Τρεβίζο, βράδυ 28ης Σεπτεμβρίου 2005. Σε ένα σπίτι με τα απολύτως απαραίτητα ο 22χρονος θριαμβευτής, μαζί με άλλα 11 παιδιά, τρία 24ωρα νωρίτερα στο Βελιγράδι, στέκει μόνος απέναντι σε τρία μπουκάλια «Aqua Frizzante San Benedetto» και σοκαρισμένος από την εναλλαγή περιβάλλοντος συλλογίζεται: «Χριστέ μου, τι κάνω εγώ εδώ;»!

Το συναρπαστικό ταξίδι ενός σύγχρονου χαμαιλέοντα, όπως αυτοπροσδιορίζεται, είχε μόλις ξεκινήσει. Ύστερα από 10 χρόνια εξακολουθεί να βρίσκεται σε εξέλιξη κι ο συλλέκτης τίτλων, διακρίσεων αλλά και εμπειριών ζωής ταξίδεψε την προηγούμενη Πέμπτη στο Μπάμπεργκ για να στήσει το σπιτικό στο οποίο θα ζήσει και όχι θα φιλοξενήσει τον ίδιο και την οικογένεια του την νέα σεζόν.

Ο Νίκος Ζήσης, ένας περιπλανώμενος επαγγελματίας που με την ποιότητα και το ήθος του διαφημίζει σε όλη την Ευρώπη την ελληνική παραγωγή μπάσκετ, ετοιμάζεται για τον έβδομο σταθμό της καριέρας του μακριά από την Ελλάδα, την πέμπτη χώρα που θα πάρει ένσημα και με την προτροπή των ΝΕΩΝ θυμάται τις εμπειρίες μιας δεκαετίας στη ξενιτιά.

Όσα έζησε στο Τρεβίζο, τη Μόσχα, τη Σιένα, το Μπιλμπάο, το Καζάν και την Κωνσταντινούπολη μόνο σε ένα βιβλίο με τίτλο «Ένας ευτυχής χαμαιλέων του μπάσκετ» θα μπορούσαν να χωρέσουν, οπότε γίνεται αντιληπτό ό,τι είναι αδύνατον να χωρέσουν σε ένα σκάρτο δισέλιδο. Επομένως το ταξίδι μπορεί να γίνει μόνο με αποσπάσματα μιας συναρπαστικής συζήτησης, αρχίζοντας από τον επίλογο που ως επιμύθιο της «περιπέτειας» έχει ήδη γραφτεί.

«Το συμπέρασμα είναι πως ο άνθρωπος είναι ένας χαμαιλέων. Όσο κι αν τον σοκάρει η πρώτη εντύπωση, όσο κι αν ξεβολεύεται από την καθημερινότητα σου, τελικά προσαρμόζεσαι. Πάντα και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Η αλήθεια είναι ότι στο δικό μου μυαλό μοιάζει πιο εύκολο, γιατί θεωρώ πως είμαστε, τουλάχιστον έτσι το αντιμετωπίζω, μέλη μιας ομάδας που δουλεύει στο συγκεκριμένο σημείο για έναν συγκεκριμένο στόχο, με την ομάδα εκπροσωπεί μια κοινωνία. Στις μικρές πόλεις, δένεσαι περισσότερο.

Γίνεσαι κομμάτι της. Στις μεγάλες, όχι. Δύο χρόνια στη Μόσχα με αναγνώρισαν στον δρόμο μόνο δύο φορές. Κάτι παιδάκια. Χάνεσαι στο πλήθος. Στο Μπιλμπάο ή τώρα στο Μπάμπεργκ, μια πόλη 70.000 κατοίκων με μια ομάδα που έχει 7.000 διαρκείας, είσαι μέλος και της κοινωνίας που σε αφομοιώνει άμεσα»

Πρώτος σταθμός Τρεβίζο

«Μετά το αξέχαστο σοκ της πρώτης βραδιάς, όταν ο Τσίρο, ένας μάνατζερ-αλάνι με πήγε σπίτι και πριν ακουμπήσω τις βαλίτσες στο πάτωμα είχε κλείσει την πόρτα αφήνοντας με άγαλμα μπροστά σε ανθρακούχα νερά που δεν έπινα, άρχισα να συνηθίζω. Έμαθε γρήγορα ιταλικά, αν και δεν έκανα ούτε ένα μάθημα, δεν διάβασα ούτε ένα βιβλίο.Να’ ναι καλά ο Σοράνια και ο Μορτέντε, που ήταν οι κολλητοί μου και τους έπρηζα. «Σταμάτα ρε Νίκο να ρωτάς άλλα. Φτάνει πια!» έλεγαν απηυδισμένοι από τις ερωτήσεις μου. Συνήθως έτρωγα σε δύο ιταλικά εστιατόρια ή στο εστιατόριο που είχε στο προπονητικό κέντρο. Θυμάμαι και τον Μπαρνιάνι που έτρωγε εκεί και μετά πηγαίναμε για ξεκούραση».

