«Θα είναι μια οπισθοδρόμηση, μια υποχώρηση για τη δημοκρατία, θα είναι η επιβεβαίωση του αντιφιλελεύθερου κράτους, το οποίο ο Βίκτορ Ορμπάν δεν έχει σταματήσει να εγκωμιάζει και μαζί με αυτό πολιτικούς ηγέτες σαν τον Βλαντίμιρ Πούτιν και τον Ταγίπ Ερντογάν. Αυτό διακυβεύεται στις σημερινές εκλογές στην Πολωνία». Αυτά δήλωνε την παραμονή των βουλευτικών εκλογών στη χώρα του ο Ανταμ Μίχνικ, ένας από τους πιο σημαντικούς πολωνούς διανοουμένους. Αλλά το στοίχημα στις κάλπες χάθηκε: νικητής των εκλογών, και μάλιστα με απόλυτη πλειοψηφία, είναι το κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη (PIS) του εθνικιστή Γιάροσλαφ Κατσίνσκι. Το ερώτημα που τίθεται επομένως είναι ένα: «ορμπανοποιείται» η Πολωνία; Κι έπειτα, υπάρχει ο κίνδυνος ένα φαινόμενο που πήρε το όνομά του από τον ούγγρο πρωθυπουργό, να επεκταθεί και σε άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, την Τσεχία, τη Σλοβενία ή τη Ρουμανία;

Ο κίνδυνος είναι απολύτως υπαρκτός. Ενα από τα κεντρικά συνθήματα του κόμματος Νόμος και Δικαιοσύνη ήταν το «Φέρνουμε τη Βουδαπέστη στη Βαρσοβία». Το στυλ Ορμπάν αποκτά οπαδούς και εκτός ουγγρικών συνόρων. Η κυβέρνηση της Βουδαπέστης παύει πια να αποτελεί την εξαίρεση στον δημοκρατικό κανόνα της Ευρώπης. Οι εθνικιστικές κορόνες, ο ασφυκτικός έλεγχος όλων των εξουσιών και των μέσων ενημέρωσης, αλλά κι ένας κάποιος αντιευρωπαϊσμός συνιστούν ένα μείγμα το οποίο η νέα πολωνική κυβέρνηση είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα επιχειρήσει να εισαγάγει στην Πολωνία.

Ακόμη και το οικονομικό πρόγραμμα του πολωνικού κόμματος, σημειώνει στη «Μοντ» ο πολωνός καθηγητής Πολιτικών Επιστημών Ράντοσλαβ Μαρκόφσκι, είναι εμπνευσμένο σε μεγάλο βαθμό από την πολιτική του ούγγρου πρωθυπουργού, ο οποίος είναι απολύτως εχθρικός απέναντι στη δραστηριότητα ξένων επιχειρήσεων στην Ουγγαρία. Το Νόμος και Δικαιοσύνη θέλει επίσης να διορίσει τους δικούς του ανθρώπους στα κρατικά μέσα ενημέρωσης για να «ισορροπήσουν», αλλά και να ενισχύσει τη δύναμή του στους κόλπους της Δικαιοσύνης. Σε όλα αυτά αξίζει να προστεθεί κάτι ακόμη: η πλήρης στήριξη που προσέφερε η Καθολική Εκκλησία της Πολωνίας στο Νόμος και Δικαιοσύνη. Η στήριξη αυτή εξηγεί εν μέρει τον θρίαμβο της περασμένης Κυριακής για την εθνικιστική Δεξιά της Πολωνίας. Κόμμα και Εκκλησία εξάλλου έχουν πολλά κοινά σημεία στα θέματα της παιδείας και της κοινωνίας.

Η διαδικασία της «ορμπανοποίησης», δήλωνε σε εκείνη τη συνέντευξη στη «Ρεπούμπλικα» ο Ανταμ Μίχνικ, θα είναι αργή. «Στην αρχή», έλεγε, «η κυβέρνηση PIS θα είναι προσεκτική, θα κινηθεί με ρεαλισμό και θα είναι έτοιμη για διάλογο». Ο ίδιος, ωστόσο, σημείωνε κάτι ακόμη: από ιδεολογικής άποψης, το μοντέλο που προτιμούν για την Ευρώπη οι πολωνοί εθνικιστές είναι αυτό του Ορμπάν, όχι της Ανγκελα Μέρκελ. «Πρόκειται για δύο οράματα για τον κόσμο που δεν είναι απλώς διαφορετικά, αλλά εντελώς αντίθετα» τόνιζε ο Μίχνικ, μια από τις εμβληματικές φυσιογνωμίες του πολωνικού ’68, αλλά και της Αλληλεγγύης, του συνδικάτου που συγκρούστηκε με τη δικτατορία του Γιαρουζέλσκι. Οπως φαίνεται, οι δυο χώρες έχουν αφήσει πίσω τους την εποχή που διεκδικούσαν περισσότερες ελευθερίες και δημοκρατία.

«Μην έρχεστε εδώ να μας κάνετε υποδείξεις»

Ενα χθεσινό μίνι διπλωματικό επεισόδιο είναι ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο κινείται πλέον η Βουδαπέστη. Αφορμή στάθηκε η δήλωση της αμερικανίδας πρεσβευτού Κολίν Μπελ ότι «η αυξανόμενη συγκέντρωση της εξουσίας δημιουργεί τις συνθήκες που σημαίνουν ότι πολλές από τις πιο σημαντικές αποφάσεις, που θα έχουν επίδραση στις μελλοντικές γενιές, λαμβάνονται με αδιαφανείς διαδικασίες». Η ίδια ζήτησε να «δοθεί αμέσως τέλος στις κατασταλτικές τακτικές που εφαρμόζονται ενάντια στις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών». Η απάντηση του προσωπάρχη του Βίκτορ Ορμπάν ήταν άμεση: «Για εμένα ως ψηφοφόρο είναι άκρως ενοχλητικό ότι μια διπλωμάτης έρχεται εδώ και μας κάνει υποδείξεις για τον τρόπο ζωής μας».

Οι πρόσφυγες

Η Βουδαπέστη ανακοίνωσε χθες ότι θα προσφύγει στη Δικαιοσύνη κατά του σχεδίου της ΕΕ για τη μετεγκατάσταση προσφύγων βάσει υποχρεωτικών ποσοστώσεων.