Τις τελευταίες εβδομάδες η συζήτηση για την αλλαγή του ισχύοντος εκλογικού νόμου, διαχρονικά προσφιλές αντικείμενο συζήτησης σε πολιτικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους, απασχολεί και πάλι έντονα την επικαιρότητα,. Οι συζητήσεις, που συχνά διανθίζονται με ατεκμηρίωτες και φανταστικές πληροφορίες, έχουν ως αφετηρία την αίσθηση ότι το εκλογικό σύστημα συνιστά κρίσιμο και κυρίως χειραγωγήσιμο προσδιοριστικό παράγοντα για τη διαμόρφωση του κομματικού συστήματος.

Η ντετερμινιστική αυτή προσέγγιση έχει εδραιωθεί ήδη από το 1950 με τη σφραγίδα του M. Duverger και παραμένει ισχυρή παρά τις κατά καιρούς διαψεύσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας διάψευσης οι πρόσφατες εκλογικές εξελίξεις στην Ελλάδα της κρίσης, όπου ένα εκλογικό σύστημα, όπως αυτό που ισχύει σήμερα, με ισχυρή πλειοψηφική ροπή, δεν απέτρεψε τον κατακερματισμό του κομματικού τοπίου, ο οποίος μάλιστα επιβιώνει έπειτα από τέσσερις διαδοχικές εκλογές.

Η ακραία αναντιστοιχία εκλογικού και κομματικού συστήματος έγινε ορατή, με εκκωφαντικό τρόπο, ήδη από τις πρώτες εκλογές του 2012. Η αντιμετώπιση του ζητήματος κατά την επόμενη διετία παραμερίστηκε όμως, πρωτίστως για λόγους μικροπολιτικής σκοπιμότητας.

Η ΝΔ απέφυγε οποιαδήποτε συζήτηση, για να μη θεωρηθεί ως δείγμα ηττοπάθειας, παρά τις αρχικές οχλήσεις της ΔΗΜΑΡ, η οποία ήταν η μόνη που έθεσε το ζήτημα οργανώνοντας και σχετική ημερίδα. Αλλά και το επίσημο ΠΑΣΟΚ, παρόλο που ήταν το μόνο κόμμα που είχε στο παρελθόν ασχοληθεί σε βάθος με το ζήτημα (με τους Μιλτ. Παπαϊωάνου και Γιάννη Ραγκούση) περιορίστηκε σε φευγαλέες και αντιφατικές προτάσεις, από τον ανέφικτο επιμερισμό του μπόνους (στη λογική ενός συστήματος «συγγενών κομμάτων» που είχε εφαρμοστεί ανεπιτυχώς στην Ιταλία το 1953 για να απομονώσει το ΚΚΙ) ώς την πλήρη κατάργησή του.

Οι στρεβλώσεις του νόμου

Σήμερα, που με τέσσερα χρόνια καθυστέρηση το ζήτημα έχει πλέον τεθεί, είναι χρήσιμο να επισημανθούν συνολικά οι προβληματικές όψεις του ισχύοντος εκλογικού νόμου και η συζήτηση να μην περιοριστεί μόνο στο μπόνους των 50 εδρών. Ενα εξίσου σημαντικό ζήτημα που απασχολεί διαχρονικά τη δημόσια συζήτηση, ήδη από τη δεκαετία του ’70, αφορά τον σταυρό προτίμησης και τις βλαβερές του συνέπειες, ενώ στην ίδια προβληματική εντάσσονται το μέγεθος των εκλογικών περιφερειών και ο έλεγχος τού (κατά κανόνα μαύρου) εκλογικού χρήματος.
Μια τρίτη, τέλος, σημαντική στρέβλωση που προκαλεί ο ισχύων εκλογικός νόμος, είναι η απόλυτη καταστρατήγηση της έννοιας της τοπικής εκπροσώπησης κυρίως (αλλά όχι μόνο) στις μεσαίου μεγέθους εκλογικές περιφέρειες. Κραυγαλέο παράδειγμα στις τελευταίες εκλογές η Ξάνθη όπου ο ΣΥΡΙΖΑ απέσπασε και τις τρεις έδρες του νομού, ενώ τα αντίστοιχα παραδείγματα μπορούν να πολλαπλασιαστούν επί μακρόν: στα Χανιά π.χ., τον Μάιο του 2012 η ΝΔ με ποσοστό μόλις 8,4% κέρδισε τις 3 από τις 4 έδρες του νομού, για να βρεθεί τον Ιανουάριο του 2015 χωρίς κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, παρότι συγκέντρωσε τοπικά το 20% των ψήφων.

