Πού μας πάει η Κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στο πλαίσιο της τρέχουσας διαπραγμάτευσης με τους εταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Μας πάει σε μία συμφωνία που θα εξασφάλιζε την παραμονή της Ελλάδας στον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης ή σε μία ρήξη που θα συνεπαγόταν την έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη και την Ευρώπη; Η παραμονή ή η έξοδος από την Ευρώπη είναι ο αληθινός απώτερος στρατηγικός στόχος της κυβέρνησης; Είναι μήπως το ερώτημα ρητορικό στην περίπτωση της Ελλάδας; Μέχρι την ανάληψη της ευθύνης διακυβέρνησης της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ τον περασμένο Ιανουάριο, ένα τέτοιο ερώτημα θα ήταν πράγματι κάτι περισσότερο από ρητορικό. Τώρα όχι πια! Και ο λόγος είναι απλός: μετά τις πρόσφατες εκλογές , η Ελλάδα απέκτησε κυβέρνηση τον κορμό της οποίας αποτελεί ένα κόμμα που έχει στρατηγικό στόχο την επιβολή του «σοσιαλισμού του 21ου αιώνα στην Ελλάδα και την Ευρώπη» (βλ. πολιτική απόφαση του ιδρυτικού συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ).

Επομένως, όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένει μία, κατά την αδιάσειστη πεποίθηση του ΣΥΡΙΖΑ, ιδεολογικά απορριπτέα νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική ένωση κρατών και δεν μετεξελίσσεται, όπως θα ήθελε ο ΣΥΡΙΖΑ, σε μία ένωση των ευρωπαϊκών λαών, η συμμετοχή της Ελλάδας στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης παύει να είναι «ταμπού» και μπορεί να γίνει αντικείμενο συζήτησης. Καθόλου ρητορικό δεν είναι, άρα, και το ερώτημα: αναφορικά με την Ευρώπη στην παρούσα της μορφή, πού μας πάει η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ; Στην παραμονή ή στην έξοδο; Μέσα η έξω από την ευρωζώνη και την Ε.Ε.;

Α. Από τα όσα δηλώνει η κυβέρνηση, δεν μπορούμε να γίνουμε σοφότεροι. Δεν μπορούμε να βγάλουμε άκρη. Είναι μεν αλήθεια ότι η Κυβέρνηση δηλώνει ξεκάθαρα ότι δεν επιδιώκει μονοσήμαντα ούτε την ανοιχτή ρήξη και έξοδο από την Ευρώπη, ούτε μία συμφωνία για την παραμονή στην Ευρώπη πάση θυσία. Όμως, σε ό,τι αφορά το τι θετικά επιδιώκει, η θέση της Κυβέρνησης γίνεται αίφνης αμφίσημη. Έτσι, εάν στόχο της φαίνεται κατ’ αρχήν να αποτελεί η επίτευξη μιας συμφωνίας για την παραμονή της Ελλάδας στην Ευρώπη, ο στόχος αυτός τελεί υπό μίαν αίρεση και υπό μίαν επιφύλαξη.

Η αίρεση συνίσταται στην ανεύρεση ενός «έντιμου συμβιβασμού» με τους εταίρους. Πρόκειται για μία αίρεση κλασική της οποίας η θέση και η πλήρωση μπορούν, άνευ ετέρου, να τεκμαίρονται για κάθε παρελθούσα δημοκρατικά εκλεγμένη ελληνική κυβέρνηση.

Η επιφύλαξη αφορά το ενδεχόμενο αδυναμίας επίτευξης μιας συμφωνίας με τα πιο πάνω χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με την εν λόγω επιφύλαξη, η σχετική αδυναμία, υπαιτιότητι των εταίρων λογικά, θα συνεπαγόταν όχι μόνον την μη υπογραφή συμφωνίας, αλλά επί πλέον τη ρήξη και έξοδο από την Ευρώπη. Η ελληνική Κυβέρνηση επιφυλάσσεται, συνεπώς, στην προαναφερθείσα περίπτωση αδυναμίας επίτευξης συμφωνίας, να αποχωρήσει από την ευρωζώνη και, ίσως, και από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε αντίθεση με την πιο πάνω αίρεση, η παρούσα επιφύλαξη, διατυπωμένη έστω και υπό τη μορφή διαπραγματευτικής θέσης μιας ελληνικής κυβέρνησης, αποτελεί ένα νεωτερισμό ολκής για την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας από την εποχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και εντεύθεν τουλάχιστον.

