Είναι σαν να αλλάζει εντελώς το σκηνικό. Εντελώς όμως. Σαν να μιλάμε για άλλον τόπο. Εννοώ το πώς είναι ένας «δημοφιλής πασχαλινός προορισμός» πριν και αμέσως μετά τις διακοπές του Πάσχα. Μιλάω εκ πείρας αφού το νησί από το οποίο κατάγομαι, η Σύρος (Σύρα για τους ντόπιους), είναι ένας από αυτούς τους δημοφιλείς προορισμούς. Δηλαδή, δεν ήταν πάντα. Τα τελευταία χρόνια έγινε. Εως και τη δεκαετία του 1990 ήταν ένας τόπος που τον σνόμπαραν οι «εκδρομείς» και τους σνόμπαρε και αυτός. Δεν έχει τις σούπερ παραλίες, ούτε ταιριάζει απόλυτα με την κλασική κυκλαδίτικη καρτ ποστάλ, ούτε είναι αυτό που ο ποιητής περιγράφει ως «τα σπίτια πιο λευκά στου γλαυκού το γειτόνεμα».

Εκεί γύρω στο 2000 έγινε κάτι (νομίζω ότι συνέβαλαν σε αυτό και τα ζωντανά σόου από τη Σύρο της Ρούλας Κορομηλά και κάποια σίριαλ που γυρίστηκαν εκεί, από την «Αίθουσα του θρόνου» έως το «Κλείσε τα μάτια» του Παπακαλιάτη). Μέσα σε δύο τρία χρόνια, αυτά που λέγαμε μεταξύ μας εμείς, οι κάπως επηρμένοι με τον τόπο μας Συριανοί, έγιναν τουριστικά σλόγκαν. Και να η «απαράμιλλη αρχοντιά», και να τα «νεοκλασικά αρχοντικά της Ερμούπολης», και να τα καινούργια (επινοημένα δηλαδή) ήθη και έθιμα, μέχρι που απομακρυσμένα και «αδέσποτα» σημεία του νησιού απέκτησαν όνομα και ταυτότητα. Και άρχισαν να αναπτύσσονται, έστω και υποτυπωδώς, οι ανύπαρκτες έως τότε τουριστικές υποδομές.

Αυτό που έγινε όμως το φετινό Πάσχα ήταν πρωτοφανές. Δεν θα πω αριθμό επισκεπτών διότι ούτε καν το Λιμεναρχείο είχε, ως χθες, επίσημα νούμερα και αυτά που άκουγα από τους ντόπιους μού φάνηκαν κάπως υπερβολικά (το ‘χουμε στη Σύρο με την υπερβολή), αλλά στο νησί έγινε το αδιαχώρητο. Για παράδειγμα, τη Μεγάλη Παρασκευή υπάρχει το έθιμο να συναντιούνται οι επιτάφιοι των τριών μεγάλων εκκλησιών της Ερμούπολης στην Πλατεία Μιαούλη. Οσο κόσμο και να είχε, τα προηγούμενα χρόνια μπορούσες, κάποια στιγμή, να δεις αυτή την εντυπωσιακή, ομολογουμένως, σύναξη των Επιταφίων. Εφέτος ήταν αδύνατον ακόμη και για μένα που ξέρω τις «τρύπες» πρόσβασης. Μια «θάλασσα» από υψωμένα κινητά έβλεπες, που κι αυτά μόνο τις ψαλμωδίες κατέγραφαν. Στις οθόνες τους έβλεπα τις οθόνες των μπροστινών τους, που και αυτοί κατέγραφαν τις οθόνες των δικών τους μπροστινών. Θα έπρεπε να είχα μυριστεί τι θα γινόταν αφού από την είσοδο στο κέντρο της πόλης η Τροχαία απαγόρευε τη διέλευση των αυτοκινήτων.

Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου πήγα σε ένα από τα ζαχαροπλαστεία της πόλης (μπόλικα τα έχουμε κι αυτά) να αγοράσω παγωτίνια. Δεν ήταν μόνο το αδιαχώρητο και η ουρά που έφτανε στον δρόμο. Ηταν και ένας υπάλληλος που μοίραζε χαρτάκια προτεραιότητας. Οταν εδέησα να μπω στο μαγαζί, η βιτρίνα με τα παγωτίνια ήταν άδεια. Πάλι καλά, με είδε η ιδιοκτήτρια που με ξέρει από μωρό παιδί, μου έκανε κάτι νοήματα να πάω στην πίσω πόρτα και από ‘κεί μου έδωσε ένα κουτί με παγωτίνια, λέγοντάς μου να προσέχω μη με δουν οι άλλοι και πέσουν να τη φάνε.

Για εστιατόρια και ταβέρνες δεν συζητώ. Από τη Μεγάλη Τρίτη είχαν βγάλει ανακοίνωση ότι είναι φουλ από ρεζερβέ όλες τις ώρες και όλες τις μέρες έως τη Δευτέρα του Πάσχα. Τηλεφωνούσα σε μια φίλη που έχει εστιατόριο για να της πω «χρόνια πολλά» και δεν απαντούσε. Με πήρε εκείνη, την Τρίτη του Πάσχα πια, να μου πει ότι δεν το σήκωνε διότι φοβόταν μην της ζητήσω τραπέζι και έρθει σε δύσκολη θέση.

The day after

Ολα αυτά έως την Τρίτη του Πάσχα. Ηδη από το απόγευμα, λες και επρόκειτο για άλλο νησί. Μέχρι να φύγει και το τελευταίο πλοίο, οι δρόμοι είχαν αδειάσει. Στις καφετέριες άντε να είχαν ξωμείνει δυο τρεις παρέες και στην ταβέρνα που πήγαμε το βράδυ – από τις πιο δημοφιλείς – έτρωγε ένα ακόμη ζευγάρι. Η Σύρος ξαναγύριζε στις εργοστασιακές της ρυθμίσεις.

Τι είναι αυτή η ανάγκη για φευγιό ακόμη και σε καιρούς οικονομικής δυσπραγίας; Το διονυσιακό του ελληνικού ταμπεραμέντου; Το «βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος»; Το «μια ζωή την έχουμε»; Το «για αύριο έχει ο Θεός»; Ας μην γκρινιάζω. Ο,τι και να ‘ναι, για καλό είναι.