Εάν κάποιος αναζητούσε ένα τέλειο παράδειγμα για τις προκλήσεις που δημιουργούνται αναφορικά με την ορθή λειτουργία των αγορών, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει μια συγκεκριμένη πρακτική που ακολουθείται το τελευταίο διάστημα. Πρόκειται για το crowdfunding. Ο όρος παραπέμπει στις δραστηριότητες διαδικτυακών πλατφορμών συναλλαγών. Μέσω αυτών πωλούνται απευθείας μετοχές νεοφυών εταιρειών (startups) σε μεγάλο αριθμό μικρών επενδυτών. Για τις πωλήσεις αυτές δεν μεσολαβούν παραδοσιακές εταιρείες επενδύσεων (εταιρείες venture capital) και επενδυτικές τράπεζες. Η πρακτική αυτή μοιάζει πολύ με τις διαδικτυακές δημοπρασίες. Ομως εδώ δεν πουλάει απλά κάποιος τα αντικείμενα όπως π.χ. έπιπλα μέσω του διαδικτύου. Στόχος του crowfunding είναι να συγκεντρωθούν απευθείας κεφάλαια για τις επιχειρήσεις αυτές.

Σε αρλετές περιπτώσεις οι εποπτικές Αρχές σε διάφορες χώρες, πλην των ΗΠΑ, έχουν επιτρέψει σε να λειτουργούν τέτοιες πλατφόρμες. Για παράδειγμα, το 2011 ιδρύθηκαν η Symbid στην Ολλανδία και η Crowdcube στη Βρετανία. Πολλοί όμως υποτιμούν τους κινδύνους που ενέχουν οι τέτοιου είδους συναλλαγές μέσω του crowdfunding.

Η επιτροπή κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ (SEC) θα πρέπει πλέον να ασκεί αυστηρή εποπτεία στις πλατφόρμες αυτές, καθώς και σε όσους τις υποστηρίζουν ή λειτουργούν ως ενδιάμεσοι για την πραγματοποίηση των συναλλαγών. Ολόκληρο το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα βασίζεται στην εδραίωση πίστης και εμπιστοσύνης από όσους συμμετέχουν σε αυτό. Εάν δημιουργηθούν ανησυχίες και φόβοι, μεταδίδονται πολύ γρήγορα. Για τους λόγους αυτούς και προκειμένου η πρακτική του crowdfunding να αξιοποιηθεί προς όφελος της πραγματικής οικονομίας, θα πρέπει να υπάρξει συστηματική εποπτεία από τις αρχές. Οι εποπτικές Αρχές οφείλουν όχι μόνο να εκπονήσουν τους απαραίτητους κανονισμούς, αλλά και να το κάνουν αυτό γρήγορα.

Ο Ρόμπερτ Σίλερ είναι νομπελίστας Οικονομικών, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Γέιλ και έχει συμβάλει στη δημιουργία του δείκτη τιμών κατοικιών Case-Shiller στις ΗΠΑ.