Tη Δευτέρα, σε δικαστική αίθουσα των γυναικείων φυλακών Κορυδαλλού, αρχίζει η δίκη της Χρυσής Αυγής. Παραλίγο να ήταν η ίδια αίθουσα στην οποία δικάστηκαν τα μέλη της 17Ν. Θα ήταν ένα αχρείαστο συμβολικό φορτίο για την κυβέρνηση, που ήδη αντιμετωπίζει «θεσμικά» την υπόθεση, προφανώς για να μην ενισχύσει τον εχθρό. Δεν είναι η μόνη. Η ΝΔ, που πήρε πάνω της το «δέσιμο» του κατηγορητηρίου, φαίνεται να προσπαθεί να ξεχάσει το θέμα. Το πολιτικό σύστημα εμφανίζεται για ακόμη μία αφορά αμήχανο απέναντι στη Χρυσή Αυγή, την ώρα που η έκβαση της δίκης θα κρίνει αν ο Μιχαλολιάκος και οι συν αυτώ θα πέσουν στα μαλακά δοκιμάζοντας ξανά τα όρια του συστήματος. Τα φαντάσματα επιστρέφουν, με κίνδυνο να δικαιώσουν τη γραμμή Μπαλτάκου περί «εκπολιτισμού» των χρυσαυγιτών.

Τη Δευτέρα αρχίζει μία από τις πιο σημαντικές δίκες στην ιστορία της Μεταπολίτευσης. Η πρωτοτυπία της, καθώς είναι η πρώτη φορά στα ευρωπαϊκά μεταπολεμικά χρόνια μετά τη Δίκη της Νυρεμβέργης που ένα κόμμα που εκπροσωπείται στη Βουλή καλείται να λογοδοτήσει για την εγκληματική του δράση, ίσως να εξηγεί την υποβάθμισή της στον δημόσιο διάλογο. Και, βέβαια, την αμηχανία με την οποία την αντιμετωπίζουν τόσο το κυβερνητικό όσο και το αντιπολιτευτικό στρατόπεδο.

Από μια άποψη αναμενόμενο. Η εμφάνιση σύσσωμης της προηγούμενης Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Χρυσής Αυγής στο εδώλιο φέρνει το πολιτικό σύστημα προ των ευθυνών του. Και για το τέρας που εξέθρεψε και για τα στραβά μάτια που έκανε για μεγάλο διάστημα. Και για την παγκόσμια πρωτοτυπία να κάθονται στο εδώλιο μέλη ενός πολιτικού κόμματος που όχι μόνο βρίσκεται στη Βουλή, αλλά είναι και τρίτο κόμμα. Προφανώς και το δικαστικό σύστημα, που καλείται να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά, βρίσκεται στην ίδια διάθεση. Η επιλογή να κρυφτούν οι υπόδικοι χρυσαυγίτες στις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού αντί του Εφετείου στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, παρά το διεθνές δημοσιογραφικό ενδιαφέρον που θα προκαλέσει η δίκη, είναι απλώς μια μικρή ένδειξη της αμηχανίας των δικαστών. Το κατηγορητήριο είναι μια άλλη ιστορία, που θα ξεδιπλωθεί στο δικαστήριο.

Για την ώρα το πολιτικό σύστημα κάνει ό,τι μπορεί για να υποβαθμίσει το ζήτημα. Ενδεικτική είναι η αμφιθυμία που επικρατεί στις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ, παρότι η δίωξη των χρυσαυγιτών θα έπρεπε να είναι βούτυρο στο ψωμί του αξιακού συστήματος της Αριστεράς. Για την ακρίβεια, το κόμμα, πιο κινηματικό και έτοιμο από καιρό να σηκώσει το βάρος, οργανώνεται με συγκέντρωση της Νεολαίας και βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ τη Δευτέρα στο δημαρχείο Κορυδαλλού, αλλά και με συζήτηση που οργανώνουν η Νεολαία και το Τμήμα Δικαιωμάτων του ΣΥΡΙΖΑ την ερχόμενη Τρίτη στη Νομική Αθηνών για τη Χρυσή Αυγή, «μια νεοναζιστική εγκληματική οργάνωση» ενώπιον της Δικαιοσύνης. Η Κουμουνδούρου επιδιώκει και τη διεθνοποίηση της υπόθεσης και οργανώνεται και για τη μετάδοση αγγλόφωνων ειδήσεων στον ραδιοφωνικό σταθμό Στο Κόκκινο για τα τεκταινόμενα στη δίκη.