Τα ζητήματα αυτά δε φαίνεται να απασχολούν ιδιαίτερα τους πολιτικούς κύκλους της Αθήνας που τα αντιμετωπίζουν ως δευτερεύουσας σημασίας τεχνικά θέματα –ή στην καλύτερη περίπτωση ως παράπλευρες απώλειες στον βωμό της κυβερνησιμότητας. Στην πράξη όμως τραυματίζουν τη δημοκρατική λειτουργία των εκλογών, αφαιρώντας από τον ψηφοφόρο την αίσθηση ότι με την ψήφο του επιλέγει τους εκπροσώπους του.

Εκπροσώπηση και εκλογικές περιφέρειες

Οι τρεις θεματικές που αναφέρθηκαν προηγουμένως πρέπει να αντιμετωπιστούν ως αλληλένδετα ζητήματα στο πλαίσιο μιας μελλοντικής εκλογικής μεταρρύθμισης. Ξεκινώντας από την ανάγκη σεβασμού της τοπικής εκπροσώπησης είναι φανερό ότι η απαίτηση είτε για υπερενίσχυση του πρώτου κόμματος είτε για την επίτευξη αναλογικότητας δεν είναι δυνατόν να συνδυαστεί, χωρίς κραυγαλέες στρεβλώσεις, με μια γεωγραφική διαίρεση σε 56 εκλογικές περιφέρειες (από τις οποίες οι μισές ολιγοεδρικές).
Η μέθοδος που εφαρμόζεται σε άλλες χώρες για να αντιμετωπιστεί το συγκεκριμένο ζήτημα είναι η καθιέρωση εκλογικών περιφερειών δύο βαθμίδων, όπως συμβαίνει στη Γερμανία αλλά και στις περισσότερες σκανδιναβικές χώρες. Για τις εκλογικές περιφέρειες της πρώτης βαθμίδας (μονοεδρικές στη Γερμανία, αλλά και πολυεδρικές σε Σουηδία, Δανία κ.λπ.) ο σεβασμός της τοπικής ψήφου είναι απόλυτος, είτε ως πλειοψηφική είτε ως αναλογική επιλογή.
Αντίθετα, στις εκλογικές περιφέρειες δεύτερης βαθμίδας –που στην περίπτωση της Ελλάδας θα μπορούσε, π.χ., να είναι οι 13 αυτοδιοικητικές περιφέρειες –η κατανομή εδρών γίνεται συμπληρωματικά ως προς τις έδρες που έχουν συγκεντρώσει τα κόμματα στις πρωτοβάθμιες εκλογικές περιφέρειες, με στόχο είτε την επίτευξη αναλογικότητας (Γερμανία) είτε τη λελογισμένη ενίσχυση της κυβερνησιμότητας. Μια πρακτική που παραπέμπει αμυδρά στη λειτουργία που είχε παλαιότερα στην Ελλάδα η β’ κατανομή, με την ουσιώδη όμως διαφορά ότι οι έδρες των δευτεροβάθμιων εκλογικών περιφερειών είναι προκαθορισμένες και διαχωρισμένες από τις πρωτοβάθμιες εκλογικές περιφέρειες.
Η καθιέρωση εκλογικών περιφερειών δύο βαθμίδων, απαραίτητη προϋπόθεση για μια μεταφορά στα καθ’ ημάς ενός τροποποιημένου γερμανικού συστήματος, προτάθηκε διακηρυκτικά από τον τότε πρωθυπουργό Κ. Σημίτη το καλοκαίρι του 2003. Σύντομα όμως αποσύρθηκε μπροστά στην εξέγερση των «βαρόνων», οι οποίοι δεν ήθελαν να απεμπολήσουν τα πελατειακά τους δίκτυα. Θα ήταν όμως ευκαιρία να επανέλθει στη σημερινή συγκυρία πριν προλάβουν και οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ να εθιστούν σε πελατειακές λογικές.