Δεύτερος σταθμός, Μόσχα

«Το σοκ της πρώτης ημέρας ήταν ίδιο. Την προηγούμενη χρονιά, είχε τύχει να με τον Παπαλουκά στο Galleria, ένα εστιατόριο της πόλης και του είχα πει τότε: «Ρε συ, τι κάνεις εδώ; Πως μπορείς;». Κι όμως ένα χρόνο μετά βρέθηκα εκεί κι από ένα ήσυχο σπιτάκι που μέναμε με τη Φανή στο Τρεβίζο, ζήσαμε για δύο χρόνια σε ένα σπίτι που βρισκόταν πάνω σε μια λεωφόρο την οποία δεν μπορείς να διασχίσεις με τα πόδια.

Με οδηγό που ήταν μαζί σου, για λόγους ασφάλειας και σε περίμενε έξω από το εστιατόριο για 3 ώρες ή στο σούπερ μάρκετ για 1,5 ώρα. Απογοητεύτηκα με τις συνθήκες. Ευτυχώς ήταν ο Θοδωρής και έγινε πιο εύκολο. Επίσης τη δυσκολία της προσαρμογής μετρίασε η οργάνωση και το επίπεδο της ΤΣΣΚΑ. Είναι μακράν η καλύτερη ομάδα που έχω παίξει».

Τρίτος σταθμός, Σιένα

«Το μέρος που αγαπήσαμε και αγαπάμε πιο πολύ από κάθε άλλο. Φυσικά ζήσαμε άλλο ένα σκοτσέζικο ντους. Από τους 20.000.000 κατοίκους πίσω στους 80.000 κατοίκους και εγκατάσταση σε αγρόκτημα. Ζήσαμε ένα χρόνο μόνοι μας, ένα χρόνο με τη Φανή έγκυο, ένα χρόνο με το πρώτο παιδί, τον Αλέξανδρο.

Γεννήσαμε εκεί, γιατί νιώθαμε άνετα. Αντίθετα στο Καζάν, η Φανή γύρισε στην Ελλάδα τους τρεις τελευταίους μήνες και γενικώς σε 1,5 χρόνο έμεινε το λιγότερο από κάθε άλλο μέρος. Όταν ήταν να υπογράψω, μου ζήτησαν να πάω δύο μέρες αργότερα για να έχω την ευκαιρία να παρακολουθήσω το Palio. «Μα τι μου λένε; Ποιοι αγώνες αλόγων και πράσινα άλογα;» σκέφτηκα! Επειδή δεν ήθελα να τους προσβάλλω και ήθελα να σεβαστώ την επιθυμία τους πήγα και ειλικρινά εντυπωσιάστηκα. Γίνεται στην ιστορική και πανέμορφη πλακόστρωτη Piazza del Campo. Συμμετέχουν οι 17 contrades, που είναι οι γειτονιές της πόλης και υπάρχει τρομερός ανταγωνισμός. Δεν έχει τόσο σημασία αν θα κερδίσεις, όσο να μην κερδίσει η «μισητή» σου γειτονιά.

Επειδή ο Αλέξανδρος γεννήθηκε στη Σιένα, αποφασίσαμε να τον βαπτίσουμε εκεί και κάποιο βράδυ είπα στους φίλους πως η βάπτιση θα γίνει στην γειτονιά που θα κερδίσει το Palio. Είχα πρόβλημα όμως μετά με φίλους που μισούν την Oca, τη γειτονιά που είχε κερδίσει και δεν μπορούσαν να δεχτούν πως βαπτίσαμε εκεί το παιδί μας. Στη εγκυμοσύνη και γενικώς στη διαμονή με βοήθησε πολύ ένας φίλος, Έλληνας, φαρμακοποιός. Ωραίος άνθρωπος με τον οποίο γνωριστήκαμε τυχαία στην πλατεία όταν με αναγνώρισε κι ως γνήσιος συμπατριώτης φώναξε: Ζήσης!

Είχε πάει για σπουδές αλλά έμεινε μόνιμα. Εκείνος μας σύστησε τον γυναικολόγο και ήταν μαζί μου στη γέννηση του Αλέξανδρου, το βράδυ μετά τον 2ο τελικό του πρωταθλήματος. Θυμάμαι πως όταν τελείωσε το ματς πήγα αμέσως στο σπίτι και φύγαμε τρέχοντας για το μαιευτήριο».