Η κυβέρνηση όμως δεν έχει μιλήσει ακόμα, ούτε προτίθεται να το κάνει. Και τι παραπάνω θα μπορούσε να πει εκτός από το ότι η υπόθεση βρίσκεται στα χέρια της Δικαιοσύνης; Να ζητήσει τη μη ευνοϊκή μεταχείριση των μελών της; Δεν είναι πλέον αντιπολίτευση για να μιλάει για πολιτικές σκοπιμότητες. Και, σε κάθε περίπτωση, πολιτική σκοπιμότητα ήταν η μη δίωξη της Χρυσής Αυγής. Η ύφεση των ρατσιστικών φαινομένων βίας –τουλάχιστον στην Αθήνα –από τότε που οι χρυσαυγίτες βρέθηκαν προφυλακισμένοι δείχνει ότι το κατηγορητήριο δεν βρίσκεται στον αέρα.

Η όλη προσπάθεια, όμως, να αντιμετωπιστεί «θεσμικά» το ζήτημα, όπως έχει αφήσει να εννοηθεί και στη Βουλή ο Νίκος Παρασκευόπουλος, μάλλον υποβαθμίζει το θέμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της «θεσμικής» αντιμετώπισης είναι το γεγονός ότι, σε αντίθεση με την τακτική που είχε ακολουθήσει ο Νίκος Δένδιας να μη συνομιλεί με τους χρυσαυγίτες, ήδη υπουργοί της κυβέρνησης εμφανίζονται στη Βουλή και απαντούν στις ερωτήσεις των βουλευτών της Χρυσής Αυγής αντιμετωπίζοντάς τους ως ίσους. Γιατί όχι; Αν η ίδια η Πρόεδρος της Βουλής εμφανίζεται να θεωρεί τους χρυσαυγίτες συνομιλητές, γιατί να μην απαντούν οι υπουργοί στη διαδικασία κοινοβουλευτικού ελέγχου;

Η στάση της Ζωής Κωνσταντοπούλου, που με τη συμπεριφορά της επανένταξε την έκπτωτη Χρυσή Αυγή στο πολιτικό σύστημα, δικαίως έχει προκαλέσει δυσφορία σε αρκετά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Μεγάλη δόση σύγχυσης έχει προκαλέσει και στο αντιφασιστικό στρατόπεδο, μέρος του οποίου κατοικοεδρεύει ή διατηρεί εκλεκτικές συγγένειες με την Κουμουνδούρου. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η σπουδή της Κωνσταντοπούλου να συνδέσει τη λειτουργία της Βουλής με την παρουσία των προφυλακισμένων χρυσαυγιτών ήταν συνεπής με τη στάση που είχε κρατήσει η ίδια και άλλα στελέχη του κυβερνώντος κόμματος προεκλογικά, διαφωνώντας με την αναστολή χρηματοδότησης του κόμματος και με την άρση της ασυλίας των βουλευτών της.

Μια λεπτομέρεια, όμως, από τη συζήτηση για τις γερμανικές αποζημιώσεις δημιουργεί βάσιμες υποψίες ότι το θέμα είναι ακόμη πιο σοβαρό. Η Κωνσταντοπούλου είχε μιλήσει για διχαστικές απόψεις της Αριστεράς όταν αναφέρεται στους «δωσίλογους» προγόνους της Χρυσής Αυγής, εννοώντας εμμέσως πλην σαφώς ότι τους συμπεριλαμβάνει στο κάλεσμα για εθνική ομοψυχία (ίσως και στο αντιμνημονιακό μέτωπο).

Αλλά η Ζωή ίσως είναι το πιο φολκλορικό στοιχείο σε μια υπόθεση που ανοίγει ξανά τη συζήτηση για το αν ήταν το σύστημα και το πολιτικό προσωπικό αυτά που εκκόλαψαν και εξέθρεψαν τη Χρυσή Αυγή. Το φάντασμα του Τάκη Μπαλτάκου και η δικαίωση της πολιτικής του σκιάζουν το πολιτικό σύστημα. Ανεξάρτητα από την προβολή ή τις αντιδράσεις που θα προκαλέσει η δίκη, ένα είναι βέβαιο: την επομένη της απόφασης τίποτα δεν θα είναι το ίδιο, καθώς θα έχει κριθεί αν η Χρυσή Αυγή αποτελεί ένα ναζιστικό μόρφωμα με συντονισμένη παράνομη δραστηριότητα και το κόμμα κηρυχθεί παράνομο (μάλλον απίθανο) ή αν οι εγκληματικές ενέργειες των μελών του αποτελούν «μεμονωμένα περιστατικά» που δεν συνδέονται με τις κομματικές επιλογές.

