Κι αν δεν ήταν το 1967 η χρονιά της επανάστασης στην παγκόσμια μουσική; Κι αν τα πρόσωπα που μπήκαν στο παγκόσμιο σύμπαν δύο χρόνια αργότερα ήταν σημαντικότερα από το Καλοκαίρι της Αγάπης; Μισόν αιώνα πίσω, ο Πόλεμος του Βιετνάμ μπήκε στην επαναστατική δισκογραφία, η ελληνικη Αποστασία έγραψε ιστορία, το «Χαμόγελο της Τζοκόντας» έφερε νέα ήθη και ο «Ζορμπάς» χόρεψε στα Οσκαρ. Μα πάνω από όλα ακούστηκαν ωραίες μουσικές. Ηταν πραγματικα το 1965 μια τόσο σημαντική χρονιά;

Τηρουμένων των συμπαντικών αναλογιών, ένα ηλιακό έτος από τις ζωές των ανθρώπων δεν πρέπει να αντιστοιχεί σε κάτι μεγαλύτερο από έναν κόκκο, μια σταγόνα ή κάτι παρόμοιο. Σημαίνει αυτό ότι τα εγκόσμια είναι ανάξια παρατήρησης; Αλίμονο, ειδικά αν πρόκειται για αφηγηματικά πυκνές περιόδους στις οποίες οι κινητήρες της Ιστορίας σαν να ανεβάζουν στροφές. Οπως τα πολυτραγουδισμένα 60s: ήταν η δεκαετία που έμοιαζε να μην αντέχει ούτε τον περαιτέρω μετασχηματισμό της μεταπολεμικής αισιοδοξίας σε κομφορμισμό, ούτε τους προέδρους και τους γενικούς γραμματείς που διαφωνούσαν πάνω από πυρηνικά για τη μοιρασιά του κόσμου, ούτε την φορντικά τακτοποιημένη καθημερινότητα ενός εργαζομένου. Οποια χρονιά τους και αν μελετούσε κανείς κατόπιν, όλο και κάτι θα διαπίστωνε για τα καμώματα του δυτικού κόσμου. Αν ερχόταν και η στιγμή που ο φανταστικός χρονοταξιδιώτης θα απείχε από το μέσον της ξακουστής δεκαετίας, μισόν ακριβώς αιώνα από σήμερα, τα πράγματα, από άποψη συμμετρίας, θα ήταν ακόμα καλύτερα.

«ΒΙΕΤΝΑΜ ΓΙΕ – ΓΙΕ». Οπως πάντως και πολλές ακόμα χρονιές στον κατά Χόμπσμποουμ αιώνα των άκρων, το 1965 δεν είχε πολλά ευχάριστα διεθνή νέα να πει. Πέραν του κοσμοναύτη Αλεξέι Λεόνοφ, του πρώτου ανθρώπου που περπάτησε στο Διάστημα ή της πρώτης εικόνας από την επιφάνεια του Αρη, με τον φακό του Mariner 4, ο Πόλεμος του Βιετνάμ παύει να τηρεί τα προσχήματα: από 23.000 στην αρχή του έτους οι αμερικανοί στρατιώτες πλησιάζουν τους 200.000 τον Δεκέμβριο, ενώ η αεροπορία τους συστήνει στους ντόπιους τις βόμβες ναπάλμ. Οι ΗΠΑ στηρίζουν και ένα σωρό χούντες στον πλανήτη (στον Αγιο Δομήνικο, στο Κονγκό, στην Αλγερία) ή απλώς σφαγές κομμουνιστών (όπως στην Ινδονησία), τη στιγμή που στο εσωτερικό τους είτε φλέγονται εξαιτίας του φυλετικού μίσους είτε επιτρέπουν αντιρατστιστικές πορείες με επικεφαλής τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ κατευθυνόμενες από τη Σέλμα στο Μοντγκόμερι. Στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, η ευρωπαϊκή οικογένεια κλονίζεται από μια πρώιμη γαλλογερμανική αντίθεση. Αρκετά αναλικότερα, η Ινδία και το Πακιστάν συγκρούονται για το Κασμίρ.

ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΣ ΝΤΙΛΑΝ. Εστω κι έτσι ή ίσως ακριβώς λόγω των παραπάνω, για κάποιον λόγο που μεταξύ άλλων θα αντιλαμβανόταν και ο Μπομπ Ντίλαν, δηλώνοντας αργότερα ότι «τα 50s μάλλον έληξαν το 1965», η χρονιά, περισσότερο ίσως από οτιδήποτε άλλο ήταν σημαντική για τη μουσική: ίσως φταίει που ο ίδιος ο Ντίλαν στράφηκε στον ηλεκτρικό ήχο προκαλώντας βιβλικό θυμό σε αρκετούς εκ των θαυμαστών του, παρ’ όλο που έβγαλε δισκάρες όπως τα «Bringing it all back home» και «Highway 61 Revisited», ίσως πάλι τότε να έπεσαν τα πρώτα μπετά του μουσικού οικοδομήματος που τελικά εγκαινιάστηκε το 1967. Οπως και να ‘χει, το ροκ εν ρολ έγινε πλέον καθαρόαιμο ροκ, αποκτώντας και φολκ ή ψυχεδελικά παρακλάδια. Μπάντες όπως οι Grateful Dead, οι Love, οι Doors, οι Lovin’ Spoonful, οι Mamas & the Pappas ή οι Velvet Underground άρχισαν να δίνουν τα πρώτα τους live ή να ηχογραφούν. Αν και το πρώτο τους σινγκλ «Can’t Explain» είχε κυκλοφορήσει την προηγούμενη χρονιά, οι Who εκείνο το έτος ήταν που εξερράγησαν με τραγούδια σαν το «My Generation».

ΜΠΙΤΛΣ Ή ΣΤΟΟΥΝΣ; Οι κρισιμότερες για πολλούς μεταβλητές της μουσικής εξίσωσης ήταν φυσικά άλλες. Οι Rolling Stones από τη μια, έχοντας διαπρέψει σαν εξαιρετική μπάντα διασκευών, χάρισαν στην ανθρωπότητα τα λίγο πιο προσωπικά «Out of our heads» και «December’s Children», κάνοντας αγόρια και κορίτσια να κουνούν τη μέση τους στο ρυθμό του «Satisfaction» και του «Get out of my cloud». Οι «αντίπαλοί» τους από την άλλη, εγκαινιάζοντας τα μεγέθη που έκτοτε θα γίνονταν μοναδικός σχεδόν στόχος της μουσικής βιομηχανίας, έδωσαν τον Αύγουστο την πρώτη «γηπεδική» συναυλία στην ιστορία της ποπ, παίζοντας ενώπιον 56.000 ατόμων στο Shea Stadium της Νέας Υόρκης. Λίγο αργότερα, η βασίλισσα Ελισάβετ θα τιμούσε τους Beatles με μετάλλια που ώς τότε μόνο ήρωες πολέμου καρφίτσωναν στο πέτο τους. Ηταν μια τελετή τόσο στρεσογόνα για ένα «σκαθάρι» που λέγεται ότι οι τουαλέτες του Μπάκιγχαμ μύρισαν μαριχουάνα. Ας μην είμαστε όμως άδικοι: και ο Κιθ, σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του, το ’65 τη δοκίμασε για πρώτη φορά.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ. Πώς να έμοιαζαν ή να ακούγονταν όλα αυτά σε ελληνικά μάτια και αφτιά; Επρεπε να μοιάζουν ή να ακούγονται διαφορετικά; Μόνο τόσο όσο υπαγόρευε η συγκυρία άλλης μιας χώρας που το σωτήριο εκείνο έτος είχε και τα δικά της. Για αιτίες που είχαν κορυφωθεί δύο χρόνια νωρίτερα με τη δολοφονία Λαμπράκη και που θα απέδιδαν αποτελέσματα δύο χρόνια αργότερα με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, το πολίτευμα δεν έχαιρε άκρας υγείας. Σαν να μην έφτανε που το μεταναστευτικό ρεύμα, το brain drain της εποχής, κορυφωνόταν, η κίνηση του Κωνσταντίνου να οδηγήσει σε παραίτηση τον εκλεγμένο με 53% Γεώργιο Παπανδρέου, η Αποστασία, η άνθηση ευφάνταστων πολιτικών σκευωριών, η εξέλιξη της υπόθεσης Ασπίδα, ο ρόλος του Τύπου, προκάλεσαν «έκρηξη λαϊκής οργής». Κανείς δεν είχε λόγο να θυμάται ελάσσονα ζητήματα, όπως μια κυβερνητική ανακοίνωση του Φεβρουαρίου, για τη σύζευξη Ρίου-Αντιρρίου. Πιο ζωηρό από ποτέ, το φοιτητικό κίνημα άρχισε να χαλυβδώνεται. Τον Ιούλιο, στην άσφαλτο της Αθήνας κύλησε το αίμα πολλών –περισσότερο όμως, εκείνο του Σωτήρη Πέτρουλα.