Τέταρτος σταθμός, Μπιλμπάο

«Εκεί έμαθα να έχουμε πάντα στην τσάντα μας ομπρέλα και γυαλιά ηλίου. Μπορεί να βγεις με ήλιο και να αρχίσει ξαφνικά βροχή που να κρατήσει 2-3 μέρες. Τρομερές μεταπτώσεις και μια βροχή τόσο εκνευριστική. Τσίρι-τσίρι την λένε και οι Βάσκοι, γιατί είναι σαν να σε ραντίζουν! Είχαμε παρέα τον Κώστα Βασιλειάδη και είχαμε πολύ ελεύθερο χρόνο γιατί ο Αλέξανδρος άρχισε παιδικό σταθμό.

Ήταν ενθουσιασμένος, γιατί έκαναν πολλά παιχνίδια με χορό και τραγούδι, ενώ η πόλη ήταν πολύ φιλική στις οικογένειες. Μέναμε στο κέντρο της πόλης αλλά δεν ήταν πρόβλημα.

Δεν κρύβω ότι εκεί απόλαυσα το μπάσκετ.

Το πρωτάθλημα έχει τρομερή οργάνωση και σου προσφέρει τις καλύτερες συνθήκες για να παίξεις. Ζεις το άθλημα και τον ανταγωνισμό σε μια άλλη διάσταση. Είναι ευτυχία να παίζεις στην Ισπανία. Επίσης είχαμε για παρέα τον Παπαμακάριο που έπαιζε στην Lagun Aro στο κοντινό Σαν Σεμπαστιάν. Εκεί ήταν αξέχαστο το φαγητό καθώς είναι η πόλη με τα περισσότερα βραβευμένα με Μισελέν εστιατόρια»

Πέμπτος σταθμός, Καζάν

«Μεγάλο κεφάλαιο. Ήταν η μόνη ομάδα που είχα τόσους Έλληνες για παρέα. Δύο συμπαίκτες και πολυπληθές επιτελείο Ελλήνων. Εκεί ανακάλυψα, υποχρεωτικά, το κουμπί του ύπνου όπως λέει ο Καϊμακόγλου. Κάθε ταξίδι ξεκινά με συνάντηση στο γήπεδο στις 4.00-4.30 το πρωί! Άγρια χαράματα. Από τον χάρτη δεν μπορείς να αντιληφθείς πόσο μακριά είναι το Καζάν. Μιλάμε είναι πολύ μακριά. Ακόμη και οι εσωτερικές πτήσεις, που γίνονται μέσω Μόσχας, είναι 5-8 ώρες ενώ υπάρχει διαφορά ώρας μεταξύ των πόλεων.

Για τα ευρωπαϊκά ματς; Μίνιμουμ 12ωρο ταξίδι που μπορεί να φθάσει και τις 18 ώρες. Έτσι μαθαίνεις να κοιμάσαι παντού! Ακόμη και όρθιος αν χρειαστεί. Μέχρι το Καζάν δεν κοιμόμουν πουθενά εκτός από το κρεβάτι. Απορούσα πως μπορούσαν κάποιοι να κοιμούνται σε πτήσεις αλλά στο Καζάν έμαθα να κοιμάμαι ακόμη και για 5λεπτα σε καφέ αεροδρομίων. Αυτή είναι πάντα η πρώτη σκέψη για το Καζάν. Τα πολύωρα ταξίδια.

Και φυσικά το κρύο, το χιόνι, ο πολύμηνος αποκλεισμός σε ένα σπίτι, ή ένα εμπορικό. Δεν μπορείς να ζήσεις οικογένεια εκεί. Είναι αδύνατον να βγάλεις το παιδί σου βόλτα με το καρότσι, όταν έχει -30 και σου λένε ότι δεν έχει βαρύ χειμώνα. Γίνεται όμως να κρατήσεις ένα παιδί 4-5 ετών κλεισμένο μέσα σε τέσσερις τοίχους; Για αυτό η Φανή και τα παιδιά έμειναν περισσότερο από ποτέ μακριά μου»

Έκτος σταθμός, Κωνσταντινούπολη

«Η πρόταση από τη Φενέρμπαχτσε ήρθε σαν λύτρωση. Προς Θεού στην Ούνιξ ήταν όλα τέλεια και δεν είχα παράπονο. Αλλά μου έλειπε η οικογένεια μου, με κούραζαν τα ταξίδια και συνάμα υπήρχε το κίνητρο να αγωνιστώ ξανά στο υψηλότερο επίπεδο και για τον Ομπράντοβιτς.