Για όλα φταίνε τα Μνημόνια

Για όλα φταίνε τα Μνημόνια, ή μήπως ήταν οι δυνάμεις του «δημοκρατικού τόξου» που άφησαν τη Χρυσή Αυγή να φθάσει εκεί που έφθασε; Και άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου έζησαν αιματηρή λιτότητα, αλλά δεν στράφηκαν στον ναζισμό. Αν η συστημική αξιωματική αντιπολίτευση και η αντιφασιστική Αριστερά νομιμοποιούνταν από το 2011 κι έπειτα να είναι αντιμνημονιακές, τότε γιατί όχι και η «αντισυστημική» Χρυσή Αυγή που γιγαντώθηκε το 2012 να μην πλασάρεται ως ακόμη πιο αντιμνημονιακή;

Οι αριθμοί είναι πιο ξεκάθαροι από το πολιτικό σύστημα. Η Χρυσή Αυγή πριν από τον Δεκέμβριο του 2011 (σύμφωνα με τη Metron Analysis) δεν εντοπίζεται πουθενά στις έρευνες. Βρισκόταν κάτω από το 1% και δεν άξιζε να παρατεθεί το ποσοστό της. Τον Δεκέμβριο του 2011 η ΧΑ βρισκόταν στο 1,2%. Είναι η εποχή που ο Αντώνης Σαμαράς είναι ακόμη αντιμνημονιακός, παρότι στηρίζει την κυβέρνηση Παπαδήμου. Οι χρυσαυγίτες είναι τότε γνωστοί από την εμφάνισή τους στην Πλατεία των Αγανακτισμένων. Με την ψήφιση του δεύτερου Μνημονίου και από τη ΝΔ, τον Φεβρουάριο του 2012, τη διαγραφή του Πάνου Καμμένου και όχι μόνο, η Χρυσή Αυγή πιάνει 2,4% και μέσα σε λίγες εβδομάδες φθάνει στο 3,8. Την ίδια εποχή οι νεότευκτοι ΑΝΕΛ αγγίζουν το 8%, την ώρα που τα ποσοστά της ΝΔ καταρρέουν. Τελικά και η Χρυσή Αυγή και οι ΑΝΕΛ συνέχισαν την ανοδική τους πορεία και μπήκαν στη Βουλή με μεγαλύτερα ποσοστά.

Η πραγματικότητα αυτή, σε συνδυασμό με το φλερτ του Μπαλτάκου με τους χρυσαυγίτες, ίσως να εξηγεί την αμφιθυμία της ΝΔ απέναντι στο θέμα, παρότι ήταν ο Αντώνης Σαμαράς και ο Νίκος Δένδιας αυτοί που πήραν πάνω τους το δέσιμο της υπόθεσης ώστε να στηριχθεί το κατηγορητήριο. Αλλά αυτό δεν έγινε ούτε αυθόρμητα ούτε χωρίς πίεση, μετά τα γεγονότα στον Μελιγαλά και τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Και, φυσικά, δεν προχώρησε χωρίς εσωκομματικές αντιδράσεις. Στο δόγμα Δένδια – Βορίδη ήταν αντίθετος ο γραμματέας της ΝΔ Ανδρέας Παπαμιμίκος, ο οποίος είχε ταχθεί υπέρ της πολιτικής και όχι της ποινικής αντιμετώπισης της Χρυσής Αυγής.

