«Σήμερα ήταν τρύγος και πατήσαμε σταφύλια». Αυτές είναι οι πρώτες λέξεις που θα ακούσουν οι θεατές της παράστασης «Χειρόγραφο», όπου η Χάρις Αλεξίου αφηγείται στιγμιότυπα της προσωπικής της διαδρομής, με τη σκηνοθετική επιμέλεια του Γιώργου Νανούρη. «Είναι πράγματα που έχω σκεφτεί στο παρελθόν καθώς τραγουδάω. Σημεία στα οποία ήθελα να μεταμορφωθεί η σχέση με τον κόσμο: να του μιλήσω και να μοιραστώ πράγματα μαζί του» λέει η μεγάλη ερμηνεύτρια. Με τέτοια διάθεση πραγματοποιήθηκε και η συνέντευξη, βασισμένη σε μια άτυπη συμφωνία ότι η ατζέντα δεν θα περιοριστεί στη χρυσή εποχή της δισκογραφίας. Στο τέλος η ίδια επέμεινε μόνο σε ένα σημείο: να θυμίσει τους τρεις μουσικούς που θα τη συνοδεύουν επί σκηνής: τους Παναγιώτη Τσεβά (ακορντεόν – πιάνο), Γιώργο Λιμάκη (κιθάρα), Αναστάση Μισυρλή (βιολοντσέλο).

«Εχω αφεθεί στα χέρια ενός νεότερου ανθρώπου και αυτή η απώλεια ελέγχου με ευχαριστεί. Επειδή έχω υπάρξει πολύ αφεντικό στη δουλειά μου, απολαμβάνω αυτή την κατάκτηση. Είναι ο ερασιτέχνης αυτός που λέει μέσα μου «δεν έγινε και τίποτα, προχώρα». Είχα δει την «Κατερίνα» και γι’ αυτό επέλεξα τον Γιώργο Νανούρη. Ηθελα οπωσδήποτε να είναι ένας άνθρωπος της νεότερης γενιάς. Παίζει ρόλο ότι δεν έχουμε την ίδια φόρτιση ή ότι δεν έχουμε ζήσει τα ίδια πράγματα. Στις επιλογές των κειμένων με βοήθησε να αποχωριστώ κάποια που εγώ τα θεωρούσα πιο σημαντικά, αλλά τελικά μου περίσσευαν. Κυρίως λόγω της υπερβολής του συναισθήματος ή του αστείου.

Στην καθημερινή μου ζωή δεν είμαι η «θλιμμένη» ερμηνεύτρια που αναζητά το κοινό. Εχω συμφιλιωθεί με αυτή την αίσθηση κι έχω προσπαθήσει να την αποκρούσω με άλλους τρόπους. Δεν έχω κανένα λόγο να βιογραφηθώ μέσα από την παράσταση. Ουσιαστικά τις ζωές μας τις έχουμε μοιραστεί με το κοινό. Ειδικά αν σκεφτώ ότι ξεκίνησα στο τραγούδι 19 χρόνων και σήμερα είμαι 65.

Θέλω να ξεμπερδέψω με αυτά που ζουν ακόμη μέσα μου. Και τότε ξεμπερδεύουν μ’ αυτά και οι άλλοι που τ’ ακούνε. Στη διαδικασία της προετοιμασίας είδα από τη μια την υπερβολή της «Χαρούλας». Από την άλλη με πεισμώνει ότι κάτι επιβιώνει ακόμη από το κορίτσι που βγήκε στο τραγούδι.

Μάλλον τραγουδάω για τον «δικαστή». Εχω πολύ έντονη την αίσθηση ότι κρίνομαι. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια συναυλία στο Τάμπερε της Φινλανδίας, όπου τραγουδούσα με τον αείμνηστο Νίκο Παπάζογλου. Είχα ένα κοινό που μ’ έκανε ξαφνικά να αναρωτηθώ «τώρα, τι κάνουμε εδώ». Λέμε όμως το τελευταίο τραγούδι και σηκώνεται το κοινό όρθιο κι αρχίζει να χειροκροτάει και να χτυπάει τα πόδια στο πάτωμα. Παρέλυσα. Σκεφτόμουν «γιατί δεν μου το δείχνετε τόση ώρα;». Το βλέπω όμως και στον εαυτό μου: όταν μ’ αρέσει κάτι πολύ, ποτέ δεν παθιάζομαι στο τέλος ενός τραγουδιού. Αν μ’ έχει βάλει μέσα μου ο ερμηνευτής, θέλω να μείνω εκεί. Είναι θέμα εκπαίδευσης.

