Στις προσωπικές σχέσεις κάποιες φορές το όχι σημαίνει ναι και κάποιες όχι! Τα ίδια ισχύουν και στην πολιτική και συγκεκριμένα στις σχέσεις μεταξύ ψηφοφόρων και πολιτευομένων. Κάποιες φορές η λαϊκή εντολή δίνεται για αυτά που οι πολιτευόμενοι έχουν δεσμευθεί ότι θα κάνουν. Και κάποιες φορές η αντίληψη των ψηφοφόρων για τα πράγματα είναι πιο χαλαρή. Ξέρουν δηλαδή ότι αυτά που οι πολιτευόμενοι υπόσχονται δεν μπορούν να γίνουν ή δεν μπορούν να γίνουν ακριβώς ή δεν μπορούν να γίνουν όλα. Αλλά αυτό δεν τους πειράζει και τόσο.

Η ανάγνωση αυτή είναι επίκαιρη καθώς συγκρούονταν εδώ και πενήντα ημέρες δύο θεολογικές προσεγγίσεις. Οι Γερμανοί –και δυστυχώς όλοι οι άλλοι πίσω τους –επέμεναν στην τήρηση των κανόνων της ευρωζώνης. Και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ που έχει φορτωθεί τη διαπραγμάτευση με τους ξένους για την οικονομία –καθότι ο Καμμένος το ‘χει ρίξει στα τσάμικα –επέμενε ότι δεν μπορούσε να παραβεί την εντολή της 25ης Ιανουαρίου. Δηλαδή δεν μπορούσε να συνεχίσει το Πρόγραμμα, δεν μπορούσε να εφαρμόσει το μέιλ Χαρδούβελη και τα συναφή. Το όχι που μπορεί να είναι ναι φωτογραφίζει ακριβώς αυτό το πρόβλημα. Οι προσεκτικοί αναγνώστες των δημοσκοπήσεων –όπως ένας επί χρόνια στενός συνεργάτης του Κώστα Καραμανλή –αλλά και οι περισσότεροι έμπειροι πολιτικοί παρατηρητές επιμένουν ότι οι ψηφοφόροι του Τσίπρα δεν περίμεναν από αυτόν να κάνει αυτά που είπε. Πιθανόν γιατί το εκλογικό σώμα είναι εμπειρότερο των πολιτευομένων και ίσως πιο συνειδητοποιημένο από έναν με το ζόρι σαραντάρη πολιτικό που εκτοξεύθηκε στην Πρωθυπουργία.

Σύμφωνα με αυτή τη γραμμή ανάλυσης, ο Τσίπρας είχε εξαρχής μεγάλα περιθώρια για να προσαρμοστεί σε ένα modus vivendi με τους έξω που, κακά τα ψέματα, και αυτοί –ή, τέλος πάντων, πολλοί από αυτούς –ήταν πιο ελαστικοί με την Ελλάδα από ό,τι έλεγαν. Το πρόβλημα είναι ότι ο Τσίπρας έκανε τη νικηφόρο ομιλία του όχι πολύ μακριά από την Πλατεία Κλαυθμώνος, δεν έκανε όμως, ενώπιον του αλαλάζοντος πλήθους, τη δική του «συντακτική – αναθεωρητική» προσαρμογή όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Δυστυχώς η φθορά της εξουσίας, ή μάλλον η απομείωσή της, ξεκινά από τα πρώτα λεπτά. Αλλά το καταλαβαίνουν τελευταίοι αυτοί που την έχουν. Κοντά δύο μήνες και μερικά βρυξελλιώτικα ξενύχτια αργότερα, το δυσάρεστο ερώτημα είναι αν η νέα κυβέρνηση έχασε χρόνο και, κυρίως, πολιτικό χώρο επιμένοντας να μη συμφωνεί με τους έξω ή να μην υλοποιεί, κάνοντας πως δεν καταλαβαίνει, όσα συμφώνησε στο χαρτί Βαρουφάκη στο Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου. Στο μεταξύ, το κλίμα χάλασε, η οικονομία φρέναρε, τα έσοδα εξανεμίστηκαν –εν πολλοίς, Grexit δεν υπάρχει, κάτι που το ξέραμε άλλωστε, αλλά υπάρχει – δεν υπάρχει μάς κοστίζει. Ολα αυτά, ενώ η συμπολίτευση ήδη τείνει να βγει εκτός ελέγχου στη Βουλή.

Το κόλλημα με τη λαϊκή εντολή και η μανία με την πολιτική σκηνοθεσία συνοψίζονται σε άλλη μία χαμένη ευκαιρία για την Ελλάδα. Η Ευρώπη δεν χάνει. Και ο Πούτιν ξενύχτησε το ζεύγος Ολάντ – Μέρκελ στο Μινσκ και συνεχίζει να κάνει του κεφαλιού του, αλλά την πληρώνει η ρωσική οικονομία που πήγε κι αυτή πολλά χρόνια πίσω. Πίσω έχουμε πάει κι εμείς –μόνο και μόνο για να έχει να λέει η κυβέρνηση ότι είναι δικά της τα μέτρα που θα περάσει και δεν της τα υπαγορεύουν οι έξω.