Θεωρητικά, η δίκη θα μπορούσε να αποδειχθεί χρυσή ευκαιρία για τη ΝΔ να αναδείξει το «δέσιμο» της υπόθεσης και να διαλύσει τις όποιες σκιές για φλερτ ή συμπόρευση με ακροδεξιά στοιχεία. Αλλά τέτοια διάθεση δεν φαίνεται να υπάρχει στη Συγγρού. Εξάλλου, οι δύο βασικοί «παίκτες» της υπόθεσης που άνοιξε τον Σεπτέμβριο του 2013, Σαμαράς και Δένδιας, σχεδόν δεν μιλιούνται. Υπό αυτό το πρίσμα η ΝΔ μάλλον θα περιοριστεί στη διαπίστωση ότι η υπόθεση έχει πάρει τον δρόμο της και βρίσκεται στα χέρια της Δικαιοσύνης. Την ίδια ώρα φαίνεται μάλλον απίθανο ο κερκυραίος πρώην υπουργός να μην αναδείξει την υπόθεση, ώστε να καταστήσει ακόμη πιο σαφές το κεντρώο στίγμα του και τη διάστασή του με την ηγεσία του κόμματος.

Βέβαια τα πράγματα μπορεί να είναι πολύ πιο απλά. Οπως το είχε θέσει ο Αλέξης Τσίπρας τον περασμένο Μάιο, προκαλώντας σάλο, η μετωπική του ΣΥΡΙΖΑ ήταν με τη Χρυσή Αυγή, «όχι με τους παραπλανημένους ψηφοφόρους της». Προφανώς και δεν πιστεύει κανένας ότι το σύνολο των ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής προσεύχονται καθημερινά στο εικόνισμα του Χίτλερ. Ομως η προσπάθεια κατανόησης, αν όχι «αθώωσης», των ψηφοφόρων της, στη βάση μιας μπακαλίστικης εκλογικής αριθμητικής, ίσως εξηγεί με απλούστερο τρόπο τα κίνητρα του πολιτικού συστήματος.

Το ΠΑΣΟΚ, που ομολογουμένως είχε την πιο ξεκάθαρη στάση απέναντι στους χρυσαυγίτες, κουβαλάει το φορτίο της συγκυβέρνησης με τον Σαμαρά και τον Μπαλτάκο, ενώ Το Ποτάμι, εγκλωβισμένο στον λόγο τού ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού, δεν φαίνεται να προβληματίζεται για την υπόθεση.

Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα

Το «δεν πειράζει που ψηφίζεις Χρυσή Αυγή, αρκεί να μην είσαι Ναζί» λειτουργεί απενοχοποιητικά για τους «απελπισμένους» ψηφοφόρους, απαλλάσσοντάς τους από την πολιτική ευθύνη της επιλογής τους. Ισως όμως να αναδεικνύει ακόμη μια πικρή αλήθεια για τη Χρυσή Αυγή. Οπως το έθετε πολιτικός αναλυτής που έχει γράψει πολλά χιλιόμετρα στην Αριστερά, «δεν υπάρχει κανένας που να μπορεί να απορροφήσει τη Χρυσή Αυγή. Ο μόνος ίσως να ήταν ο Πάνος Καμμένος, αλλά ούτε αυτός μπορεί, λόγω της συγκυβέρνησης με τον ΣΥΡΙΖΑ».

Αν η δίκη-μαμούθ των 69 κατηγορουμένων και των περισσότερων από 100 συνηγόρων δεν αναβληθεί ή δεν διακοπεί, γεγονός που δεν αποκλείεται, κρίνοντας από τη 18μηνη εμπειρία της προανακριτικής διαδικασίας, κάποια στιγμή –όχι πριν από τα Χριστούγεννα –υποτίθεται ότι θα έχει βγει και η απόφαση. Από αυτήν θα κριθούν πολλά για τις αντοχές του πολιτικού συστήματος, που έχει μεν φθάσει στα όριά του, αλλά ίσως ακόμη δεν έχει πιάσει πιάτο. Αν το δικαστήριο καταδικάσει τους χρυσαυγίτες και τους στερήσει τα πολιτικά δικαιώματα με πολιτικό χαρακτήρα τότε ίσως απλώς να φύγουν οι προηγούμενοι και να έρθουν οι επόμενοι. Βέβαια είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ποια θα είναι η Χρυσή Αυγή χωρίς τον Μιχαλολιάκο, τον Παππά και τον Κασιδιάρη. Αν, πάλι, η υπόθεση περί εγκληματικής οργάνωσης καταπέσει και καταδικαστούν μόνο οι διάφοροι Ρουπακιάδες, τότε για άλλη μια φορά το σύστημα θα εξευτελιστεί και η Χρυσή Αυγή θα βγει ενισχυμένη.