Διατυπώνοντας τον διαπραγματευτικό της στόχο με τον τρόπο που το έκανε, δηλαδή θέτοντας το βασικό της στόχο της επίτευξης συμφωνίας κάτω από μιαν αίρεση και μιαν επιφύλαξη, η Κυβέρνηση, σε τελευταία ανάλυση, πρώτον, υιοθέτησε όχι έναν, άλλα δύο εναλλακτικούς (καίτοι αντιδιαμετρικά αντίθετους) στόχους (είτε παραμονή στο ευρώ είτε έξοδο από την Ευρώπη) και, δεύτερον, απέφυγε τεχνηέντως να δεσμευθεί εκ των προτέρων για την τελική επιλογή της. Ας σημειωθεί, παρενθετικά, ότι η μη αποκάλυψη εκ μέρους της Κυβέρνησης του ακριβούς στόχου που επιδιώκει κατά τη διαπραγμάτευση μαρτυρά μία κρυψίνοια ανεπίτρεπτη σε προηγμένα δυτικά κοινοβουλευτικά καθεστώτα. Η αρχή της διαφάνειας και της λογοδοσίας επιβάλλει πράγματι στις κυβερνήσεις να εκθέτουν στο λαό με σαφήνεια και πριν την έναρξη των διαπραγματεύσεων ποιον συγκεκριμένο στόχο επιδιώκουν στο πλαίσιό τους, πολύ περισσότερο όταν διακυβεύονται μείζονα θέματα εθνικής στρατηγικής. Συμπερασματικά, αν μείνουμε στο επίπεδο των δηλώσεων, δεν μπορούμε να ξέρουμε πού μας πάει η κυβέρνηση σχετικά με την παραμονή της χώρας στην Ευρώπη ή την αποχώρησή της από αυτήν. Πιο συγκεκριμένα, η κυβέρνηση δηλώνει ότι θα μας πάει κατ’ αρχήν για συμφωνία, μπορεί όμως και για ρήξη, ανάλογα εάν επιτύχει η όχι έναν «έντιμο συμβιβασμό».

Β. Ούτε όμως κι από τα όσα πράττει κατά τη διαπραγμάτευση η Κυβέρνηση, μπορούμε να γίνουμε κατά πολύ σοφότεροι σχετικά με τον απώτερο στρατηγικό στόχο της: παραμονή ή έξοδο από το ευρώ και την Ε.Ε.; Ως προς τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, η Κυβέρνηση επιδεικνύει, σε πείσμα της φαινομενικά επείγουσας ανάγκης εξεύρεσης λύσης για τη χρηματοδότηση των εσωτερικών και εξωτερικών υποχρεώσεων του Κράτους, μια δυσεξήγητη διστακτικότητα να εμπλακεί γρήγορα και σε βάθος στην ουσιαστική διαπραγμάτευση και χάνει πολύτιμο χρόνο σε δευτερεύοντα θέματα επικοινωνιακής διαχείρισης της διαδικασίας των διαπραγματεύσεων. Με εξαίρεση τις τελευταίες λίγες ημέρες, το τρίμηνο που πέρασε η Κυβέρνηση δεν φαινόταν να επείγεται ιδιαίτερα να καταλήξει σύντομα σε κάποια συμφωνία με τους εταίρους της και, και όπως αποδείχθηκε, μοναδικούς υποψήφιους χρηματοδότες της.

Ως προς την ουσία της διαπραγμάτευσης, οι θέσεις της Κυβέρνησης μπορεί να είναι, όπως ισχυρίζεται η ίδια, πλήρως ευθυγραμμισμένες με τη λαϊκή εντολή, έτσι όπως αυτή την αντιλαμβάνεται. Ωστόσο, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι αυτό ισχύει, οι θέσεις της Κυβέρνησης δεν παύουν να πρέπει να γίνουν δεκτές κι από το άλλο μέρος στη διαπραγμάτευση (για την ακρίβεια: τα τόσα άλλα μέρη στη διαπραγμάτευση όσα και

