«Αποχαιρετισμός στη γλώσσα»: Η γλώσσα έρχεται με τη γέννησή μας. Στην αρχή ακατανόητη για τους άλλους –μέχρι που, σιγά σιγά, η δύναμη της πλειοψηφίας επικρατεί. Σύντομα χρησιμοποιούμε λέξεις ήδη «κατασκευασμένες», για να εκφράσουμε όμως σκέψεις και απόψεις προσωπικές. Ωσπου δηλαδή να καταλήξουμε στις «παλίνδρομες και επουσιώδεις εκφράσεις της δικής μας εξουσίας του λέγειν» (Μορίς Μερλό-Ποντί, «Η πρόζα του κόσμου»), και, κατόπιν αυτού, να επιστρέψουμε στη γλώσσα. Για να την αποδομήσουμε. Οπου, προφανώς, τα κίνητρά μας μπορεί να είναι τόσο σοβαρά όσο και ελαφρότατα: ένα λεκτικό καλαμπούρι μπορεί και να σε ξεράνει στο γέλιο, αγνοώντας προκλητικά γραμματικούς κανόνες και πολιτιστικές διδαχές.

Από γλώσσες, βέβαια, έχουμε αρκετές. Υπάρχει η γλώσσα του σώματος, ο κώδικας μορς, η νοηματική γλώσσα και, σε κάποιον βαθμό, η μουσική. Χρειάστηκε όμως να περάσουν χιλιάδες χρόνια ούτως ώστε να εφευρεθεί μία και μόνη γλώσσα που να «δαμάσει» όλες τις προαναφερθείσες, μα και αυτές που γεννήθηκαν στη συνέχεια (όπως είναι, για παράδειγμα, ο κώδικας μηχανής των ηλεκτρονικών υπολογιστών). Αυτό το μαγικό κόλπο το πετυχαίνει (ακόμη) ο κινηματογράφος. Τον οποίο αφομοίωσε μέχρι το μεδούλι του ο πάπας της Νουβέλ Βαγκ Ζαν Λικ Γκοντάρ και αποδομεί με αφοσίωση (και αγάπη) μέχρι σήμερα.

Με τον «Αποχαιρετισμό στη γλώσσα» (τίτλος που προκαλεί μια συνειρμική μελαγχολία –ο Γκοντάρ είναι ήδη 84 ετών και όταν πεθάνει μαζί του θα χαθεί και ένα μεγάλο κομμάτι του σινεμά που αγάπησα) ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί το φιλμικό συντακτικό που ανέπτυξε την περίοδο της ομάδας Τζίγκα Βερτόφ, για να θέσει τα δικά του ερωτήματα απέναντι στον πολιτισμό, στη φύση, στον πόλεμο, μα και στις σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών, προσπαθώντας(;) να απαντήσει όχι τόσο στο πώς επικοινωνούν αλλά στο γιατί. Οι προβλέψεις του για το μέλλον, αποκαρδιωτικές.

Και όμως, «αυτή δεν είναι μια θλιβερή ιστορία» –τουλάχιστον έτσι ισχυρίζεται ο αφηγητής μας, σε φωνή off. Γιατί μέσα από τη διαρκώς αυτοαποσυντιθέμενη ερωτική ιστορία ενός άνδρα, μιας γυναίκας και ενός σκύλου (με τρισδιάστατες εικόνες, στημένες με ψίχουλα, έτη φωτός μακριά από τις αντίστοιχες χολιγουντιανές), ο «Αποχαιρετισμός στη γλώσσα» κοντοστέκεται περήφανα ανάμεσα στον διαλεκτισμό και στην παιδική επιθυμία για καταστροφή. Οι υπόλοιποι ψωνίζουν από τα κατεψυγμένα.

Βαθμοί: 8

Εσθονικό διαμάντι

«Μανταρίνια»: Γεωργία, 1992, κοντά στα σύνορα. Ο πόλεμος μαίνεται κι ένας εσθονός ξυλουργός περιθάλπει δύο βαριά τραυματισμένους από αντίπαλα στρατόπεδα. Ο ένας μισθοφόρος Τσετσένος και ο άλλος Γεωργιανός. Στο κενό σημείο ανάμεσα στο γέλιο και τον σπαραγμό, τούτο εδώ το (υποψήφιο για ξενόγλωσσο Οσκαρ) φιλμ από την Εσθονία επικεντρώνεται στους ήρωες και όχι στα αντιπολεμικά μηνύματα. Εδώ κρύβεται και η μεγάλη του ανθρωπιστική αξία.

