Μια ιστορική –και πρωτοφανής τις τελευταίες δεκαετίες –ρήξη του Διοικητικού Συμβουλίου με τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου παραμερίζει το καλλιτεχνικό στην πρώτη κρατική σκηνή. Τη φωτιά έβαλε η χθεσινή επιστολή που εκδόθηκε με ομόφωνη απόφαση (όπως υποστηρίζει ο πρόεδρος του ΔΣ Θανάσης Παπαγεωργίου) του διορισθέντος από τον πρώην αναπληρωτή υπουργό Πολιτισμού Νίκο Ξυδάκη ΔΣ (με μέλη τους Αμαλία Μουτούση, Κυριάκο Κατζουράκη, Ρήγα Αξελό, Μέλπω Ζαρόκωστα, Ιωσήφ Βιβιλάκη και Ταξιάρχη Χάνο). Στην οποία ούτε λίγο ούτε πολύ ο διευθυντής κατηγορείται για «αλαζονεία, ψεύδη και παραπληροφόρηση» και τάση να αναλάβει υπερεξουσίες (ήτοι και τη θέση του διευθυντή σπουδών της ιστορικής Δραματικής Σχολής του Εθνικού). Το ΔΣ δηλώνει, εξάλλου, ενοχλημένο με την έκφραση του Λιβαθινού: «Σκεπτικό είχαν και οι Ναζί για τον σφαγιασμό των Εβραίων», με την οποία ανταπάντησε στον τρόπο με τον οποίο απορρίπτονται προτάσεις του. Οπως για τη μη ανανέωση «με δική του δήλωση και ευθύνη» της θητείας του Κώστα Γεωργουσόπουλου στη διεύθυνση της Δραματικής Σχολής (έληξε στις 31 Αυγούστου).

Η θρυαλλίδα φαίνεται πως ήταν η συνέντευξη Τύπου της περασμένης Τρίτης από τον Στάθη Λιβαθινό, στην οποία δεν προσκλήθηκε το ΔΣ και τα θέματά της «δεν ήταν περιορισμένα στο ρεπερτόριο και στον μελλοντικό σχεδιασμό της πολιτιστικής πολιτικής, αλλά περιελάμβαναν το θέμα των χορηγιών σε σχέση με τη Δραματική Σχολή (σ.σ.: από τα Ιδρύματα Νιάρχος και Ωνάσης, κατά πληροφορίες), τη λειτουργία τμήματος σκηνοθεσίας και τα οικονομικά, θέματα που αφορούν άμεσα τα μέλη του ΔΣ».

ΓΚΡΙΖΕΣ ΖΩΝΕΣ. Η ρήξη διαφαινόταν από καιρό. Οι συνεδριάσεις του ΔΣ, παρουσία του καλλιτεχνικού διευθυντή, κατέληγαν σε εγκρίσεις προτάσεων του Λιβαθινού αλλά και σε απορρίψεις, ειδικά σε θέματα που τύποις δεν είναι στη δικαιοδοσία του εκάστοτε διευθυντή, όσο και αν –μετά τον Νίκο Κούρκουλο –είχε αυξηθεί αισθητά η εξουσία του. Ο πρόεδρος του ΔΣ Θανάσης Παπαγεωργίου ομολογούσε πριν από ημέρες στο «Νσυν» ότι ο νόμος που διέπει το Εθνικό βρίθει από «γκρίζες ζώνες» όσον αφορά το ποιος αποφασίζει για τα καλλιτεχνικά έξοδα και για τα λειτουργικά και τον πάγιο εξοπλισμό. Ανέφερε μάλιστα ότι μια σημαντική ασάφεια ως προς την αρμοδιότητα (υπογραφής) προέκυψε σε συνεδρίαση για αγορά νέων κονσολών για τα φώτα. Δεν αποκλείεται να σχετίζεται και με αυτή τη διαφωνία η αναφορά του ΔΣ να αρνηθεί «να επικυρώσει συμφωνίες και συμβάσεις που αφορούν εταιρείες, υποκρυπτόμενα πρόσωπα πίσω από αυτές, υπέρογκες αμοιβές των προσώπων και φαινόμενα φοροδιαφυγής».

Από την πλευρά του, ο Στάθης Λιβαθινός περιορίστηκε να δηλώσει στο «Νσυν» ότι δεν πρόκειται να μπει «σε αντιπαράθεση με κανέναν ούτε σε ανταλλαγή επιστολών», προσθέτοντας ότι τιμά τον θεσμό του ΔΣ και το συγκεκριμένο ΔΣ και παραπέμποντας στη συνέντευξη Τύπου για απαντήσεις επί του καλλιτεχνικού οράματος για το Εθνικό, «για το καλό του οποίου θα συνεχίσουμε να δουλεύουμε εγώ και οι συνεργάτες μου».