οι εταίροι στην ευρωζώνη συν οι «Θεσμοί»). Αυτό ισχύει, κατά μείζονα λόγο, όταν η διαπραγμάτευση αποβλέπει, όπως στην παρούσα περίπτωση, στην σύναψη «ετεροβαρούς» συμφωνίας, όπου οι εταίροι και οι «Θεσμοί» καλούνται να παράσχουν οικονομική βοήθεια στην Ελλάδα.Όμως, οι μέχρι τώρα θέσεις ή η έλλειψη θέσεων της ελληνικής Κυβέρνησης παραγνωρίζουν τόσο πασιφανώς τις ήδη ανειλημμένες συμβατικές υποχρεώσεις απέναντι στους εταίρους-δανειστές μας και, γενικότερα, την τρέχουσα πολιτική, νομική και οικονομική πραγματικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ώστε δεν υφίσταται ουδεμία πιθανότητα να γίνουν αποδεκτές από οποιονδήποτε από τους άλλους εταίρους μας στην Ευρωζώνη (όχι τόσο λόγω κάποιας εχθρικής στάσης των κυβερνήσεών τους απέναντι στην Ελλάδα όσο λόγω έλλειψης επαρκούς λαϊκού ερείσματος στις χώρες τους υπέρ της συνέχισης της πολιτικής στήριξης προς την Ελλάδα εάν δεν συνοδεύεται από συγκεκριμένους όρους, π.χ. μεταρρυθμίσεις). Σε ορισμένους μάλιστα εταίρους, οι θέσεις αυτές αρχίζουν να αποκτούν και χρώμα «εκβιασμού» αφού φαίνονται να βασίζονται στον υπολογισμό της ελληνικής πλευράς ότι, στο τέλος, φοβούμενοι τις συνέπειες μιας άτακτης χρεοκοπίας και εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη, οι εταίροι θα υποκύψουν και θα χορηγήσουν την τόσο επείγουσα οικονομική βοήθεια.

Όπως, πάντως, κι αν χαρακτηριστούν οι διαπραγματευτικές θέσεις της Κυβέρνησης, είτε ως απόλυτα εξυπηρετικές του εθνικού συμφέροντος, είτε ως εκβιαστικές για τους εταίρους, είτε και τα δύο συγχρόνως, εκείνο που μετράει είναι ότι, στην αρχική τους μορφή, αποκλείεται να αποτελέσουν τη βάση για έναν γνήσια αμοιβαίο, δηλαδή όχι μόνο για εμάς αλλά και για ολόκληρη την ευρωζώνη, έντιμο συμβιβασμό. Όσο επομένως, λαμβάνοντας υπόψη και το περιρρέον αντικειμενικό περιβάλλον της διαπραγμάτευσης, η Κυβέρνηση δεν επεξεργάζεται ενεργητικά εναλλακτικές ρεαλιστικές προτάσεις ικανές να οδηγήσουν σε θετικό αποτέλεσμα, αλλά «ταμπουρώνεται» πίσω από τις ξένες προς την πραγματικότητα αρχικές της θέσεις, δεν δικαιούται να επικαλεστεί αργότερα τη μη πλήρωση της αίρεσης του «έντιμου συμβιβασμού» και την συνακόλουθη αδυναμία επίτευξης μιας συμφωνίας, για να στηρίξει, πάνω σε αυτές, ενδεχόμενη πρότασή της υπέρ της ρήξης με την Ευρώπη. Μια τέτοια συμπεριφορά θα ισοδυναμούσε με καθαρή υποκρισία.

Συμπερασματικά, αν βασιστούμε, πέραν των δηλώσεων, και στη μέχρι τώρα στάση της Κυβέρνησης κατά τη διαπραγμάτευση (τρόπος που διαπραγματεύεται και θέσεις που καταθέτει), ιδιαίτερα δε στον τρόπο με τον οποίο ορίζει τον επιδιωκόμενο με τους εταίρους «έντιμο συμβιβασμό», τότε, σχετικά πάντα με το ερώτημα «Πού μας πάει η Κυβέρνηση;», αυτό που βλέπουμε είναι ότι οι τυπικές δηλώσεις της Κυβέρνησης περί προθυμίας να εργασθεί προς την κατεύθυνση μιας συμφωνίας με την Ευρώπη δεν μεταφράζονται, δεν μετουσιώνονται σε αντίστοιχες ουσιαστικές πράξεις και ενέργειες μέσα στη διαπραγμάτευση. Με τη στάση της αυτή η Κυβέρνηση φαίνεται, επομένως, να κλίνει περισσότερο προς τη ρήξη και την έξοδο, παρά προς συμφωνία με την Ευρώπη.