Βαθμοί: 8

Περιπέτεια της Ντίσνεϊ

«Η χώρα του Αύριο»: Τι θα μπορούσε να αλλάξει την καταστροφική ρότα της ανθρωπότητας; Ενα κορίτσι – θαύμα, ένας αποκαρδιωμένος επιστήμονας (ο Τζορτζ Κλούνι) και μια έφηβη συμμαχούν ανακαλύπτοντας ένα παράλληλο Σύμπαν σε ένα εντυπωσιακό οπτικά φιλμ, ιδανικό για μικρούς θεατές. Το σενάριο, χαοτικό – βλέποντάς το όμως αισθάνθηκα κάτι από εκείνο το αφελές δέος που με περίμενε στο Σινεάκ της προεφηβικής μου ηλικίας.

Βαθμοί: 5

Τρυφερό, βραζιλιάνικο

«Με την πρώτη ματιά»: Ενας τυφλός έφηβος αναβάλλει τα σχέδιά του για σπουδές στο εξωτερικό όταν γνωρίζεται καλύτερα με τον Γκάμπριελ, το καινούργιο παιδί της πόλης, σε μια ευαίσθητη δουλειά πάνω στην αναζήτηση της ερωτικής ταυτότητας. Ευτυχώς, παρά την τρυφεράδα, το βραζιλιάνικο αυτό δράμα δεν χάνει ποτέ τις αιχμές του. Κρίμα που κυκλοφορεί έτσι, σχεδόν «στη ζούλα».

Βαθμοί: 6

Αγγαρεία σκέτη

«Το πνεύμα του κακού»: Ενα στοιχειωμένο σπίτι πρωταγωνιστεί και σε αυτό το ριμέικ της μεγάλης εμπορικής επιτυχίας των Στίβεν Σπίλμπεργκ και Τομπ Χούπερ και, ειλικρινά, λόγος δεν υπήρξε. Πλην του οικονομικού. Κάτι σαν ανανέωση άδειας δηλαδή – και ίσως ακόμα πιο άχαρο.

Βαθμοί: 2

Δεν θέλω, ευχαριστώ

«Θέλεις ή δεν θέλεις;»: Δυο σεξομανείς (Σοφί Μαρσό και Πατρίκ Μπριέλ) καταπολεμούν τις ερωτικές τους τάσεις και κατακτούν την αγάπη. Παρά τις πιπεράτες υποσχέσεις, η ταινία είναι όσο συντηρητική ακούγεται, και είναι κρίμα.

Βαθμοί: 1

Φεμινιστικός θρίαμβος!

«Καυτή καταδίωξη»: Μια ασεξουαλική μπατσίνα προσπαθεί να προστατεύσει την εντελώς σέξι χήρα ενός βαρόνου ναρκωτικών. Είναι ζήτημα αν είδα μια πιο κακοσκηνοθετημένη ταινία φέτος, και συμπεριλαμβάνω και όλες τις ελληνικές. Κι όμως, τούτο εδώ το έκτρωμα με Ριζ Γουίδερσπουν και Σοφία Βεργκάρα είχε σουξέ.

Βαθμοί: 0

Sorry, ήμασταν Κάννες

Στην «Τρελή αγάπη»:, ένας βερολινέζος ποιητής του ρομαντισμού που προετοιμάζει την αυτοκτονία του συμμαχεί με μια θαυμάστριά του, η οποία πάσχει από ανίατη ασθένεια. Αποθεωτικές οι κριτικές, κρίμα που δεν προλάβαμε την προβολή του. Το ίδιο ισχύει και για το «Ο νόμος της σιωπής», με τον Γιούαν ΜακΓκρέγκορ στον ρόλο ενός επικίνδυνου βαρυποινίτη. Βγαίνει τέλος και το σουηδικό «Ο εκατοντάχρονος που πήδηξε από το παράθυρο κι εξαφανίστηκε», βασισμένο στο ομώνυμο best-sellet. Ο τίτλος με παραπέμπει στον Ρόι Αντερσον.