Οι περαστικοί που καμιά δουλειά δεν έχουν με το σινεμά και που στα μάτια μας πλέον φαντάζουν οι πιο υγιείς άνθρωποι στον κόσμο προσπαθούσαν να καταλάβουν προς τι όλος αυτός ο χαμός έξω από το Παλέ ντε Σινεμά (Palais Du Cinema) χθες το βράδυ. Οι δρόμοι κλειστοί, οι υποψήφιοι θεατές με το εισιτήριο ή τις κάρτες διαπίστευσης στο χέρι –λες και κρατούσαν λαμπάδες –άνετα έφταναν τους τρεις χιλιάδες. Και από σταρ, ούτε μυρωδιά. Προς τι λοιπόν όλο αυτό το πολεμικό σκηνικό; Απλό: Μυρίστηκαν σεξ και ήρθαν.
Ο Γκασπάρ Νοέ παραμένει μια αμφιλεγόμενη κινηματογραφική περσόνα. Μετά την πρώτη του ταινία, το αριστουργηματικό «Μόνος εναντίον όλων» προχώρησε στο προκλητικό –πλην όμως εμπορικά πετυχημένο –«Μη αναστρέψιμος» (όπου η Μόνικα Μπελούτσι πέφτει θύμα ξυλοδαρμού και βιασμού σε υπόγεια διάβαση) και λίγο αργότερα στο πρωτοποριακό «Into the void» (που εμείς δεν παρακολουθήσαμε ποτέ), ο αργεντινός κινηματογραφιστής προσπαθεί να διευρύνει τα όρια του μυθοπλαστικού σινεμά τόσο στη φόρμα όσο και στο περιεχόμενο.

Και γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους στήθηκα κι εγώ στην ουρά προσδοκώντας ανατίναξη θεατών. Που τελικά δεν συντελέστηκε για διάφορους λόγους.

Με διάρκεια που αγγίζει τις τρεις ώρες, το γυρισμένο σε τρισδιάστατο σινεμασκόπ «Love» αφηγείται την ιστορία του Μέρφι και της Ηλέκτρας. Ο πρώτος, φιλόδοξος νεαρός σκηνοθέτης, με αγαπημένες ταινίες το κιουμπρικό «2001, η Οδύσσεια του Διαστήματος» και το παζολινικό «Σαλό» (επίσης αγαπημένες ταινίες του ίδιου του Νοέ), φαφλατάς και ανώριμος. Η δεύτερη, εκθαμβωτικής ομορφιάς υπάλληλος στην γκαλερί του πρώην εραστή της και ζωγράφος.

Η σχέση τους, γεμάτη σκαμπανεβάσματα, αλλά μην περιμένετε πρωτοτυπίες. Δεν λέω, ο Γούντι Αλεν κάποτε είχε γράψει, σοφά, πως «η ζωή δεν μοιάζει με το σινεμά, αλλά με την κακή τηλεόραση», αλλά η αφόρητη μπαναλιτέ των μονολόγων του ήρωα και των διαφωνιών τού επί της οθόνης ζευγαριού θα ταίριαζε περισσότερο σε ελληνικό «νεανικό» σίριαλ παρά σε μια ταινία που προβάλλεται στο επίσημο πρόγραμμα των Καννών.

ΣΕΞ ΣΤΗΝ ΟΘΟΝΗ. Και το σεξ; Επειδή οι ήρωες κάνουν αδιάκοπα έρωτα επί της οθόνης. Στ’ αλήθεια. Από την αρχή μέχρι το τέλος. Με τον πιο βαρετό τρόπο: αν, κύριε μου, μου πουλάς πορνό, τουλάχιστον γίνε λίγο δημιουργικός. Τρεις ώρες ταινία γύρισες, δυο στάσεις «χαίρονται» οι πρωταγωνιστές σου, ε, βαρεθήκαμε.

Δεν λέω, πλάκα είχε εκείνο το πέος που εκσπερμάτωνε κατευθείαν στην οθόνη (επαναλαμβάνω πως η προβολή ήταν σε 3D), γελάσαμε επίσης όταν ο Μέρφι στην ερώτηση «πώς να βαφτίσουμε το παιδί μας;» απάντησε «Γκασπάρ!», αλλά το καλαμπούρι έχει ένα όριο –και δεν μας έχεις συνηθίσει σε τέτοια.

Πέραν αυτού, το «Dheepan» του έμπιστου Ζακ Οντιάρ ήταν ένα καλοκουρδισμένο δραματικό θρίλερ, με ήρωες τρεις πρόσφυγες από τη Σρι Λάνκα που φτάνουν στη Γαλλία παριστάνοντας την οικογένεια, για να συναντήσουν στα γκέτο έναν πόλεμο εξίσου σκληρό με εκείνον που άφησαν πίσω τους.

Δεν υπάρχουν καλοί μετανάστες και κακοί λευκοί εδώ: όλοι είναι ικανοί για το καλύτερο και το χειρότερο, μια αναζωογονητική δραματουργική πινελιά στα χρόνια της ασφυκτικής πολιτικής ορθότητας που σκοτώνει σιγά σιγά το αμερικανικό σινεμά.

ΤΕΛΙΚΑ ΣΤΟΙΧΗΜΑΤΑ. Οι Κάννες λοιπόν φτάνουν στο τέλος τους και ήδη ακούγονται τα πρώτα ονόματα. Κάποιοι «ψηφίζουν» τον Λάζλο Νέμες για το εκπληκτικό «Ο γιος του Σαούλ», μόνο που πρόκειται για το σκηνοθετικό του ντεμπούτο. Τελευταία φορά που δόθηκε Χρυσός Φοίνικας σε πρωτάρη ήταν το 1989 για το «Σεξ, ψέματα και βιντεοκασέτες» του Στίβεν Σόντερμπεργκ. Κάποιοι άλλοι «σπρώχνουν» τη «Νιότη» του Πάολο Σορεντίνο, που είχε φύγει χωρίς βραβείο για την «Τέλεια ομορφιά» του. Και φυσικά πολλοί μιλούν για νίκη του Γιώργου Λάνθιμου με το «Lobster». Μένει να δούμε ποιoς θα πανηγυρίσει στο τέλος. Δηλαδή την ερχόμενη Κυριακή.