Γ. Η διαπραγμάτευση δεν πρόκειται να διαρκέσει πλέον για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τα ταμειακά διαθέσιμα της χώρας δεν επιτρέπουν μια παράταση εις το διηνεκές της διαδικασίας διαπραγμάτευσης, ούτε και τη διαιώνιση της αμφισημίας στις προθέσεις της Κυβέρνησης. Η «στιγμή της αλήθειας», η στιγμή όπου η Κυβέρνηση θα αναγκασθεί να προβεί στα αποκαλυπτήρια των αληθινών προθέσεών της σε σχέση με το μέλλον της Ελλάδας στην Ευρώπη, αυτή η στιγμή δεν απέχει παρά ελάχιστα. Αυτό ισχύει ακόμη και στην περίπτωση όπου η Κυβέρνηση προτιμήσει να μην αποκαλύψει, έστω κι αυτήν την ύστατη στιγμή, από μόνη της τη δική της πολιτική πρόταση απέναντι στην Ευρώπη, και αντ’ αυτού επιλέξει να αναβάλει τα «αποκαλυπτήριά» της «πετώντας την μπάλα στην εξέδρα», με το να διοργανώσει δηλαδή είτε ένα δημοψήφισμα είτε μία δημοψηφισματική εκλογή. Ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, πράγματι, με τη βολική αίρεση του «έντιμου συμβιβασμού» καμμένη (αφού θα είναι πια σε όλους γνωστό ότι ούτε οι όροι της Κυβέρνησης γίνονται αποδεκτοί από τους εταίρους, ούτε και οι όροι των εταίρων από την ελληνική Κυβέρνηση), το μόνο ερώτημα που θα μπορεί να μπει στο λαό θα είναι: «μέσα στο ευρώ με τους παρόντες και ισχύοντες για όλους ‘μνημονιακούς’ κανόνες λειτουργίας του ή έξω από το ευρώ και επανεισαγωγή της δραχμής με το πρόσθετο ενδεχόμενο την εξόδου και από την Ε.Ε.;». Θα αποτελούσε τουλάχιστον πολιτικό κυνισμό εάν, ακόμη κι εκείνην την ύστατ στιγμή του δημοψηφίσματος, η κυβέρνηση συνέχιζε να υπεκφεύγει και να μην αποκαλύπτει στο λαό τη δική της πολιτική πρόταση σχετικά με το πιο πάνω ξεκάθαρο δίλημμα.

Δ. Εάν η οριστική πολιτική πρόταση της Κυβέρνησης προς το λαό σχετικά με τη μελλοντική θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη ήθελε είναι η παραμονή στο ευρώ και στην Ευρώπη (με όποιους ηπιότερους όρους έχει ενδεχομένως επιτύχει κατά τη διαπραγμάτευση, βλ. π.χ. μικρότερα πλεονάσματα κττ), τότε η ειλικρίνεια των προθέσεών της κατά τη διάρκεια της προηγηθείσας «αδιάλλακτης και εθνικά υπερήφανης» διαπραγμάτευσης θα επιβεβαιωνόταν πανηγυρικά. Όλοι, χωρίς υστεροβουλία, θα της αναγνώριζαν ότι, μαχόμενη σκληρά κατά της ‘μνημονιακής’ λιτότητας και για την επίτευξη όρων ευνοϊκών για το βιοτικό επίπεδο του λαού, απέσπασε ό,τι κατόρθωσε να αποσπάσει και ότι, έτσι, προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στην πατρίδα, ανώτερες μάλιστα -θα μπορούσε βάσιμα να ισχυριστεί- απ’ ό,τι οι προκάτοχές της. Εάν, αντιθέτως, εκείνη την κρίσιμη ώρα, όπου ο λαός θα εκαλείτο να πάρει μία απόφαση με συνέπειες για τη μοίρα του ανάλογες των αποφάσεων του Ελληνισμού υπέρ του ανθενωτισμού το 1453 ή κατά των Φιλελευθέρων του Ελευθερίου Βενιζέλου το Νοέμβριο του 1920, εάν εκείνη την στιγμή, λέμε εάν, η οριστική πολιτική πρόταση της Κυβέρνησης προς το Λαό ήθελε είναι η «ηρωική» έξοδος από το ευρώ και ίσως την Ευρώπη, τότε θα αποκαλύπτονταν εναργέστατα οι τωρινές αληθινές προθέσεις της Κυβέρνησης σε σχέση με την μελλοντική πορεία της Ελλάδας μέσα στην ή έξω από την ευρωπαϊκή οικογένεια και εμείς, οι απλοί πολίτες, θα μαθαίναμε επί τέλους πού μας πήγαινε τόσο καιρό η Κυβέρνηση κατά την προηγηθείσα μακρά και επώδυνη διαπραγμάτευση.