Η πρόταση για διαχωρισμό των 300 βουλευτών σε 200, που θα εκλέγονται με απολύτως αναλογική μέθοδο και σεβασμό στην τοπική ψήφο σε πρωτοβάθμιες εκλογικές περιφέρειες (περίπου τις σημερινές, με ορισμένες τροποποιήσεις που θα αναφερθούν στη συνέχεια) και 100, οι οποίοι θα εκλέγονται με λίστα στις 13 αυτοδιοικητικές περιφέρειες επιβάλλει τρεις ακόμη παρατηρήσεις.

ΠΡΩΤΟΝ, έστω και εν μέρει, αντιμετωπίζεται το αίτημα για κατάργηση του σταυρού προτίμησης, αφού ένα σημαντικό τμήμα της Βουλής θα εκλέγεται πλέον με λίστα, και όχι μόνον οι 12 βουλευτές Επικρατείας. Επιπλέον, η διατήρηση του σταυρού προτίμησης για τις πρωτοβάθμιες εκλογικές περιφέρειες, αναγκαίο κακό έως ότου τα κόμματα αποκτήσουν πραγματική εσωκομματική δημοκρατία, μπορεί να ορίζεται ως δυνητική. Να παρέχεται, δηλαδή, στα κόμματα η ευχέρεια να καθορίζουν τον (ή τους) επικεφαλείς του συνδυασμού. Οπως επίσης μπορεί επικουρικά να εξεταστούν και άλλες παραλλαγές (ανατρεπόμενη λίστα κ.τ.λ.).

ΔΕΥΤΕΡΟΝ, η μείωση του αριθμού των βουλευτών που εκλέγονται στις σημερινές εκλογικές περιφέρειες κατά το 1/3 περιορίζει σημαντικά το μέγεθός τους, φέρνοντας εγγύτερα εκλογείς και εκλεγμένους, μειώνει το κόστος της προεκλογικής εκστρατείας και αποδυναμώνει την (αδιαφανή) επιρροή των τοπικών ΜΜΕ. Βέβαια για να αποδειχθεί αποτελεσματική η καταπολέμηση του μαύρου εκλογικού χρήματος, ακόμα και σε ολιγοεδρικές περιφέρειες, είναι απαραίτητο ο έλεγχος να απεξαρτηθεί από τη Βουλή, όπως έχει επανειλημμένα υποστηρίξει ο Νικ. Αλιβιζάτος. Γιατί ως γνωστόν «κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει».
Η μόνη πραγματικά μεγάλη περιφέρεια που θα παραμένει είναι η Β’ Αθηνών, η κατάτμηση όμως της οποίας σε τρεις εκλογικές περιφέρειες (βόρειος, δυτικός και νοτιοανατολικός τομέας) είναι ήδη προδιαγεγραμμένη σε μεγάλο βαθμό από τον νόμο Ραγκούση για την περιφερειακή αυτοδιοίκηση του 2010 (με τον καθορισμό των αντιπεριφερειών του Νομού Αττικής). Και είναι απορίας άξιο γιατί η κατάτμηση της Β’ Αθηνών που καθιερώθηκε για τις περιφερειακές εκλογές δεν επεκτάθηκε από τότε και στις βουλευτικές εκλογές, προφανώς υποκύπτοντας στις πιέσεις των μεγαλοϋποψηφίων της περιοχής.

Εκτός από τη Β’ Αθηνών είναι φανερό ότι και η λεγόμενη Περιφέρεια Αττικής (το παλαιό Υπόλοιπο Αττικής) θα μπορούσε διαιρεθεί σε Δυτική και Ανατολική Αττική, ακολουθώντας τη διαίρεση σε αντιπεριφέρειες, ενώ το ζήτημα μπορεί να παραμείνει ανοικτό και για οποιαδήποτε άλλη μεταβολή που θα προέκυπτε ως σαφές πλειοψηφικό αίτημα της τοπικής κοινωνίας.

ΤΡΙΤΟΝ, το σχήμα που προτείνεται ακολουθεί επί της ουσίας τις προδιαγραφές του γερμανικού εκλογικού συστήματος και διατηρεί τα κυριότερα πλεονεκτήματά του, αποφεύγοντας όμως τα αδιέξοδα στα οποία θα οδηγούσε (και τα οποία αντιμετώπισε στο παρελθόν) οποιαδήποτε προσπάθεια χάραξης μονοεδρικών περιφερειών για το σύνολο της χώρας. Η μόνη κρίσιμη διάσταση του γερμανικού εκλογικού συστήματος που είναι εξαιρετικά δύσκολο, τουλάχιστον προς το παρόν, να υιοθετηθεί στην Ελλάδα είναι η διπλή ψήφος, γι’ αυτό και η σχετική προβληματική απουσιάζει κατά κανόνα από τις προτάσεις που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί.