Λίγο μετά ο Θανάσης Παπαγεωργίου δήλωνε στο «Νσυν» ότι «επί 18 συνεδριάσεις προσπαθούμε να μιλήσουμε επιτέλους για το Εθνικό», υπονοώντας ότι ο καλλιτεχνικός διευθυντής φέρνει θέματα που αφορούν τη Δραματική Σχολή (και εν γένει την εκπαιδευτική δραστηριότητα του Θεάτρου που έχει δηλώσει ανοιχτά ότι είναι μέλημά του), το Τμήμα Σκηνοθεσίας, τα οικονομικά. Επίσης, πληροφορίες λένε ότι το ΔΣ οδηγήθηκε στην απόφαση για την αιχμηρή επιστολή, που «πιο ομόφωνη δεν γίνεται» όπως ελέχθη, σφόδρα ενοχλημένο από τις δηλώσεις Λιβαθινού περί Ναζί, αλλά και επειδή εκείνος φέρεται να ζήτησε συνάντηση με την υπηρεσιακή υπουργό Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, η οποία ελάχιστα πράγματα μπορεί να αλλάξει στη σύντομη θητεία της.

ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΞΥΔΑΚΗ. Πρόθεση πάντως να αλλάξει ο τρόπος διοίκησης και λήψης αποφάσεων στο Εθνικό είχε ο Νίκος Ξυδάκης, ο οποίος είχε δηλώσει προ ημερών στο «Νσυν» ότι θα κατέθετε νομοσχέδιο μέσα στον Σεπτέμβριο (αν δεν τον προλάβαινε η παραίτηση της κυβέρνησης). Με αυτό αυξάνονταν σαφώς οι αρμοδιότητες (και οι εξουσίες) του ΔΣ, ενώ μειώνονταν εκείνες του «υπερδιευθυντή» των τελευταίων δεκαετιών. Με τον τελευταίο να μην ορίζεται (κάτι στο οποίο συμφώνησε και ο Λιβαθινός), αλλά να επιλέγεται από επιτροπή προσωπικοτήτων ύστερα από ανοιχτή προκήρυξη της θέσης –όπως και σε όλους τους εποπτευόμενους από το υπουργείο Πολιτισμού οργανισμούς (κοντά 60).

Εκεί ανάγεται η σημείωση στην επιστολή ότι «ο προβληματικός υπάρχων νόμος (2273/1994) δίνει την εξουσία στον καλλιτεχνικό διευθυντή να προτείνει πρόσωπο για τη διεύθυνση της Σχολής και του διδακτικού προσωπικού», αλλά «το ΔΣ έχει την ευθύνη να τα εγκρίνει». Και ίσως να μην είναι μακριά από την πραγματικότητα η εκτίμηση κύκλων του Εθνικού ότι στην κρατική σκηνή μεταφέρθηκε και η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ, ως προς τις τάσεις που είχαν εκφραστεί και στο επίσημο κομματικό πρόγραμμα.

Οι προτάσεις Λιβαθινού δεν έγιναν δεκτές ούτε για τη δημιουργία Τμήματος Σκηνοθεσίας στη Δραματική Σχολή, καθώς το ΔΣ θεώρησε ότι τέτοια θέματα (όπως και η μεταφορά της Δραματικής Σχολής στο Σχολείον της Ειρήνης Παπά) χρειάζονται συζήτηση και σχεδιασμό και δεν γίνονται «στο διάστημα δύο μηνών». Το μέλος του ΔΣ Κυριάκος Κατζουράκης δήλωνε μάλιστα ότι εγκαλούν τον Στάθη Λιβαθινό «μόνο να γίνονται νόμιμα τα πράγματα. Δεν μπορείς να ιδρύεις μια σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και να μην έχεις πρόγραμμα σπουδών».

ΠΕΡΙ ΧΟΡΗΓΙΩΝ. Το ΔΣ διαψεύδει ακόμη ότι έχει απορρίψει χορηγίες για αυτό ή οποιοδήποτε άλλο θέμα (από τα Ιδρύματα Νιάρχος και Ωνάσης), αλλά δεν έχει πάρει μέχρι τώρα καμία γραπτή πρόταση για να συνταχθεί σύμβαση χορηγίας. Παρότι η Αφροδίτη Παναγιωτάκου, εκ μέρους του Κοινωφελούς Ιδρύματος Αλ. Ωνάσης, παρέστη στην επίμαχη συνέντευξη Τύπου.

Τα βέλη του ΔΣ προσείλκυσε και η ανακοίνωση οικονομικών στοιχείων –«κάτι που εμπίπτει στην αρμοδιότητα του προέδρου του ΔΣ» –από τον άλλοτε διευθυντή του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών Νίκο Μανωλόπουλο, «ως εκπροσώπου σε θέματα οικονομικής διαχείρισης, δίχως να έχει εξουσιοδοτηθεί από το ΔΣ και δίχως επίσημη οργανική σχέση με το Εθνικό, εκτός από θέση «ειδικού συμβούλου» του καλλιτεχνικού διευθυντή». Βέλη κατά του Νίκου Μανωλόπουλου έφτασαν και από την πλευρά του τέως καλλιτεχνικού διευθυντή Σωτήρη Χατζάκη, που σε επιστολή του τον έψεγε επειδή «βάφτισε έλλειμμα τα έξοδα παραγωγής του θεάτρου», όπως δήλωσε στο «Νσυν».