Πέντε χρόνια μετά την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της περασμένης Κυριακής ανέδειξε, με τη μεγαλύτερη έως τώρα ένταση, τα βαθύτατα ρήγματα που προκάλεσε στην ελληνική κοινωνία η εφαρμογή των πολιτικών λιτότητας που υιοθετήθηκαν. Συνιστά έτσι την (πιθανότατα πρόσκαιρη) κορύφωση της σεισμικής ακολουθίας, η οποία πρωτοεκδηλώθηκε το 2012, προκαλώντας σταδιακά την πλήρη κατάρρευση του παραδοσιακού (και επί τρεις δεκαετίες σταθερού) κομματικού συστήματος.

Δύο ήταν τα κρίσιμα εκλογικά ρεύματα που ανέτρεψαν τις δημοσκοπικές εκτιμήσεις οι οποίες προέβλεπαν μια αμφίρροπη αναμέτρηση μεταξύ του Ναι και του Οχι. Το πρώτο αφορά την αυξημένη συσπείρωση (πάνω από 90%) των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος τελικά κατόρθωσε να συγκρατήσει το μεγαλύτερο μέρος από τα κέρδη που είχε καταγράψει στις εκλογές του Ιανουαρίου. Αυτό αφορά κυρίως τμήματα του πληθυσμού που δεν αποτελούσαν παραδοσιακά προνομιακό του ακροατήριο (μεσαία στρώματα, αγρότες, μεγαλύτερες ηλικίες) και τα οποία εμφανίζονταν (δημοσκοπικά) πιο ευεπίφορα για διαρροή προς το Ναι.

Το δεύτερο αφορά τη σημαντική διείσδυση του Οχι στους ψηφοφόρους των κομμάτων που υποστήριξαν το Ναι, διείσδυση πάντως κλιμακούμενη από περίπου 18% για τη ΝΔ έως σχεδόν 40% για τους ψηφοφόρους ΠΑΣΟΚ / ΚΙΔΗΣΟ. Καταλυτική επίσης για την εκτόξευση του Οχι πάνω από 60% ήταν η απορρόφηση της πλειοψηφίας των ψηφοφόρων του ΚΚΕ, τάση που δεν φαίνεται να παρουσιάζει σημαντικές κατά τόπους αποκλίσεις. Τέλος, πρέπει να συνυπολογιστεί και η πλειοψηφική (σε ποσοστό περίπου 80%) στροφή προς το Οχι των ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής, ιδιαίτερα εμφανής στις λαϊκές περιοχές (όχι όμως και στα παραδοσιακά ακροδεξιά προπύργια, όπως ο Δήμος Ανατολικής Μάνης, όπου πλειοψήφησε το Ναι).

Η ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΨΗΦΟΥ. Ως προς την αναλυτική γεωγραφία της ψήφου, σε κορυφαία περιφέρεια του Οχι αναδείχτηκε η Κρήτη (69,9%), γεγονός που ερμηνεύεται από τις αυξημένες διαρροές των κομμάτων του Ναι στο νησί και ιδιαίτερα από αυτές του Ποταμιού (που είχε συγκεντρώσει τον περασμένο Ιανουάριο 9,1%), οι οποίες ήταν σχεδόν υπερδιπλάσιες σε σύγκριση με την υπόλοιπη χώρα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Νομού Χανίων, όπου το Οχι κατέγραψε το υψηλότερο ποσοστό του (73,8%).

Τα επόμενα ισχυρότερα ποσοστά του Οχι καταγράφηκαν στο Ιόνιο (67,7%), τη Δυτική Ελλάδα (65,1%), τη Στερεά (64,3%), το Νότιο Αιγαίο (64,0%) και τη Θεσσαλία (62,3%). Ακριβώς στον εθνικό μέσο όρο βρέθηκε το ποσοστό του Οχι στο Βόρειο Αιγαίο, όπου ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο Δήμος Ικαρίας με το Οχι να καταγράφει το κορυφαίο πανελλαδικά ποσοστό του (79,5%). Πρόκειται για εμβληματική περίπτωση όπου διαφαίνεται η πλειοψηφική στροφή των ψηφοφόρων του ΚΚΕ (που είχε συγκεντρώσει τον περασμένο Ιανουάριο 31,3%) προς το Οχι.

Σε επίπεδο χαμηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο καταγράφηκαν τα ποσοστά του Οχι και στις τέσσερις αυτοδιοικητικές περιφέρειες της Βόρειας Ελλάδας (από 59,2% έως 60,1%), ενώ η χαμηλότερη επίδοσή του σημειώθηκε στην Πελοπόννησο (57,3%).

Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ. Το κρισιμότερο όμως στοιχείο είναι ότι για πρώτη φορά την τελευταία τριετία, η Περιφέρεια Αττικής, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ διέθετε διαχρονικά το προβάδισμα από το 2012, δεν ακολούθησε με την ίδια πλειοψηφική ορμή το Οχι, το οποίο παρέμεινε στο 59,7%, ποσοστό που προέκυψε μάλιστα ως απλή συνισταμένη δύο ισχυρά αντίρροπων ρευμάτων. Πράγματι στην Αττική εντοπίζονται ορισμένα από τα υψηλότερα ποσοστά του Οχι (σε 15 δήμους ξεπέρασε το 70%) αλλά και ορισμένα από τα υψηλότερα ποσοστά του Ναι (το οποίο πλειοψήφησε σε 13 δήμους).

