Αυτή η ιστορία ξεκινάει στις θάλασσες. Εκεί όπου κάποτε συναγωνίζονταν σε πλόες ένας σμυρνιός καραβοκύρης κι ένας Αθηναίος (με καταγωγή από τη Λακωνία). Υστερα από χρόνια πάλης με τα κύματα της ναυτιλίας, της βιομηχανίας και των επενδύσεων, ονόματα πια μεγάλα στη διεθνή Μονόπολη του χρήματος και της ισχύος, με την αναχώρησή τους από αυτό τον κόσμο άφησαν πίσω τους δύο στιβαρά ιδρύματα: Το Κοινωφελές Ιδρυμα Αλέξανδρος Ωνάσης και το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος.
Και τα δύο –με επίσημη έδρα στις Βερμούδες και στο Λίχτενσταϊν αντίστοιχα –άρχισαν μεθοδικά να ανεβαίνουν από το θαλάσσιο μέτωπο της Αθήνας (όπου τοποθετείται και το επιχειρηματικό κέντρο του Ωνασείου) προς το ιστορικό κέντρο, διαγράφοντας τα τελευταία χρόνια στην ελληνική πρωτεύουσα έναν νέο άξονα που έχει να κάνει με τον πολιτισμό. Και όχι απλώς δεν ανταγωνίζονται, όπως οι ιδρυτές τους, αλλά συμπλέουν –πριν από λίγο μόλις καιρό, με πρωτοβουλία του Ιδρύματος Ωνάση, συναντήθηκαν όλα τα περί της Συγγρού ιδρύματα, συν το Μουσείο Ακρόπολης, για να ενώσουν δυνάμεις και να συνεργαστούν, διαμορφώνοντας τη «νέα πολιτιστική περιοχή», όπως λένε στα «ΝΕΑ» η αναπληρώτρια διευθύντρια της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών (του Ιδρύματος Ωνάση) Αφροδίτη Παναγιωτάκου, σύζυγος πλέον του προέδρου Αντώνη Παπαδημητρίου, και η διευθύντρια του Ιδρύματος Εφη Τσιότσιου.

Αν κοιτάξει κάποιος από ψηλά αυτό τον άξονα που συμπίπτει με τη Λεωφόρο Συγγρού θα του θυμίσει Μονόπολη. Το επιτραπέζιο παιχνίδι με τις ιδιοκτησίες, εξαγορές, πωλήσεις σε ένα ταμπλό με παίκτες, κινήσεις, ακόμη και μπλόφες, με στόχο τη νίκη. Δεν είναι τυχαίος ο παραλληλισμός. Ούτε η επένδυση – δωρεά προς το ελληνικό Δημόσιο του Ιδρύματος Νιάρχου, ύψους 566 εκατ. ευρώ, σε ένα παραλιακό φιλέτο που επί χρόνια παρέμενε αναξιοποίητο και η αξία του εκτιμάται ακόμη και στις ζοφερές για την αγορά ακινήτων ημέρες μας σε πάνω από ένα δισ. ευρώ (αν και η αξία συναρτάται με την επένδυση, όπως παρατηρούν γνώστες της κτηματομεσιτικής αγοράς, και το Δημόσιο κρατά τύποις την επικαρπία). Ας μείνουμε στον άξονα. Οχι στη Συγγρού. Στον πολιτισμό. «Στρατηγέ, τι γύρευες στη Λάρισα, εσύ ένας Υδραίος;» αναρωτιόταν στον υπερρεαλιστικό «Μπολιβάρ» του ο Νίκος Εγγονόπουλος. Εν προκειμένω, τι γυρεύουν τα ιδρύματα ενός σμυρνιού και ενός αθηναίου καραβοκύρη στον πολιτισμό; Πώς και γιατί λειτουργούν ως δώρα φέροντες προς το Δημόσιο και την ελληνική κοινωνία;

Ξεκινώντας, θα πρέπει να θυμηθούμε ότι και οι δύο διακρίθηκαν στη συλλογή έργων τέχνης, πόσω μάλλον τα ιδρύματα – κληρονόμοι τους, πιστά στις επιταγές τους. Σε μια εποχή που ακριβώς αυτή η πολιτιστική δραστηριότητα προσελάμβανε διαστάσεις διεθνούς επένδυσης και το χρηματιστήριο της τέχνης τραβούσε την ανηφόρα και μάλιστα κατακόρυφα.