Ειδικότερα, ενδεχομένη πρόταση της κυβέρνησης να ταχθεί ο λαός υπέρ της «εθνικο-απελευθερωτικής αποτίναξης του ζυγού του ευρώ και της Ευρώπης» θα σήμαινε:

Πρώτον, ότι η Κυβέρνηση δεν διαπραγματεύτηκε, ουσιαστικά, ποτέ την παραμονή της χώρας στο ευρώ και την Ε.Ε., αλλά μόνον κατ’ επίφαση και προς το θεαθήναι. Κι αυτό διότι, κατά την προηγηθείσα διαπραγμάτευση, η κυβέρνηση περιορίστηκε να καταθέσει, και στη συνεχεία να διατηρήσει αμετάβλητες, θέσεις, που όσο κι αν χαρακτηρίζονταν από αυτήν ως εθνικά υπερήφανες «κόκκινες γραμμές», δεν έπαυαν συγχρόνως να είναι τόσο εξόφθαλμα έξω και πέρα από την παρούσα πολιτική, νομική και οικονομική πραγματικότητα της ευρωζώνης και της Ε.Ε., που δεν θα μπορούσαν ποτέ να χρησιμεύσουν ως βάση ενός γνήσια αμοιβαία έντιμου συμβιβασμού, παρά μόνο ως βάση ενός άλλοθι για την επιλογή της ρήξης και της «ηρωικής» εξόδου.

Δεύτερον, ότι η ρήξη και η έξοδος από την Ε.Ε. δεν ήταν τελικά μια απλή απειλή, ένα απλό διαπραγματευτικό όπλο στα χέρια της κυβέρνησης, αλλά η εξ αρχής κύρια πολιτική της στόχευση κατά τη διαπραγμάτευση, ως προαπαιτούμενο για την υλοποίηση του εισαγωγικά αναφερθέντος απωτέρου στρατηγικού στόχου του ΣΥΡΙΖΑ της επιβολής του «σοσιαλισμού του 21ου αιώνα στην Ελλάδα και την Ευρώπη». Κι αυτό, αφενός, διότι ο φαινομενικά πρωταρχικός στόχος της επίτευξης συμφωνίας μόνο κατ’ επίφαση επιδιώχθηκε. Και, αφετέρου, διότι η επιλογή της ρήξης εντάσσεται αρμονικότατα και εξυπηρετεί τον προαναφερθέντα απώτερο στρατηγικό στόχο του κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ. Η υλοποίηση του στρατηγικού αυτού στόχου προφανώς και θα καταστεί ευχερέστερη εάν προηγηθούν η ρήξη και η έξοδος από τις παρούσες καπιταλιστικές δομές.

