Θα είναι ένας Ριχάρδος αιματηρός, αλλά με χιούμορ. Θα μπαινοβγαίνει σε δύο σκηνικούς κόσμους, θα πρέπει να είναι «σοβαρός και ασόβαρος ταυτόχρονα». Μετά τον «Aμλετ», που ανέβηκε πέρυσι στη Στέγη και ανήκε στις πολυσυζητημένες παραστάσεις της σεζόν, ο Γιάννης Χουβαρδάς επιλέγει το αμέσως επόμενο μεγαλύτερο θεατρικό του σαιξπηρικού κανόνα.

Συναντηθήκαμε στο φουαγέ του Εθνικού Θεάτρου, τέσσερις ημέρες μετά τον θάνατο του Μηνά Χατζησάββα, με τον οποίον είχαν συνεργαστεί στο Αμόρε και στην πρώτη σκηνή της χώρας. Μοιραία, η συζήτηση ξεκίνησε από το παρελθόν. «Κρατάω ως ανάμνηση την παιδικότητά του.

Την αθωότητα και το δόσιμο, το εντελώς απροκάλυπτο, με το οποίο ερχόταν στις πρόβες, έμπαινε μέσα στις σχέσεις, βίωνε τις παραστάσεις. Ηταν κάτι πολύ σπάνιο, αν όχι μοναδικό. Σε αφόπλιζε ο Μηνάς: ακόμη κι όταν έκανε κάτι πάνω στη σκηνή με το οποίο διαφωνούσες ήταν τόσο έντονη η δική του παιδική αφέλεια που χαμογελούσες και πήγαινες παρακάτω».

Για να περάσουμε στον «Ριχάρδο Γ’»: πώς φαντάζεστε τον χαρακτήρα το 2015;

Κάνοντας μια αναγκαία εισαγωγή, ο «Ριχάρδος Γ’» θεωρείται ένα έργο ιδιαίτερα αιματηρό, πολύ σκληρό, με πολλούς φόνους και έναν χαρακτήρα κάτι σαν χασάπη της Ιστορίας. Κάτι αντίστοιχο με τον Χίτλερ ή τον Στάλιν. Αυτό τελευταίως ανατρέπεται από την ιστορική έρευνα. Πλέον ξέρουμε ότι η εικόνα αυτή οφείλεται σε διάφορους μυθιστοριογράφους της εποχής – και την επιλέγω συνειδητά αυτή τη λέξη –, καθώς ο μύθος και η ιστορία συγχέονται. Αλλοι λένε ότι επρόκειτο για προπαγάνδα των Τυδώρ.

Αλλοι μελετητές βασίζουν την κεντρική ιδέα του έργου – ότι ένας παραμορφωμένος άνθρωπος κατακτά την κορυφή της εξουσίας εξοντώνοντας ικανότερους από αυτόν – στην αντανάκλαση για τις παραμορφώσεις της εξουσίας, η οποία παραδίδεται από γενιά σε γενιά με μικρές παραλλαγές.

Αυτή η εικόνα είναι η αφετηρία για εμάς και προσπαθούμε να παίξουμε μαζί της. Χωρίς να θέλω να αποκαλύψω περισσότερα, είναι μια παράσταση παιγνιώδης, φθάνει στα όρια του σκοτεινού καρτούν και του μπουρλέσκ. Αλλωστε και ο Ριχάρδος είναι ένας διασκεδαστής (entertainer) – πολύ αιματηρός.

Ο ίδιος ο Σαίξπηρ τον θέτει σε διαρκή επικοινωνία με το κοινό.

Ακριβώς και είναι κάτι που αξιοποιούμε. Η σχέση του με το κοινό είναι ο αιμοδότης του. Αν δεν υπάρχει αυτό, χάνεται ο χαρακτήρας. Το ίδιο και αν δεν υπάρχει το στοιχείο της ανατροπής, του χιούμορ και του χλευασμού.

Σαν να ακούω τα πρώτα βέλη για το καρτούν που περιγράφετε.

Κι όμως, αυτά που λέω τώρα είναι βασικά συστατικά των παραστάσεων που κάνω επί χρόνια. Αν είχα ένα σχόλιο για τις κατηγορίες περί εκσυγχρονισμού, θα έλεγα ότι εκσυγχρονισμός είναι να επιβάλεις στο κοινό να αναγνωρίσει συγκεκριμένα πρόσωπα και καταστάσεις από την πραγματικότητά του. Αντιθέτως, θα έλεγα ότι επιδιώκω μια προσέγγιση του έργου από μια σύγχρονη οπτική.

Το κείμενο του Σαίξπηρ θα ακουστεί, δηλαδή;

Βεβαίως. Δεν μπορώ να πω ότι θα ακουστεί ακέραιο, επειδή κάτι τέτοιο θα απαιτούσε μια παράσταση πέντε ωρών. Αναγκαστικά έχουμε κόψει αρκετά, αλλά έχουμε στη διάθεσή μας όλα τα παραστασιακά μέσα της σύγχρονης εποχής. Οι άνθρωποι που θα θεωρήσουν μια τέτοια προσέγγιση αφορμή για κατηγορία ζουν σε άλλη εποχή.

