Το μήνυμα των ελληνικών εκλογών δεν πρέπει να παρανοηθεί. Το εκλογικό σώμα εξέφρασε την απόγνωση, την απογοήτευση και την πληγωμένη εθνική του αξιοπρέπεια. Οι ευρωπαίοι εταίροι της Ελλάδας πρέπει να κατανοήσουν ότι το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν μια σαφής απόρριψη πολιτικών πέντε ολόκληρων χρόνων, που απέτυχαν να αποδώσουν θετικό αποτέλεσμα στο οποίο είχαν πολλοί ελπίσει.

Να κατανοήσουν ότι το κόστος της κρίσης κατανεμήθηκε με απόλυτα άδικο τρόπο, με τους φτωχότερους να σηκώνουν το μεγαλύτερο μερίδιο του βάρους. Με το να παρεμβαίνει η τρόικα (ΕΕ, ΕΚΤ και ΔΝΤ) σε μικροπαρεμβάσεις ήσσονος σημασίας και καθημερινής διαχείρισης, ένα αίσθημα πικρίας και οργής κατέλαβε την κοινή γνώμη, ακόμη και τους πιο αφοσιωμένους ευρωπαϊστές.

Ηταν αυτό το αίσθημα προσωπικής απελπισίας της χαμένης εθνικής κυριαρχίας και μιας νέας αρχής που επέτρεψε την επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ. Ετσι τώρα και ενώ η διαπραγμάτευση βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σημείο που θυμίζει διάλογο κωφών, οι εταίροι θα πρέπει να κατανοήσουν πως για τους Ελληνες το θέμα δεν είναι απλώς το ευρώ.

Ασφαλώς οι έλληνες πολιτικοί υπέπεσαν σε πολλά σφάλματα και απέτυχαν ιδιαιτέρως στο σχέδιο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που συνδέονταν με την ανάπτυξη. Μερίδιο ευθύνης, όμως, έχουν και οι εμπλεκόμενοι Ευρωπαίοι. Η δομή, το χρονοδιάγραμμα του προγράμματος και ο τρόπος επικοινωνίας δεν μπορεί παρά να επανεξετασθούν.

Είναι γεγονός ότι η γερμανική κυβέρνηση στην προσπάθειά της να επιβάλει στην υπόλοιπη ευρωζώνη τη δική της εκδοχή της οικονομικής ορθοδοξίας, παρά τις ισχυρές αντιρρήσεις οικονομολόγων και εκλεγμένων ηγετών, έχει επιδείξει σοβαρό έλλειμμα ενσυναίσθησης και διπλωματικής επιδεξιότητας.

Σε προεκλογικές περιόδους και άλλων ευρωπαϊκών χωρών, όταν κορυφώνονται οι εντάσεις και οι ευαισθησίες, γερμανοί πολιτικοί από όλα τα κόμματα απευθύνονται με απολυτότητα στους ψηφοφόρους ως προς το τι πρέπει να κάνουν. Οπως είναι αναμενόμενο, αυτά τα σχόλια προκαλούν αναφλέξεις, τροφοδοτώντας τη δημαγωγία και υποσκάπτοντας τις κυβερνητικές προσπάθειες να πετύχουν τους στόχους τους.

Υπάρχει, βεβαίως, περιθώριο να επιδειχθεί αμοιβαία κατανόηση. Με σημαντικό τμήμα της μαξιμαλιστικής προεκλογικής ρητορείας του ΣΥΡΙΖΑ να έχει τεθεί στο περιθώριο, ο έλληνας Πρωθυπουργός ισχυρίζεται επί της αρχής ότι θέλει να τηρήσει τις δεσμεύσεις της χώρας και επαναλαμβάνει συνεχώς την παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη. Οι θέσεις αυτές είναι κοινές και στις δύο πλευρές.

