή να μην μπορεί να αγγίξει ούτε τοίχο. Πλέον, σκοπός της ζωής του είναι η καταγγελία του ναζισμού. Εκτός από το βιβλίο «Das Erbe des Kommandanten» («Η κληρονομιά του διοικητή»), ο Ράινερ επισκέπτεται κάθε χρόνο γύρω στα εβδομήντα σχολεία, μιλώντας για τον παππού του και για τα νεοναζιστικά κόμματα. Ποιες θεωρεί τις δυσκολότερες ερωτήσεις από όσες κάνουν τα παιδιά; «Γιατί δεν άλλαξες το όνομά σου;» είναι μία. «Πιστεύετε ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται;» μία άλλη.
Πάνω-κάτω, στην επίσκεψή του στη Στέγη, για όλα αυτά θα μιλήσει. Χωρίς την παραμικρή ταλάντευση. Αν λ.χ. του ζητήσεις να εντοπίσει τις διαφορές μεταξύ του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος και των σύγχρονων νεοναζιστικών, θα πει ότι «έχουν την ίδια ιδεολογία, τα ίδια σλόγκαν και τρέφουν το ίδιο μίσος για διαφορετικές εθνικές ομάδες». Ποιο είναι τότε το σημαντικότερο λάθος της Ευρώπης στην αντιμετώπισή τους; «Το ότι στην αρχή τα υποτίμησε και τα ταξινόμησε στα μειονοτικά, τα ακίνδυνα». Με αυτό ως δεδομένο, είναι άραγε ασφαλές να συγκρίνουμε τους Εβραίους στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με τους σημερινούς πρόσφυγες, όπως συνήθως συμβαίνει στην αρθρoγραφία –και μη –του διεθνούς Τύπου; Οχι με όλους τους τρόπους λέει ο Ράινερ, διευκρινίζοντας ότι τα συναισθήματα των ανθρώπων και στις δύο περιπτώσεις, με βασικότερο τον φόβο, δεν διαφέρουν και πολύ. Τα δικά του είναι πια κατασταλαγμένα. Ερωτώμενος πώς θα ένιωθε αν υπήρχε τάφος του παππού του και αν τον επισκεπτόταν, λέει απλώς «καλύτερα για μένα να μην απαντήσω και καλύτερα για εκείνον που δεν υπάρχει». Αναζητώντας την καλύτερη απόδειξη ότι το κακό, αντίθετα με τις αγωνίες άλλων απογόνων των Ναζί που εξέτασαν ακόμα και τη στείρωση, δεν κληρονομείται, τη βρίσκει εύκολα. «Ο τρόπος που ζούμε τη ζωή μας», απαντά. «Από τις πράξεις μας κρινόμαστε, όχι από τους προγόνους μας. Πρέπει να βρούμε τρόπο να τους αντιμετωπίσουμε. Εγώ επέλεξα τον επιθετικό, σέβομαι όμως και τις επιλογές των άλλων. Σίγουρα, τίποτα δεν έχει να κάνει με το αίμα. Αυτό θέλουν να το πιστεύουμε οι ηλίθιοι οι Ναζί».
info
Ομιλία του Ράινερ Ες, Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση (κεντρική σκηνή), 22/4 στις 18.00. Είσοδος ελεύθερη