«ΖΟΡΜΠΑΣ» ΚΑΙ «ΤΖΟΚΟΝΤΑ». Δεν ήταν δυνατόν να καθησυχαστεί στα αλήθεια κανείς από κοσμικά γεγονότα σαν τον γάμο Βουγιουκλάκη – Παπαμιχαήλ. Αν είχε το οποιοδήποτε νόημα πάντως, πάλι καλά που ο «Ζορμπάς» του Μιχάλη Κακογιάννη βραβευόταν με τα Οσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου (Λίλα Κέντροβα), Φωτογραφίας (Γουόλτερ Λασάλι) και Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης (Βασίλης Φωτόπουλος). Ούτε ήταν λίγο που έβγαινε στις αίθουσες το «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο» –με τη δική του οσκαρική πορεία. Αλλοι, ίσως, προτιμούσαν το «Χαμόγελο της Τζοκόντας» και τον «Ματωμένο γάμο / Παραμύθι χωρίς όνομα» του Μάνου Χατζιδάκι, τις μουσικές του Μίκη ή τον Ερικ Κλάπτον που έκανε ένα πέρασμα από συναυλία στην Κυψέλη. Το «Λάθος» του Σαμαράκη ή την «Ποίηση» του Λειβαδίτη. Οχι ότι δεν ήταν σημαντικό που ο Στέλιος Καζαντζίδης έπαιζε για τελευταία φορά επί σκηνής. Ο Πάνος Γαβαλάς ή ο Γιώργος Ζαμπέτας επίσης ήταν στα πάνω τους. Και ένας ψηλόλιγνος νεαρός από τη Θεσσαλονίκη, με κοκάλινα γυαλιά και αραιό μούσι, το 1965 θα κυκλοφορούσε δύο επτάιντσα με τίτλο «Ο Διονύσης Σαββόπουλος με την κιθάρα του» που περιείχαν τραγούδια όπως «Μη μιλάς άλλο για αγάπη» ή «Συννεφούλα».

ΤΕΛΟΣ ΕΠΟΧΗΣ. Ετσι έμοιαζε η χώρα όταν την αποχαιρετούσε σε ηλικία 70 χρόνων ο Φώτης Κόντογλου. Τέτοιες ήταν οι ειδήσεις της που άκουσε για τελευταία φορά ο Νίκος Γούναρης. Οι διεθνείς απώλειες δεν ήταν λιγότερο σημαντικές: η φωνή του Νατ Κινγκ Κόουλ σίγησε όπως μάλλον αρέσκονταν να γράφουν τότε τα Μέσα, ενώ όλο και κάποιο αντίστοιχο λογοπαίγνιο θα είχαν βρει για τους Τ. Σ. Ελιοτ, Σόμερσετ Μομ, Αλμπερτ Σβάιτσερ, Ουίνστον Τσόρτσιλ, Λε Κορμπιζιέ ή Στάνλεϊ Λόρελ. Τη θέση τους πήραν άνθρωποι λιγότερο – περισσότερο ή με τον δικό τους τρόπο σημαντικοί, με ζωές κατά το μάλλον ή ήττον υποταγμένες στην ιστορία που θα ακολουθούσε: μεταξύ άλλων, οι ληξιαρχικές πράξεις του 1965 θα κατέγραφαν γεννήσεις προσώπων όπως ο Σκότι Πίπεν ή ο Dr. Dre, η Βούλα Πατουλίδου ή η Στεφανί του Μονακό, ο Πάνος Καμμένος ή ο Ντάμιεν Χιρστ, ο Αλέξανδρος Ρήγας ή η Σιλβί Γκιλέμ. Και πολλών, μα πάρα πολλών άλλων.

info: Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο του Αντριου Γκραντ Τζάκσον «1965: Τhe most revolutionary year in music», Thomas Dune Books, St.Martin’s Press, 2015, p. 328.