«Κλαίτε τώρα, αλλά μην ανησυχείτε, σύντομα θα τρώτε με χρυσά κουτάλια. Αυτό είναι μέρος ενός μεγάλου σχεδίου της Παγκόσμιας Τράπεζας. Θα επενδύσουν εδώ και θα φροντίσουν για εσάς».

Οι ξεσπιτωμένοι έλληνες ομογενείς στο Γυάλι, μόλις λίγα χιλιόμετρα βόρεια της Χειμάρρας, ακούν άφωνοι τον αξιωματούχο της πολεοδομίας που είχε δώσει την εντολή να ισοπεδωθούν τα σπίτια τους.

Από τις 4 τα ξημερώματα της 17ης Απριλίου έως και τις 21 Απριλίου 2007 η παραλία στο Γυάλι, μία από τις ομορφότερες στην Αλβανία, σταδιακά μετατρεπόταν σε πολεμικό τοπίο – χωρίς να λείψουν μάλιστα και κάποια θύματα: παράδειγμα η κυρία Κλημεντίνη, η οποία τραυματίστηκε από τούβλα που έπεσαν πάνω της την ώρα που γκρέμιζαν το σπίτι της.

Στο μεγαλύτερο μέρος της περιοχής της Χειμάρρας υπάρχουν κτίσματα που δεν έχουν τα απαραίτητα νομιμοποιητικά έγγραφα. Κατά την επιχείρηση εκείνη δεν πειράχθηκαν άλλα κτίρια που επίσης δεν είχαν άδεια, όπως ένα κυβερνητικό παραθεριστικό κατάλυμα σε απόσταση αναπνοής.

Ανάμεσα στις οικογένειες που έχασαν τα σπίτια τους ήταν και αυτή του Αντώνη, της Κλημεντίνης και του γιου τους, του Στέφανου Κόκα. Η παρουσία των Κόκα στην περιοχή διαρκεί πάνω από τρεις αιώνες. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ο Στέφανος και άλλα μέλη της οικογένειας βρέθηκαν στην Ελλάδα, δούλεψαν σκληρά και επέστρεψαν στο Γυάλι για να επενδύσουν και να ανακατασκευάσουν τα σπίτια που τους είχαν αφήσει οι παππούδες τους.

Οπως στην Ελλάδα, το φαινόμενο της άναρχης, χωρίς τις απαραίτητες άδειες, δόμησης γίνεται και στην Αλβανία ιδιαίτερα αισθητό στην παραλιακή ζώνη. Στις προσπάθειές της να αντιμετωπίσει το πρόβλημα η αλβανική κυβέρνηση πέρασε το 2006 νομοθεσία για τη νομιμοποίηση των κτισμάτων χωρίς άδειες. Τέτοιες αιτήσεις «τακτοποίησης» έκανε ανάμεσα σε άλλους και η οικογένεια Κόκα.

Και ενώ σύντομα θα ξεκινούσε το δεύτερο στάδιο της διαδικασίας για τη νομιμοποίηση των οικημάτων, στις 3 Απριλίου 2007 κοινοποιείται η απόφαση των κατεδαφίσεων. Λίγο καιρό αργότερα έγινε γνωστό ότι οι κατεδαφίσεις των σπιτιών ήταν αποτέλεσμα του Εργου Ολοκληρωμένης Διαχείρισης και Καθαρισμού της Παράκτιας Ζώνης της Αλβανίας, το οποίο χρηματοδοτούνταν από την Παγκόσμια Τράπεζα. Βάσει των εσωτερικών κανονισμών του διεθνούς οργανισμού το έργο αυτό θα έπρεπε να εποπτεύεται από την ίδια την τράπεζα με αυστηρά κριτήρια. Σε περίπτωση δε που το έργο προκαλεί «αναγκαστική επανεγκατάσταση» κατοίκων η Παγκόσμια Τράπεζα θα έπρεπε να φροντίσει οι επηρεαζόμενοι πληθυσμοί να έχουν ίδιες ή καλύτερες συνθήκες διαβίωσης.

Σε επιστολή που έστειλαν τον Ιούλιο του 2007 τα μέλη της οικογένειας Κόκα στην ανεξάρτητη επιτροπή επιθεώρησης και ελέγχου των έργων που χρηματοδοτούνται από την Παγκόσμια Τράπεζα ανέφεραν ότι «το αναπτυξιακό σχέδιο για τη νότια ακτογραμμή, που υλοποιείται σε συνεργασία με την κυβέρνηση της Αλβανίας, παραβίασε το δικαίωμά μας στην προφύλαξη και στην κατάλληλη στέγαση αλλά και το δικαίωμα σε μια δίκαιη δίκη».

Καταγγελίες που έρχονται σε αντιπαράθεση με τον πραγματικό σκοπό της Παγκόσμιας Τράπεζας: να καταπολεμά τη φτώχεια. Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι κατεδαφίσεις που ήρθαν ως αποτέλεσμα του μεγάλου αναπτυξιακού σχεδίου όχι μόνο δεν καταπολέμησαν την υπάρχουσα φτώχεια αλλά δημιούργησαν ακόμη μεγαλύτερη: κατέστρεψαν τις μόνιμες κατοικίες της οικογένειας Κόκα και άλλων και προκάλεσαν τον ξεριζωμό των κατοίκων.