Ποια είναι η πρόκληση για τον ηθοποιό που υποδύεται τον Ριχάρδο Γ’;

Να παραμείνει σοβαρός και ασόβαρος ταυτόχρονα. Είναι το πιο μεγάλο στοίχημα πάνω σε ένα σαιξπηρικό κείμενο. Να βλέπει συνεχώς τον εαυτό του από μέσα και ταυτόχρονα απέξω. Μέχρι να κατακτήσει την εξουσία ο Ριχάρδος είναι μονομανής και – ας χρησιμοποιήσουμε χονδρικά έναν όρο – μονοδιάστατος ή καρτουνίστικος. Βλέπεις ότι το μόνο πράγμα που τον ευχαριστεί είναι η ίντριγκα και πώς θα ανατρέψει την παρούσα πραγματικότητα.

Εκεί δεν υπεισέρχεται καθόλου το θέμα της συνείδησης, που τον καθιστά μία προσωπικότητα τραγική. Στο δεύτερο μέρος μπαίνει από διάφορες χαραμάδες η συνείδηση (όπως στη σκηνή των φαντασμάτων) και τον αλώνει. Στο τέλος του έργου αποφασίζει ενάντια σε όλα τα προγνωστικά να μείνει πιστός στον μονοδιάστατο εαυτό του – με ακραία συνέπεια να αυτοκαταστραφεί.

Είστε έτοιμος να αποδεχθείτε ιδέες που μπορεί να έχει ο Δημήτρης Λιγνάδης για την ερμηνευτική προσέγγιση;

Πάντα είμαι έτοιμος για οποιαδήποτε ιδέα, αρκεί να είναι ενταγμένη στο πλαίσιο που έχει τεθεί εξαρχής. Κι αυτό δεν είναι ποτέ μονοπωλιακά δικό μου: είναι μια σύνθεση από ιδέες και απόψεις.

Γι’ αυτό και πάντοτε κάνω κατά μέσον όρο δύο εβδομάδες συζητήσεις πριν τις πρόβες. Εκεί ακούγονται τα πάντα. Επειδή όμως το θέατρο είναι μεν τέχνη συλλογική, αλλά στο επιτελικό κομμάτι κάποιος αναλαμβάνει την ευθύνη, εκεί θέτω το πλαίσιο. Μέσα στα χρόνια έχω μάθει να ξεχωρίζω τι ανήκει σ’ αυτό, οπότε δεν θέλω να χάνω τον χρόνο μου σε ψεύτικες ευγένειες. Είμαι πολύ ξεκάθαρος, λοιπόν, κάθε φορά που προτείνεται μια διαφορετική άποψη.

Ο Ριχάρδος δεν είναι μόνος του στο απόλυτο Κακό. Η λαίδη Αννα μοιάζει εξίσου τερατώδης όταν παραδίνεται στην εξουσία του.

Βέβαια. Υπάρχει μια ερωτική έλξη προς το Κακό και το προκλητικό θράσος του. Αυτό ισχύει και στην παγκόσμια πολιτική ιστορία – με κορυφαίο παράδειγμα τη σαγήνη του πλήθους από τον Χίτλερ. Αλλά και στη ζωή τη δική μας: πόσους από εμάς δεν έχουν τραβήξει προσωπικότητες που ξέρουμε ότι θα μας κάνουν κακό; Και οι γυναικείοι ρόλοι που υπαινίσσεστε και οι λεγόμενοι μικρότεροι έχουν ασύλληπτη δύναμη. Ο ένας μικρός πρίγκιπας είναι παραμορφωτική αντανάκλαση του Ριχάρδου και ο άλλος αυτό που θα έπρεπε να είναι ένας βασιλιάς σε ηλικία 11 ετών. Είναι «τερατάκια» κι αυτά μ’ έναν τρόπο.

Αναγνωρίζετε πολλούς Ριχάρδους στο ελληνικό θέατρο;

Στο θέατρο όχι. Στην πολιτική ζωή πολλούς. Είχα ζητήσει μάλιστα από τους ηθοποιούς κατά τη διάρκεια των αναγνώσεων – υπό τύπον αστείου – να γράψουν μυστικά ο καθένας ποιες αντιστοιχίες με πρόσωπα της ελληνικής και διεθνούς σκηνής αναγνωρίζουν στα πρόσωπα του έργου. Πέτυχε απολύτως. Προέκυψαν προβλέψιμες, αλλά και πολλές απρόβλεπτες. Κι έτσι είναι.

Ολοι οι χαρακτήρες του έργου γνωρίζουν ποιος είναι ο Ριχάρδος, αλλά κλείνουν συνειδητά τα μάτια. Ποιος από την ελληνική πολιτική πραγματικότητα δεν ξέρει τι συμβαίνει; Και πόσοι προσποιούνται ότι δεν ξέρουν; Στην προσωπική πορεία προς την εξουσία αναιρείς την αθωότητα του εαυτού σου και τη σχέση σου με τον κόσμο.