Αφορολόγητες χορηγίες

Εκείνο που στην πραγματικότητα γυρεύουν σήμερα πλέον και ύστερα απ’ όλα αυτά είναι, όπως λένε, να υλοποιήσουν κοινωφελές έργο κατά τις επιταγές των απελθόντων ιδρυτών τους. Γι’ αυτό άλλωστε οι δωρεές και οι χορηγίες παρέμειναν, κόντρα σε αντιδράσεις και με όλες τις κυβερνήσεις, αφορολόγητες. Κάτι που είχε φροντίσει να αξιοποιήσει στο έπακρον στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (σύμπτωση: το δάνειο για την κτιριακή του ολοκλήρωση, το οποίο αποπληρώνει το ελληνικό Δημόσιο, είναι αριθμητικά ανάλογο με τη δωρεά του Ιδρύματος Νιάρχου, ήτοι το Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος στο Φάληρο) και ο μαικήνας τέχνης που προηγήθηκε των δύο, Χρήστος Λαμπράκης, ώστε στην πολιτιστική δωρεά η φορολόγηση να μην αποτελεί αντικίνητρο και να προσελκύονται χορηγίες και από άλλους επιχειρηματικούς μαικήνες που επιθυμούν να επιδείξουν πιο «κοινωνικό πρόσωπο». Αλλωστε στην περίπτωση της σύμβασης του Δημοσίου για το Κέντρο Πολιτισμού αναφέρεται ρητά: «Ο Οργανισμός απολαύει όλων των ατελειών και προνομίων του Δημοσίου».

Στην περίπτωση και των δύο ιδρυμάτων μιλάμε για έργο πολιτιστικό και εκπαιδευτικό. Με παράλληλες χορηγίες δράσεων και φορέων –στην περίπτωση του Ιδρύματος Νιάρχου κυρίως σε επίπεδο βιβλιοθηκών, μουσικών σχολείων και επιστημονικών έργων και από το 1996 1,23 δισ. ευρώ σε 3.020 μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς σε 111 χώρες. Και με άξονα τον πολιτισμό και την εκπαίδευση (μια μορφωτική πρωτοβουλία είχε ξεκινήσει με το Ιδρυμα Λαμπράκη) σε γειτονιές, την ειδική αγωγή κ.ά. από πλευράς του Ιδρύματος Ωνάση (στα 40 χρόνια λειτουργίας του), πέρα από την ψηφιοποίηση του Αρχείου Καβάφη και της Βιβλιοθήκης Στάικου, τους 6.000 υποτρόφους, τη στήριξη εδρών Νεοελληνικών Σπουδών καθώς και διαλέξεων καθηγητών σε μεγάλα πανεπιστημιακά ιδρύματα της υφηλίου.

Επιζητούν, όμως, και να ελέγξουν έτσι τον πολιτισμό ή μόνο να του παρέχουν στέγη; «ΤΑ ΝΕΑ» ζήτησαν να πάρουν απάντηση και από το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος και βρέθηκαν ενώπιον των Γιώργου Αγουρίδη, προέδρου του ΔΣ της Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος ΑΕ, Γιάννη Τροχόπουλου, διευθύνοντος συμβούλου, Ελλης Ανδριοπούλου, διοικητικής διευθύντριας του Κέντρου Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, Πάνου Παπούλια, αναπληρωτή γενικού διευθυντή Προγραμμάτων και Στρατηγικής του Ιδρύματος Νιάρχου, Λένας Βλαβιανού, διευθύντριας Επικοινωνίας, και Αννας – Μαρίας Κοσμόγλου, συντονίστριας Δωρεών Τεχνών και Πολιτισμού του Ιδρύματος, οι οποίοι διασαφήνισαν μια σειρά ερωτηματικών. Αντιμετωπίζοντας ακόμη και τη σεναριολογία που καλλιεργείται στον χώρο των ανθρώπων των τεχνών για τον «υπερτοπικό πόλο πολιτισμού». Με δυο λόγια, ξεκαθάρισαν ότι η μόνη ανάμειξη του Ιδρύματος Νιάρχου στο ΔΣ του Κέντρου Πολιτισμού, γιγάντιου έργου που αναμένεται να ολοκληρωθεί σε 170 στρέμματα στο Δέλτα Φαλήρου έως την άνοιξη του 2016, αφορά μόνο τη φάση υλοποίησης. Οταν το έργο (που υλοποιείται από την κοινοπραξία της ΤΕΡΝΑ με την ιταλική Impregilo) παραδοθεί –με περιθώριο δύο μηνών για τις διαδικασίες από το Δημόσιο –και μετακινηθούν από το ιστορικό κέντρο της Αθήνας στο φαληρικό Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος οι δύο εθνικοί θεσμοί που θα φιλοξενηθούν, ήτοι η Εθνική Βιβλιοθήκη και η Εθνική Λυρική Σκηνή, με ορίζοντα έως οκτώ επιπλέον μηνών, στην επόμενη φάση ή φάση λειτουργίας κατά τη σύμβαση, το Ιδρυμα Νιάρχου θα αποσυρθεί από το ΔΣ του Οργανισμού που θα διοικεί ολόκληρο το Κέντρο Πολιτισμού. Τα ηνία θα αναλάβει το Δημόσιο (ήτοι τα αρμόδια υπουργεία), με τουλάχιστον τέσσερα μέλη διορισμένα στο επταμελές ΔΣ. Εως τρία –αλλά τουλάχιστον δύο –μέλη του θα προέρχονται, σύμφωνα με τη σύμβαση που έχει υπογραφεί, από την Εθνική Βιβλιοθήκη και τη Λυρική Σκηνή.