Επαιξα το παιχνίδι της επιτυχίας, των σουξέ, ακόμη και του παραγοντισμού στις εταιρείες. Το χόρτασα, το εισέπραξα, το φοβήθηκα –εκεί βγαίνει ο «δικαστής». Εκεί μετράς τον εαυτό σου, αναρωτιέσαι αν αυτό το μέγεθος που σου αναγνωρίζει ο άλλος το έχεις ήδη αναγνωρίσει στον εαυτό σου. Εάν τελικά μπορείς να ζήσεις σήμερα χωρίς αυτό. Οταν το «σκουλήκι» μπει μέσα σου, δουλεύει από μόνο του. Το σουξέ και η αναγνώριση τρέφονται συνεχώς χωρίς να σταματούν: κάθε τόσο αναμετριέσαι με την ανησυχία μήπως όσο περνούν τα χρόνια δεν ανταποκρίνεσαι στις προσδοκίες των άλλων.

Εχω αισθανθεί αρκετές φορές σφιγμένο κοινό από κάτω. Αλλά καμιά φορά συμβαίνει κάτι παράξενο: όταν το κοινό είναι ψυχρό, εκείνο το βράδυ μπορεί να έχεις κάνει την καλύτερή σου παράσταση. Αργησα πολύ να καταλάβω γιατί ο κόσμος δεν αντιδρά καμιά φορά. Βλέπετε, είμαστε και καλομαθημένοι οι τραγουδιστές με τόσο χειροκρότημα και φωνές. Ολο αυτό σε βγάζει απ’ το κέντρο σου. Οταν, λοιπόν, βρεθείς σε μια «παγωμένη» αίθουσα, το μόνο όπλο σου είναι να συγκεντρωθείς και να κάνεις όσο το δυνατόν καλύτερα τη δουλειά σου. Η μόνη προστασία είναι η καλή σου ερμηνεία.

Ακόμη και για το «Ολα σε θυμίζουν» έχω αισθανθεί ότι το λέω για χιλιοστή φορά –ότι το βαριέμαι. Από την άλλη, όταν πατήσεις εκεί πάνω, δεν μπορείς να τραγουδήσεις ρουτινιάρικα. Αναγκάζεσαι να λες το τραγούδι διαφορετικά. Ποτέ δεν είναι ίδιο το τραγούδι. Αν βάλεις περισσότερο συναίσθημα τη μία βραδιά, πρέπει να υποχωρήσεις την επόμενη. Με την επανάληψη αποκτάς μια σοφία, μια απόσταση από την υπερβολή. Πολλές φορές μας παρασύρει το συναίσθημα και χαλάμε το τραγούδι με γυρίσματα, τσαλκάντζες και στολίδια.

Υπάρχει μέσα μας το κριτήριο για το αν θα προχωρήσει μια δουλειά ή όχι. Αλλά δεν έχουμε είτε το θάρρος είτε τη δυνατότητα να το πάρουμε πίσω. Και είναι δυσκολότερο να το ομολογήσουμε όταν αφορά το έργο άλλων ανθρώπων. Αλλά ο δίσκος «Η αγάπη θα σε βρει όπου και να ‘σαι», για να μιλήσω για έναν εντελώς δικό μου, θα μπορούσε να λείπει. Βεβαίως είχε ξεκινήσει η κρίση, βεβαίως έχανε έδαφος η δισκογραφία, αλλά θα μπορούσα να τον έχω πάρει πίσω.

Δεν θέλω να πω σήμερα ότι ήμουν αφελής ενώ έβλεπα τον λαϊκισμό. Αλλά η συναυλία συμπαράστασης για τις καθαρίστριες ήταν μια συναισθηματική αντίδραση. Δεν έβλεπα ότι το πράγμα θα έπαιρνε τη μορφή στήριξης προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Θα έπρεπε να ήμουν λίγο πιο πονηρή και να το ψάξω παραπάνω. Επρεπε να δω όλες τις προεκτάσεις για να μην πάρει τη μορφή εκμετάλλευσης από τον λαϊκισμό. Δεν ήταν πάντως μια κίνηση που έκανα πρώτη φορά στη ζωή μου. Με τον Νταλάρα τρέχαμε από τους απολυμένους και τους ανέργους ώς τους αγρότες.

Δεν έχω δει τίποτε σημαντικό στον πολιτισμό και δεν κατανοώ την κατεύθυνση που παίρνει. Είχαμε κι έναν εξαιρετικό διευθυντή Φεστιβάλ, τον Γιώργο Λούκο, τον ξηλώσαμε κι αυτόν.

Για μένα η Αριστερά –και ξέρω ότι ακούγεται ρομαντικό –αφορούσε το επίπεδο διαβίωσης, τις θέσεις εργασίας, το σύστημα υγείας. Ολα τα άλλα, η στενή ιδεολογία και οι παρωπίδες της, δεν με αφορούν. Το ξέρω επειδή προέρχομαι από μια οικογένεια στην οποία ο θείος μου έλεγε ότι μόνο ρωσικά παραμύθια θα επέτρεπε στα παιδιά του».

info

Νέο θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου, Προφήτου Δανιήλ 3

και Πλαταιών, Κεραμεικός.

Τηλ:211-0132.002-5, ticketservices.gr.

Aπό 19/2 για 20 παραστάσεις