Η αναλογία ψήφωνκαι εδρών

Απομένει το κρίσιμο ερώτημα ποια κατευθυντήρια αρχή –την πλειοψηφική ή την αναλογική –θα πρέπει να ακολουθήσει το νέο εκλογικό σύστημα, όταν είναι γνωστό πως είναι αδύνατη η ταυτόχρονη μεγιστοποίηση κυβερνησιμότητας και αντιπροσώπευσης, αφού εξάλλου αντιστοιχούν σε διαφορετικά μοντέλα κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

Εναπόκειται στις κυβερνητικές επιλογές αλλά και στην κοινοβουλευτική συζήτηση να εντοπίσουν ένα κοινά αποδεκτό σημείο ισορροπίας μεταξύ δύο αυτών αρχών. Πάντως, παρά τα διάφορα (και συχνά ευφάνταστα) σενάρια που κυκλοφορούν, οι διαθέσιμες επί της ουσίας απαντήσεις δεν είναι απεριόριστες.

Κατά τη διάρκεια της συζήτησης για τη συνταγματική αναθεώρηση το 1975 η τότε αντιπολίτευση είχε προτείνει να συμπεριληφθεί στο Σύνταγμα μια ρήτρα που θα προέβλεπε ότι η διαφορά μεταξύ του ποσοστού των ψήφων και του ποσοστού των εδρών για ένα κόμμα δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 10%. Γεγονός που εκτός των άλλων σημαίνει ότι για να αποκτήσει ένα κόμμα (ή ένας συνασπισμός κομμάτων) αυτοδύναμη πλειοψηφία θα πρέπει να συγκεντρώσει τουλάχιστον το 40% των ψήφων.

Από το 1981 μέχρι το 2009 (και με οριακή εξαίρεση το 1996) η ρήτρα αυτή έγινε στην πράξη σεβαστή, ακόμη και όταν καθιερώθηκε το μπόνους των 40 εδρών. Ομως από το 2012 και μετά παραβιάζεται συνεχώς, με ακραίο παράδειγμα τον Μάιο του 2012 όταν το 18,9% των ψήφων μεταφράστηκε στο 36% των εδρών.

Ο Νόμος Σκανδαλίδη το 2004, στο πλαίσιο ενός σταθερού τότε δικομματικού συστήματος, έκανε δύο αλληλένδετες επιλογές: πριμοδότηση του πρώτου κόμματος για τον σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης εφόσον υπερβεί το 40% των ψήφων και δείκτη αναλογικότητας (δηλαδή σχέση εδρών προς ψήφους) για όλα τα υπόλοιπα κόμματα (άνω του 3%) περίπου στο 85%.

Πρόκειται για έναν από τους υψηλότερους δείκτες αναλογικότητας διεθνώς και είναι κατά πολύ υψηλότερος από αυτόν που εξασφάλιζαν για τα μικρότερα κόμματα τα συστήματα της λεγόμενης απλής αναλογικής, τα οποία έχουν εφαρμοστεί στην Ελλάδα. Η επιλογή αυτή του Νόμου Σκανδαλίδη, που όταν υιοθετήθηκε αποτελούσε απλώς χειρονομία καλής θέλησης προς τα κόμματα της Αριστεράς, απέκτησε διαφορετικές διαστάσεις την περίοδο της κρίσης με την ανάδυση και τη σχετική σταθεροποίηση του κατακερματισμένου πολυκομματισμού, ο οποίος συνοδεύει από το 2012 και μετά τον ατελή δικομματισμό ΣΥΡΙΖΑ – ΝΔ.

Σε αυτό το θρυμματισμένο τοπίο καλείται να ενταχθεί οποιοσδήποτε νέος εκλογικός νόμος ο οποίος δύσκολα θα μπορούσε να οπισθοχωρήσει από τον ήδη κατακτημένο δείκτη αναλογικότητας για τα μικρότερα κόμματα αλλά και δύσκολα θα μπορούσε να τον διευρύνει ουσιωδώς χωρίς να μετατρέψει το Κοινοβούλιο σε ακυβέρνητη πολιτεία.