Από την πλευρά τους, πάντως, τα στελέχη του Ιδρύματος Νιάρχου και του Οργανισμού του Κέντρου Πολιτισμού, που στον σχεδιασμό φέρει την υπογραφή του ιταλού αρχιτέκτονα Ρέντσο Πιάνο, επέμειναν μέχρι να γίνει ξεκάθαρο ότι δεν θα έχουν καμία ανάμειξη όταν ουσιαστικά από τις αρχές ή μέσα του 2017 θα ξεκινήσει η δοκιμαστική λειτουργία του Κέντρου Πολιτισμού. Βεβαίως, η σύμβαση Ιδρύματος Νιάρχου – Δημοσίου, όπως κυρώθηκε στο ΦΕΚ Α’ 138/07-08-2009 του υπουργείου Οικονομικών, έχει προβλέψει ότι όσα τυχόν άτομα προσληφθούν ή όσες συμβάσεις –π.χ. με εταιρείες καθαρισμού, φύλαξης κ.λπ. –συναφθούν στη (σημερινή) φάση υλοποίησης θα πρέπει να διατηρηθούν για πέντε χρόνια και από το ελληνικό Δημόσιο. Το οποίο θα αναλάβει πλήρως τη χρηματοδότηση και των δύο εθνικών θεσμών, αλλά και του Οργανισμού του Κέντρου Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, που θα φιλοξενεί την Εθνική Βιβλιοθήκη σε 22.000 τ.μ. και τη Λυρική Σκηνή σε 28.000 τ.μ., κάτω από ενεργειακά στέγαστρα. Οπως θα αναλάβει και τη συντήρηση των κτιρίων και του χώρου, αλλά και τη διατήρηση του μεθοδικά σμιλεμένου, με 1.500 δέντρα και περισσότερους από 350.000 θάμνους, πράσινου πνεύμονα με το Υδάτινο Κανάλι στο Φάληρο. Οι υπεύθυνοι του Ιδρύματος Νιάρχου δήλωσαν στα «ΝΕΑ» ότι βρίσκονται σε συνεννοήσεις με την αρμόδια Κυβερνητική Επιτροπή ώστε ο αριθμός όσων προσληφθούν και των συμβάσεων που θα συναφθούν και θα πρέπει να διατηρηθούν για πέντε χρόνια να είναι ο κατά το δυνατόν μικρότερος και να διαμορφωθεί, όσο γίνεται, σε συνεννόηση με το Δημόσιο που θα χρεωθεί στη συνέχεια τις όποιες επιλογές. Οι ίδιοι δεν επιβεβαίωσαν καμία επιλογή –ούτε τη φημολογούμενη του Γιώργου Λούκου, διευθυντή του Φεστιβάλ Αθηνών –σε θέση διοίκησης του Οργανισμού του Κέντρου Πολιτισμού, επιμένοντας ότι ακόμη συζητούν πρόσωπα με την Κυβερνητική Επιτροπή.