Οι συνεργάτες σας στο θέατρο έχουν αντικρίσει τη σκοτεινή πλευρά του εαυτού σας;

Δυστυχώς. Και πολύ συχνά. Και όπως λένε, καλύτερα να μην είναι κανείς κοντά. Αλλά δεν έχω κάνει συνειδητά κακό σε κανέναν. Αυτή είναι η διαφορά.

Είχατε παρακολουθήσει την παράσταση του Σαμ Μέντες στην Επίδαυρο το 2011;

Ναι. Η παράσταση δεν με είχε εντυπωσιάσει. Αυτός που με είχε εντυπωσιάσει ήταν ο Κέβιν Σπέισι, κυρίως για την ενέργεια που εξέπεμπε – βασικό συστατικό του Ριχάρδου. Ενας ηθοποιός που δεν είναι και στην πρώτη ηλικία του έδινε το 100% των δυνάμεών του. Σαν να ‘χε πάρει κόκα.

Για το Εθνικό

«Κοινή γλώσσα, όχι ταύτιση απόψεων»

Η πρότασή του για τον «Ριχάρδο» είχε κατατεθεί κατά την προηγούμενη διοίκηση του Εθνικού (Σ. Χατζάκης) και υιοθετήθηκε από την επόμενη (Σ. Λιβαθινός). Ηταν μια περίοδος στην οποία περίσσεψαν οι εντάσεις μεταξύ του καλλιτεχνικού διευθυντή και του Διοικητικού Συμβουλίου, συχνά με εκατέρωθεν βολές.Οι απόψεις του πρώην καλλιτεχνικού διευθυντή (2006-2013) έχουν τη δική τους βαρύτητα.

Θεωρείτε ότι η επιλογή ενός διευθυντή πρέπει να έχει ως κριτήριο τη σύμπτωση απόψεων με το Διοικητικό Συμβούλιο – και το αντίστροφο;

Ενα βασικό, αν όχι το βασικότερο, κριτήριο πρέπει να είναι η εκ μέρους της πολιτικής ηγεσίας εξασφάλιση της σύμπνοιας και της σύμπλευσης ανάμεσα στα δύο κυρίαρχα όργανα διοίκησης, αλλά και ανάμεσα στα μέλη του ίδιου του ΔΣ. Αν συμβαίνει αυτό, τότε ο οργανισμός λειτουργεί αρμονικά.

Αν όχι, τότε είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα υπάρξουν εντάσεις, δυσλειτουργίες, καθυστερήσεις, συγκρούσεις, κανείς δεν θα καταφέρει να πραγματοποιήσει το όραμά του, όλες οι πλευρές θα υποφέρουν και εν τέλει ο οργανισμός δεν θα προσφέρει αυτά που μπορεί και πρέπει. Δεν μιλώ απαραίτητα για ταύτιση απόψεων, αυτό ίσως είναι κάτι ουτοπικό, αλλά τουλάχιστον για κοινό προσανατολισμό και κοινή γλώσσα.

Ποια διαδικασία επιλογής διευθυντή και ΔΣ θα προτείνατε ως ιδανική, για να αποφεύγονται παρόμοιες συγκρούσεις;

Ο διευθυντής και το ΔΣ είναι, σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο (που κατά τη γνώμη μου χρειάζεται ελάχιστες, στοχευμένες παρεμβάσεις για να εκσυγχρονιστεί και να γίνει ακόμα πιο λειτουργικός, και πάντως όχι στην κατεύθυνση του περιορισμού των δήθεν υπερεξουσιών του καλλιτεχνικού διευθυντή), συμπληρωματικά όργανα, με διακριτές αρμοδιότητες.

Ούτε επικαλύπτονται, ούτε καπελώνουν ο ένας τον άλλον. Αυτό σημαίνει ότι αν δικαιωματικά το καλλιτεχνικό όραμα είναι του καλλιτεχνικού διευθυντή, τότε αυτός πρέπει να επιλέγεται πρώτος και το ΔΣ να ακολουθεί, η δε επιλογή του ΔΣ να γίνεται σε συνεννόηση με τον καλλιτεχνικό διευθυντή και η όλη διαδικασία να ολοκληρώνεται σε μια πρώτη κοινή συνεδρίαση των δύο οργάνων υπό την προεδρία του εκάστοτε υπουργού.

Αν όμως η (όποια) πολιτική ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού θεωρεί (όπως έχει κάθε δικαίωμα) ότι ο ισχύων νόμος χρειάζεται ριζική αναθεώρηση στη φιλοσοφία και στην απονομή των αρμοδιοτήτων, τότε οφείλει να αλλάξει πρώτα τον νόμο και ακολούθως να καλέσει τον διευθυντή της επιλογής της (και αντιστοίχως ένα ΔΣ) να τον αποδεχθεί.