Τρίτον, ότι η κυβέρνηση εκ προθέσεως δεν αποκάλυψε από την αρχή της διαπραγμάτευσης, καθαρά και ξάστερα, ως βασικό επιδιωκτέο στόχο της τη ρήξη και έξοδο από την Ευρώπη, αλλά επέλεξε τη μέθοδο της έμμεσης, δηλαδή μετά από διαπραγμάτευση, ρήξης, υπολογίζοντας ότι έτσι θα πετύχαινε μεγαλύτερη λαϊκή στήριξη στην επιλογή της υπέρ της ρήξης. Όντως, η θέση εξ αρχής της ρήξης και της εξόδου από την Ε.Ε. ως μοναδικού στόχου της διαπραγμάτευσης, ενδεχομένως ως πρελούδιου της θέσης σε εφαρμογή του απώτερου στρατηγικού στόχου του ΣΥΡΙΖΑ, θα «τρόμαζε» και, σε ένα λαό που με υψηλά ποσοστά παραδοσιακά τάσσεται υπέρ της παραμονής της Ελλάδας στο ευρώ, στην Ε.Ε., αλλά και στο ΝΑΤΟ (73% σύμφωνα με δημοσκόπηση της ΚΑΠΑ RESEARCH στο ΒΗΜΑ της Κυριακής της 26/4/2015), δεν θα έχαιρε παρά μηδαμινής υποστήριξης. Οι επιπτώσεις της διαχρονικά συνεπούς στάσης του ΚΚΕ απέναντι στην Ε.Ε. πάνω στο επίπεδο των ποσοστών επιρροής του στο εκλογικό σώμα σίγουρα θα αποτέλεσαν παράδειγμα προς αποφυγήν για τον ΣΥΡΙΖΑ. Αντιστρόφως, ο ίδιος (ενδιάμεσος) στόχος της ρήξης με την Ε.Ε. και ο ίδιος (απώτερος) στόχος της επιβολής του «σοσιαλισμού του 21ου αιώνα [κατ’ αρχήν] στην Ελλάδα» θα εμφανίζονταν ενδεχομένως στα μάτια του λαού ως μία ελπιδοφόρος εναλλακτική οδός, ως μία λύτρωση από τα δεινά του «μνημονιακού νεοφιλελευθερισμού», και θα ετύγχαναν ίσως μεγαλύτερης (ίσως και πλειοψηφικής;) λαϊκής υποστήριξης εάν το ερώτημα «μέσα η έξω από το ευρώ» έμπαινε στην κρίση του λαού (σε εκλογές ή σε δημοψήφισμα) μετά από μία εξουθενωτική και ταπεινωτική για την Ελλάδα διαπραγμάτευση με τους «μερκελιστές» εταίρους, διαπραγμάτευση που θα είχε αφήσει πίσω της συντρίμμια και ερείπια, όπως:

– ένα λαό σε κατάσταση ψυχολογικής και οικονομικής κατάρρευσης, αλλά και, όσο γίνεται περισσότερο, αντιευρωπαϊκά φανατισμένο·

– μία εσωτερική αντιπολίτευση εξουδετερωμένη, σε θέση «ρουά-ματ», αφού κάθε πρότασή της για μία λογική λύση με τους εταίρους θα καυτηριαζόταν από την κυρίαρχη, επίσημη όσο και λαϊκίστικη, σκέψη ως ένδειξη ύπαρξης 5ης φάλαγγας μέσα στην Ελληνική Δημοκρατία και ως δείγμα ενδοτικότητας και δουλοφροσύνης προς τους «μοχθηρούς δανειστές»·

– έναν εξωτερικό παράγοντα (κατά βάση τους επί 60 χρονιά εταίρους μας στην Ευρώπη) απηυδισμένο από την ως εκβιασμό προσλαμβανόμενη συμπεριφορά μας (αφού «με τσαμπουκά» και ανενδοίαστα ξεσκίζουμε τις πρότερα υπογραμμένες υποχρεώσεις μας και, άρα, πρεσβεύουμε ότι pacta ne sunt servanda) και, ως εκ τούτου, εξωθημένο να μας εγκαταλείψει στην τύχη μας κατά την περιδιάβασή μας στο σοσιαλισμό του 21ου αιώνα· και, τελευταίο αλλά εξ ίσου σημαντικό,

– μία ιδιωτική οικονομία ετοιμοθάνατη από την παρατεταμένη αβεβαιότητα και έτοιμηνα πέσει (ξανά) στα χέρια του κράτους-πατερούλη (όσον αφορά τη ΔΕΗ: λέγε με Λαφαζάνη· όσον αφορά τις Τράπεζες λέγε με … κοκ.) για ένα τίμημα «μπιρ-παρά».