Αξιοποίηση ΕΣΠΑ

Η πολιτιστική πολιτική που ασκούν στον άξονα της Μονόπολης του πολιτισμού κατά μήκος της Συγγρού θα υποκαταστήσει εκείνη του Δημοσίου; «Σε καμιά περίπτωση. Τη συμπληρώνουμε και την ενισχύουμε» απαντούν οι κυρίες Παναγιωτάκου και Τσιότσιου από το Κοινωφελές Ιδρυμα Αλέξανδρος Ωνάσης και τη (γιγάντια επίσης) Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, που χτίστηκε πριν από έξι χρόνια στη Συγγρού. Εναν «δρόμο ουσιαστικά κατεστραμμένο» από την ταχεία κυκλοφορία, όπως υποστηρίζουν πολεοδόμοι και άνθρωποι του πολιτισμού. Η Στέγη, προσπαθώντας να διεμβολίσει ευρύτερο κοινό, λειτουργεί ένα «χειμερινό Φεστιβάλ Αθηνών», όπως το έχουν χαρακτηρίσει (δεν αναφέρεται αυτό στη συμμετοχή του διευθυντή του Φεστιβάλ στο διοικητικό και γνωμοδοτικό δυναμικό της πολιτιστικής ναυαρχίδας του Ιδρύματος Ωνάση), με τέτοια πληθώρα, πλούτο και πολυμορφία εκδηλώσεων που ίσως δύσκολα μπορεί κάποιος να παρακολουθήσει στο σύνολό τους. Η χρηματοδότηση πάντως γίνεται από κεφάλαια του Ιδρύματος, χορηγίες (χάρη και στη διατήρηση ακόμη της φορολογικής ελάφρυνσης) και στο πλαίσιο κοινοτικών κονδυλίων (ΕΣΠΑ), τα οποία γνωρίζοντες επιμένουν ότι ελέγχονται «σαν να είναι ελληνικό Δημόσιο» επί του προγράμματος που προτείνεται. Δεν είναι τυχαίο και εδώ ότι ένα από τα πρώτα ΕΣΠΑ που αξιοποιήθηκαν ήταν προς την κατεύθυνση της Ακαδημίας Πλάτωνος (με τη δράση «Διάλογοι»). Αρχαιολογική, σε επίπεδο συλλογής ή έκθεσης, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο παράρτημα του Ιδρύματος Ωνάση στη Νέα Υόρκη και αλλού, ήταν η κατεύθυνση που είχε δώσει ο ιδρυτής.

Τα «όχι» της Κομισιόν

Την ίδια ώρα όμως αρκετοί παρατηρούν ότι, εστιάζοντας –και οικονομικά –τα τελευταία αυτά χρόνια στο πολιτιστικό έργο της Στέγης, το Ιδρυμα Ωνάση άφησε στα χέρια του Δημοσίου, ενταγμένη στο ΕΣΥ, την ανάπτυξη του γιγάντιου επίσης Ωνάσειου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου, που κρατούσε με ζέση ο ένας της τριανδρίας εκτελεστών στη διαθήκη του Αριστοτέλη Ωνάση, Απόστολος Ζαμπέλας (οι άλλοι δύο ήταν ο Στέλιος Παπαδημητρίου και ο Παύλος Ιωαννίδης), άλλοτε βασικός συνεργάτης του σμυρνιού εφοπλιστή στην Ολυμπιακή Αεροπορία. Μιλάμε για ένα Κέντρο που λειτουργεί ήδη 22 χρόνια, μετρά πάνω από 650.000 επισκέψεις ασθενών, όταν είχε αναδειχθεί σε πόλο ανάπτυξης ενός είδους ιατρικού τουρισμού στην Αθήνα. Βέβαια, όπως αποσαφήνισαν οι εκπρόσωποί του, το Ιδρυμα Ωνάση συνεχίζει να το στηρίζει. Αλλο αν διοικητικά προβλήματα του δημόσιου πλέον Καρδιοχειρουργικού Κέντρου μπορεί να αμαυρώνουν κατά τι την εικόνα.
Η προσπάθεια και των δύο παικτών στη Μονόπολη του πολιτισμού και της Συγγρού (που συνδέεται, κατά κάποιον τρόπο, και με το αναμενόμενο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και με το Ιδρυμα Ευγενίδου – Πλανητάριο) να επεκταθούν σε πιο κοινωνικά έργα, ο ένας προς το ιστορικό κέντρο της Αθήνας και ο δεύτερος προς το θαλάσσιο μέτωπο του Φαλήρου, μέσω κοινοτικού ΕΣΠΑ για την περίοδο 2014-2020 (συνολικής δημόσιας δαπάνης 5,2 δισ. ευρώ), με προϋπολογισμό 110 και 230 εκατ. ευρώ αντιστοίχως, όπως έχει δημοσιευθεί, ήρθε αντιμέτωπη με το πρώτο «όχι» συγχρηματοδότησης από την Κομισιόν τον Νοέμβριο, όπως αποκάλυψε «Το Βήμα της Κυριακής». Τα έργα κρίθηκαν ως «διακοσμητικά και περιττά» στη δύσκολη οικονομικά περίοδο. Μιλάμε για ευρύτερη ανάπλαση του ιστορικού κέντρου που περιελάμβανε και την πολυσυζητημένη πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου, στο πλαίσιο του προγράμματος Rethink Athens, το οποίο προβλήθηκε από το Ιδρυμα Ωνάση, συζητήθηκε, αποδομήθηκε από πολεοδόμους, επικροτήθηκε από άλλους, δίχασε, χαρακτηρίστηκε ως «περιττό» από την Κομισιόν και –απουσία και διαθέσιμων εθνικών πόρων –προς στιγμήν έμεινε κενό γράμμα. Οι εκπρόσωποι του Ιδρύματος Ωνάση θεωρούν το Rethink Athens ως ευρύτερο σχέδιο κόντρα «στην προαστιακή αστυφιλία» –στο οποίο τους ζητήθηκε η συνδρομή από την ίδια την πολιτεία, το 2010 –βασισμένο σε ερευνητικό πρόγραμμα από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Εκτιμούν δε ότι το «όχι» αφορούσε την πρώτη διαβούλευση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή μετά την παρουσίαση του φακέλου της πρότασης, για την οποία «ίσως δεν είχε γίνει σωστή τεκμηρίωση». Αλλωστε, αποκαλύπτουν ότι είναι ήδη έτοιμο νομοσχέδιο που θα υποβληθεί σύντομα.