Να παίζω στο καλύτερο γήπεδο της Ευρώπης και να ζω με την οικογένεια μου σε καλύτερες καιρικές συνθήκες και σε μια πόλη που είναι πολύβουη αλλά μοιάζει τόσο με την Ελλάδα. Ύστερα από 5 χρόνια στην Ιταλία και έπειτα από πέντε μήνες εμπειρίας στην Πόλη κατέληξα πως το «ούνα φάτσα, ούνα ράτσα» ισχύει μεν αλλά για εμάς και τους Τούρκους. Είμαστε ίδιοι, με σημαντικότερη διαφορά το σέρβις που παρέχουν.

Αγγίζει τα όρια της δουλοπρέπειας και ενδεχομένως να κάνει να νιώσεις άβολα, αλλά είναι κάτι που το έχουν στο DNA τους»

Η σούμα

«Αν κάποιος εκείνο το βράδυ στο Τρεβίζο, με τα frizzante απέναντι μου, μου έλεγε ότι για 10 χρόνια θα κάνεις αυτό το πράγματα δεν θα το πίστευα. Θα με έπιανε ταραχή στην ιδέα και μόνο. Όμως συνέβη και ομολογώ πως το απόλαυσα. Γνώρισα λαούς, νοοτροπίες, κουλτούρες διαφορετικές και νιώθω πραγματικά πλούσιος ως άνθρωπος.

Πάντα τα λεφτά είναι βασικό θέμα για την καριέρα ενός αθλητή, η οποία είναι πολύ μικρή! Αλλά η ζωή είναι μια εμπειρία και είμαι ευτυχής που συνδύασα στην καριέρα μου, επιτυχίες, τίτλους, οικονομική άνεση και εμπειρίες ζωής από τόσες χώρες. Αν δεν είχα την οικογένεια μου δίπλα μου δεν θα τα κατάφερνα.

Πλέον κάνω μετακομίσεις με λίγα πράγματα. Κάποια στιγμή είπαμε με τη Φανή πως δεν γίνεται να έχουμε τόσα πολλά πράγματα και κάθε φορά να πρέπει να τα πακετάρουμε. Αλλά η Φανή έχει πλέον μάστερ στις μετακομίσεις. Πάντα έκανε το σπίτι μας να έχει εικόνα και ζέστη μόνιμης κατοικίας.

Δεν θα μπορούσα να εντάξω τον εαυτό μου σε μια ομάδα αν δεν ένιωθα πως στο σπίτι μου θα έμενα μόνιμα. Απλά μετά τα παιδιά, ειδικά από το Μπιλμπάο κι ύστερα, ζούμε σε σπίτια που έχουν διακόσμηση και επίπλωση σπιτιών που μπορείς να ζήσεις μόνιμα αλλά και κάθε μέρα μπορεί να είναι η τελευταία σου εκεί! Να είναι πιο εύκολη η μετακόμιση.

Με όλα αυτά, τώρα καταλαβαίνω και συμπονώ τους Αμερικανούς και ειδικά τα παιδιά που αμέσως μετά τα κολέγια έρχονται ολομόναχοι, με μια βαλίτσα στο χέρι, για να παίξουμε μπάσκετ. Πολλοί από αυτούς αλλάζουν πόλη, χώρα ή ήπειρο δύο και τρεις φορές σε μια σεζόν. Δεν είναι εύκολο και πρέπει να είμαστε επιεικείς μαζί τους. Αλλά κι αυτοί σιγά-σιγά προσαρμόζονται.

Τους βλέπεις πίνουν το εσπρέσο τους, που δεν το συνηθίζουν και ακολουθούν συνήθειες ευρωπαϊκές γιατί όπως είπα και πριν όλοι μας τελικά είμαστε χαμαιλέοντες! Είναι τόσο συγκλονιστικό αν σκεφτείς πόσο εύκολα προσαρμόζεται ο άνθρωπος σε όλες τις συνθήκες. Και το λέω εγώ που αντίθετα με την εντύπωση που έχει δημιουργηθεί ότι έχω ρίξει μαύρη πέτρα πίσω μου, είμαι Ελληνάρας μεγάλος.

Απλά έχω καταλήξει πως ήταν το κάρμα μου να παίζω μόνιμα μακριά από την Ελλάδα. Το αποδέχτηκα, το συνήθισα και το απόλαυσα και θα το απολαμβάνω όσο το ζω. Ως ένας σύγχρονος και ευτυχής χαμαιλέων»!