Συγκεκριμένα το Οχι υπερέβη κατά μέσο όρο το 60% στις νοτιοανατολικές περιοχές του Λεκανοπεδίου (από Ζωγράφου μέχρι Αργυρούπολη), όταν στις λαϊκές συνοικίες της δυτικής ζώνης της Β’ Αθηνών (από τη Μεταμόρφωση μέχρι το Αιγάλεω και το Χαϊδάρι) έφτασε το 67,5%. Κορυφώθηκε δε στην περίπτωση της Β’ Πειραιώς, που αποτέλεσε και τη δεύτερη ισχυρότερή του επίδοση (72,5%) και μάλιστα αποτυπώνοντας μία ιδιαίτερα συμπαγή εικόνα (ξεπερνώντας το 70% σε όλους τους πρώην καποδιστριακούς δήμους της περιφέρειας). Βεβαίως, σε αυτήν την περίπτωση φαίνεται έντονα το αποτέλεσμα της διαρροής των κομμάτων του Ναι, αλλά και η προσθήκη των ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής. Είναι χαρακτηριστικό ότι το κορυφαίο ποσοστό του Οχι καταγράφηκε στο Πέραμα (76,6%), που στις εκλογές του Ιανουαρίου είχε αποτελέσει ταυτόχρονα την ισχυρότερη επίδοση της Χρυσής Αυγής (9%) και τη χαμηλότερη του ΣΥΡΙΖΑ (41%) στην εν λόγω εκλογική περιφέρεια. Προς την ίδια κατεύθυνση θα πρέπει να αξιολογηθεί η περίπτωση του Ασπροπύργου, όπου με 79,2%, συνιστά τον ισχυρότερο δήμο του Οχι στην Αττική. Υπενθυμίζεται ότι τον Ιανουάριο το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ στον Ασπρόπυργο ήταν μόλις πάνω από το εθνικό του ποσοστό (36,7%) ενώ αντίθετα για τη Χρυσή Αυγή αποτέλεσε την κορυφαία της επίδοση στο Λεκανοπέδιο (14,5%) και παραδοσιακά μία από τις ισχυρές της στην επικράτεια.

Η ΚΟΙΤΙΔΑ ΤΟΥ «ΝΑΙ». Αντίθετα, στους τέσσερις δήμους της παραλιακής ζώνης το Οχι πλειοψήφησε μόλις οριακά (50,2%), με το Ναι να κυριαρχεί στο Παλαιό Φάληρο και τη Γλυφάδα, ενώ τα μεσοαστικά βορειοανατολικά προάστια του Λεκανοπεδίου συνιστούν την ισχυρότερη και γεωγραφικά την πιο συνεκτική πλειοψηφική κοιτίδα του Ναι στη χώρα, με μέσο ποσοστό 55% -56%. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι τα ποσοστά του Ναι κινούνται σε οριακά πλειοψηφικά επίπεδα 50,5% – 52,5% στους μεσοαστικούς δήμους (Χαλάνδρι, Μαρούσι, Αγία Παρασκευή), ενώ εκτινάσσεται στα μέγιστα πανελλαδικά επίπεδα στους μεγαλοαστικούς (Φιλοθέη – Ψυχικό 71,6%, Κηφισιά 63,9% κ.τλ.). Αξίζει δε να σημειωθεί ότι στον πρώην καποδιστριακό Δήμο Εκάλης καταγράφηκε μακράν και το υψηλότερο ποσοστό του Ναι στη χώρα (84,6%). Σε όλες τις παραπάνω περιοχές, οι διαρροές των κομμάτων που υποστήριξαν το Ναι εμφανίζονται σχεδόν μηδαμινές, γεγονός που ερμηνεύει την απόλυτα συγκροτημένη εμφάνιση της εκλογικής τους βάσης που είχε ως αποτέλεσμα αυτήν την εικόνα.

Αντίστοιχες ταξικού χαρακτήρα διαφοροποιήσεις μπορούν να εντοπιστούν και στο εσωτερικό του Δήμου Αθηναίων (Οχι 53,2%), με τα ποσοστά του Οχι να κινούνται ελαφρώς άνω του 61% στις λαϊκές συνοικίες της δυτικής ζώνης (Πετράλωνα – 3η Δ.Κ., Κολωνός – 4η Δ.Κ.), ενώ στο κέντρο της πόλης απέσπασε την πλειοψηφία (55,4%) και στο Κολωνάκι (42ο και 43ο Ε.Δ.) ξεπέρασε οριακά το 70%. Παρόμοιες δε ταξικές διαφοροποιήσεις μπορούν να ανιχνευθούν και σε άλλα αστικά κέντρα της χώρας, όπως στη Θεσσαλονίκη και τον Βόλο.

Ολα τα παραπάνω συνθέτουν μια εικόνα ταξικής διαφοροποίησης (με ένα κοινωνικά συγκροτημένο Οχι και ένα ακόμα πιο ταξικά προσδιορισμένο Ναι) που στην απόλυτή της έκταση –όπως τουλάχιστον μπορεί να προσεγγιστεί από την ανάλυση των γεωγραφικών δεδομένων –καταγράφεται σε βαθμό πρωτόγνωρο στη μετεμφυλιακή εκλογική ιστορία.