Αντίστοιχη μοίρα είχε, στην Κομισιόν, το πρόγραμμα ανάπλασης 750 στρεμμάτων στο θαλάσσιο μέτωπο και στον όρμο του Φαλήρου για συγχρηματοδότηση από το Ιδρυμα Νιάρχου, στο πλαίσιο του ίδιου ΕΣΠΑ. Στην περίπτωση αυτή φέρεται να συμπαρασύρθηκε και συγκοινωνιακή μελέτη για την πρόσβαση με μέσο σταθερής τροχιάς (μετρό) στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, έργο που απαιτεί έτσι κι αλλιώς χρόνια. Αλλωστε η Κομισιόν έκρινε ως προτεραιότητα τη χρηματοδότηση της γραμμής 4 του μετρό και την ολοκλήρωση οδικών αξόνων (αν και το αρμόδιο υπουργείο υποστήριξε ότι για το έργο «συνεχίζεται η διαδικασία ωρίμασης», ώστε μαζί με το Rethink Athens να υποβληθούν ξανά σε διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή).

Οι υπεύθυνοι του Ιδρύματος Νιάρχου επιβεβαίωσαν ότι δεν είναι λυμένο το συγκοινωνιακό ζήτημα με μέσο σταθερής τροχιάς τουλάχιστον, σε αυτήν τη φάση, υποστήριξαν ότι υπάρχουν άλλες συγκοινωνιακές μελέτες και ότι η πρόσβαση –πέρα από τα ΙΧ, σε πάρκινγκ 1.000 θέσεων –θα μελετηθεί σύντομα, ώστε να γίνεται με λεωφορεία από το Σύνταγμα και τον σταθμό Συγγρού – Φιξ του μετρό.
Το άλλο ερώτημα είναι ποιος θα πληρώσει τη μετακίνηση των θησαυρών της ελληνικής Ιστορίας από την Εθνική Βιβλιοθήκη (κάπου ένα εκατ. πολύτιμοι τόμοι) και τη μετακόμιση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος σε έναν χρόνο. Η απάντηση από την πλευρά του Ιδρύματος Νιάρχου είναι 5 εκατ. ευρώ για καθένα από τους εθνικούς οργανισμούς, σε συνδυασμό με προγράμματα επιμόρφωσης υπαλλήλων στα νέα δεδομένα που θα φέρει η μετακίνηση –ένα από αυτά είναι η δημόσια δανειστική βιβλιοθήκη 7.000 τ.μ. –στο κτίριο φιλοξενίας. Από την πλευρά του το ελληνικό Δημόσιο και η κυβέρνηση, που διά στόματος του αναπληρωτή υπουργού Πολιτισμού Νίκου Ξυδάκη έχει αρκετές φορές διαδηλώσει ότι δεν υπάρχουν χρήματα, επισημαίνουν σιβυλλικά: «Το υπουργείο, ανταποκρινόμενο στις υποχρεώσεις του, θα συμβάλει στο έργο της μετακόμισης στο μέτρο των δυνατοτήτων του». Βέβαια, ο διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης Φίλιππος Τσιμπόγλου θεωρεί ότι θα απαιτηθούν άλλα 5 εκατ. ευρώ.

Το επόμενο Σάββατο:Οι αντιρρήσεις για το γιγάντιο έργο, εκθέσεις που έχουν μείνει στα χαρτιά καιτο μεγαλύτερο ερώτημα:πώς ένα Δημόσιο,σε οικονομική στενότητα,θα σηκώσει το κόστοςμιας μεγάλης δωρεάς