Αμφιβάλλει κανείς ότι, όσο πιο οριακά δυσμενώς διαμορφώνονταν οι παραπάνω συνθήκες, τόσο αντιστρόφως ανάλογα θα αυξάνονταν οι πιθανότητες να υποστηρίξει ο λαός, σε ένα πολωτικό δημοψήφισμα «μέσα η έξω από το ευρώ», την εκδοχή της ρήξης με την «Ευρώπη των μονοπωλίων»; Ε. Συμπερασματικά, σχετικά με το αρχικό ερώτημα «Πού μας πάει η Κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στο πλαίσιο της τρέχουσας διαπραγμάτευσης με τους εταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση;», με βάση τα μέχρι τώρα δεδομένα (δηλώσεις και πράξεις), η Κυβέρνηση δεν δείχνει να πηγαίνει προς συμφωνία, αλλά μάλλον προς ρήξη. Όσον καιρό, μάλιστα, η διαπραγμάτευση διεξάγεται σε συνθήκες ενός «διαλόγου των κωφών» (όπου η αισιοδοξία της Κυβέρνησης σταθερά συγκρούεται με την απαισιοδοξία των «Θεσμών»), όσο η διαπραγμάτευση δεν κλείνει και, άρα, όσο μένει ανοιχτή για την κυβέρνηση η δυνατότητα να εκδηλωθεί αργότερα (σε εκλογές ή δημοψήφισμα) ανοιχτά υπέρ της ρήξης με την Ευρώπη, τόσο δίνει δικαιώματα η Κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός για υποθέσεις. Ειδικότερα, όσο συντηρείται ένα κλίμα αβεβαιότητας σχετικά με την προοπτική της χώρας μέσα ή έξω από την Ευρώπη, δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς ότι οι παρούσες προτεραιότητες του Πρωθυπουργού και Αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ είναι περισσότερο τακτικής πάρα στρατηγικής φύσης και συνίστανται:

(1ο) έξω μεν στην Ευρώπη, σε μία όσο το δυνατόν πιο τεταμένη διαδικασία διαπραγμάτευσης, συνοδευόμενη από εκατέρωθεν επιρρίψεις ευθυνών, κι έναν όσο το δυνατόν πιο αργόσυρτο θάνατο της διαπραγματευτικής διαδικασίας,

(2ο) μέσα δε στην Ελλάδα στη διαμόρφωση, αντίστοιχα, συνθηκών όσο γίνεται πιο απελπιστικών και, άρα, ευνοϊκών για την επιλογή από το λαό, σε ένα μελλοντικό δημοψήφισμα με θέμα « Μέσα η έξω από το ευρώ;», του δρόμου της ρήξης με την Ευρώπη, πράγμα το οποίο βέβαια θα δημιουργούσε, παράλληλα, συνθήκες καταλληλότερες για την ευόδωση και του απώτερου στόχου του ΣΥΡΙΖΑ, αυτού δηλαδή της επιβολής «του σοσιαλισμού του 21ου αιώνα στην Ελλάδα και την Ευρώπη».

Μετά την ολοκλήρωση, πάντως, της τρέχουσας διαπραγμάτευσης και την οριστικοποίηση του όποιου αποτελέσματός της, αφενός, και την τοποθέτηση της Κυβέρνησης, στο πλαίσιο ίσως ενός δημοψηφίσματος, πάνω στο ερώτημα: «Με αυτό το αποτέλεσμα, μένουμε ή όχι στο ευρώ και την Ευρώπη;», αφετέρου, η απάντηση στο αρχικό ερώτημα σχετικά με τις αληθινές προθέσεις της Κυβέρνησης κατά την τρέχουσα διαπραγμάτευση θα είναι σαφώς πιο εύκολη. Εάν, μετά το πέρας των διαπραγματεύσεων, στο πλαίσιο ενός ενδεχόμενου δημοψηφίσματος, ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε λάβει θέση υπέρ της ρήξης με την Ευρώπη, τότε θα αποκαλυπτόταν ότι για την ώρα έχουμε αναθέσει τη διαφύλαξη της θέσης της Ελλάδας μέσα στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι σε έναν πιλότο που τελικά έκρινε προτιμότερη την θυσία της εν λόγω θέσης στο βωμό της επίτευξης ενός, κατά την αντίληψή του, υπέρτερου ιδεολογικού στόχου, αυτού της επιβολής του «σοσιαλισμού του 21ου αιώνα [κατ’ αρχήν] στην Ελλάδα και [αργότερα] στην Ευρώπη»! Είναι λοιπόν να απορεί κανείς που, κατά την παρούσα φάση της διαπραγμάτευσης με τους φίλους Ευρωπαίους εταίρους, οι ένθερμοι υποστηρικτές της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας αισθάνονται κάπως όπως οι επιβάτες της τραγικής πτήσης της GERMANWINGS λίγο πριν την σύγκρουση στις Άλπεις;

* Ο Φιλαναλυτής είναι στέλεχος της ΕΕ