Οσο η κυβέρνηση βρισκόταν στον αστερισμό της Αμερικής, πίσω στην Αθήνα τα κόμματα της αντιπολίτευσης ξεκινούσαν τη δική τους ενδοσκόπηση. Πρόκειται για μια άσκηση που κανείς δεν τόλμησε τον Ιούλιο, μετά τη συντριπτική ήττα που υπέστη το μέτωπο του Ναι. Ακόμη και τώρα, ξεκινά φοβικά.

Στη Νέα Δημοκρατία η διαδικασία αυτή διεξάγεται με τη μορφή της σύγκρουσης στην κορυφή. Η ανάδειξη νέας ηγεσίας υποτίθεται ότι βοηθά στην επανεκκίνηση του κόμματος που έχασε (μαζί με τις ευρωεκλογές του 2014) τρεις συνεχόμενες εκλογές από το ΣΥΡΙΖΑ. Οσο όμως τα στελέχη της ΝΔ ψάχνουν εναγωνίως τον κατάλληλο αντίπαλο στον Τσίπρα τόσο αναβάλλεται η συζήτηση για τη χαμένη της ταυτότητα. Το ερώτημα «Μεϊμαράκης, Τζιτζικώστας, Μητσοτάκης ή Γεωργιάδης» μοιάζει να κρύβει κάτω από το γαλάζιο χαλί μια βαθύτερη συζήτηση για τις ευθύνες της παράταξης στη χρεοκοπία της χώρας ή, ακόμη πιο πρόσφατα, για τη δημιουργία του αντιμνημονιακού μετώπου. Καμία κριτική για το φλερτ με τον λαϊκισμό, τις κυβερνητικές κωλυσιεργίες στα θέματα μεταρρυθμίσεων και την ταύτιση με το κομματικό κράτος. Η Νέα Δημοκρατία μοιάζει να αναζητά τρόπους για ένα πολιτικό λίφτινγκ, μια κομματική ανακύκλωση, παραγνωρίζοντας όμως ότι πρόκειται για ένα φθαρμένο πολιτικό προϊόν που για ένα κομμάτι του κόσμου ταυτίζεται, μαζί με το ΠΑΣΟΚ, με την οικονομική κατάρρευση.

Στο ΠΑΣΟΚ, πάλι, η αύξηση των ποσοστών προσέφερε μια υπαρξιακή ανακούφιση σε ηγεσία και στελέχη. Εδώ τα προβλήματα είναι πολύ μεγαλύτερα, φαίνεται όμως ότι η όποια προσπάθεια ανασύνταξης δεν θα έχει χαρακτήρα ομφαλοσκόπησης, αλλά μάλλον προσβλέπει σε μια προσπάθεια συμπόρευσης των σχημάτων του προοδευτικού πόλου. Μοιάζει με αγώνα δρόμου όσο ο ΣΥΡΙΖΑ, αναγκασμένος από τη μνημονιακή προσαρμογή και την κυβερνητική πραγματικότητα, θα επιχειρήσει να εξελιχθεί σε κόμμα που θα στρογγυλέψει ακόμη περισσότερο τις ριζοσπαστικές του γωνίες και θα αποσπά ψηφοφόρους από τις δεξαμενές του Κέντρου. Στο ΠΑΣΟΚ ευελπιστούν ότι η κομματική αριθμητική θα αναγκάσει Το Ποτάμι να συνεργαστεί στη δημιουργία μιας νέας Κεντροαριστεράς, ενδεχόμενο που πάντως αποκλείει ο επικεφαλής του.

Εκεί τα πράγματα είναι ακόμη πιο σύνθετα –όσο και αν ο Σταύρος Θεοδωράκης ζητά να μπει τέλος στο αυτομαστίγωμα. Η απουσία κομματικών δομών και το αμφίσημο πολιτικό στίγμα είναι η κύρια εστία κριτικής που δέχεται ο επικεφαλής από βουλευτές και στελέχη του κόμματος, οι οποίοι αναγνωρίζουν ότι Το Ποτάμι είναι εξαρχής δομημένο στον Θεοδωράκη –άρα, και το βάρος των αλλαγών μοιραία πέφτει επάνω του.

Αφού οι εκλογές και ο Πάνος Καμμένος τους γλίτωσαν από τις πιθανές ευθύνες μιας κυβερνητικής σύμπραξης, τα τρία κόμματα φαίνεται να αναζητούν μια διαδρομή επιτυχούς επανασύνδεσης με την κοινωνία. Μοιάζει δύσκολο καθώς η ταύτιση με τις μνημονιακές επιλογές τους αποξένωσε από τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Θα γίνει ακόμη δυσκολότερο αφού η αντιπολίτευση στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ 2.0 δεν μπορεί να ασκηθεί στο πεδίο του αντιμνημονίου. Θα περάσει ένας μάλλον βαρύς πολιτικός χειμώνας πριν από τη δημοσκοπική άνοιξη, την οποία λογικά θα προκαλέσει η κυβερνητική φθορά του ΣΥΡΙΖΑ. Η ανάκαμψη αργεί. Είναι μάλλον η κατάλληλη στιγμή για πολιτική ψυχοθεραπεία.