Ολα τα μέρη θα πρέπει να σταματήσουν να συζητούν για τη «θεωρία των παιγνίων» ή να παίζουν το «δίλημμα του δειλού» («chicken game»). Αντιθέτως, είναι η στιγμή να αλλάξουν ο τρόπος και η ουσία της διαπραγμάτευσης. Αντί για τα ακατανόητα –σε «βρυξελλιώτικη» αργκό –ανακοινωθέντα, η Ελλάδα πρέπει να συνεργαστεί με την ΕΕ για την κατάθεση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου, μαζί και με το θέμα του χρέους, το οποίο κακώς βγήκε τόσο γρήγορα από την διαπραγμάτευση.
Ο δε κ. Γιούνκερ έχει την υποχρέωση να επαναβεβαιώσει τον ρόλο της Επιτροπής που ηγείται και να αποκαταστήσει την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των ευρωπαϊκών οργάνων. Θα πρέπει να παρουσιάσει αυτή την κοινή πρόταση της Επιτροπής και της Ελλάδας προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κορυφής για να εγκριθεί από αυτό, ενώ ο έλληνας επίτροπος μπορεί να παίξει βασικό ρόλο σε αυτό.

Το βασικό σχέδιο θα πρέπει να επικεντρωθεί στην τριάδα: δημοσιονομική-πολιτική αναδιάρθρωση του χρέους, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και πρόγραμμα επενδύσεων. Αυτό κωδικοποιημένα σημαίνει:

n Παράταση αποπληρωμής του χρέους, με μείωση ή και διαγραφή της πληρωμής των τόκων –ανάλογα με την πρόοδο των μεταρρυθμίσεων και τις επιδόσεις στην οικονομία.

n Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένου ενός οδικού χάρτη μετρήσιμων στόχων και ενός εφαρμόσιμου χρονοδιαγράμματος. Οι τομείς πρώτης προτεραιότητας θα πρέπει να είναι το Φορολογικό, το Ασφαλιστικό, η δημόσια διοίκηση και η απονομή της δικαιοσύνης.

Ολα αυτά θα πρέπει να συνοδεύονται από ένα ολοκληρωμένο επενδυτικό πρόγραμμα, με δημόσια και ιδιωτική χρηματοδότηση, στην κατεύθυνση της πρότασης των 315 δισ. ευρώ που παρουσίασε ο κ. Γιούνκερ.

Ενα πακέτο: τρία σε ένα. Σε αυτό μπορούμε να προσθέσουμε και να αφαιρέσουμε αντιστοίχως.

Για να υπάρξει η συμφωνία και να έχει αποτελέσματα στο επόμενο διάστημα, όλες οι πλευρές πρέπει να έχουν υπόψη ότι: ένας συμβιβασμός για τους δημοσιονομικούς στόχους (π.χ. πρωτογενές πλεόνασμα), για την αποπληρωμή του χρέους ή τις επενδύσεις είναι πολύ πιο εύκολος από το να βρεθεί κοινός τόπος για τις μεταρρυθμίσεις, το μεγάλο δηλαδή προαπαιτούμενο για την ανάπτυξη. Δυστυχώς, όμως, πολλοί από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ τις βλέπουν ως νεοφιλελεύθερη επίθεση που δεν θα πρέπει να εφαρμοσθεί στην Ελλάδα. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ένα απαράκαμπτο αδιέξοδο, και γι’ αυτό η τελική συμφωνία θα πρέπει να έχει καθαρές θέσεις και δεσμεύσεις κατανοητές από βουλευτές αλλά και πολίτες.

Η Ελλάδα δεν αντέχει μια θολή συμφωνία που με το άνοιγμα της Βουλής θα τιναχθεί στον αέρα.

Ολοι συμφωνούν σε αρχές, στόχους και αξίες. Ολοι συμφωνούν ότι πρέπει να αποτραπεί ένας ακρωτηριασμός της ευρωζώνης και πρέπει να αποφευχθεί η απειλή της διάλυσής της. Για να τα καταφέρουμε θα πρέπει στην Ελλάδα να υπάρξει η προοπτική της ανάπτυξης αντί για την απειλή της εκδίωξης.

Η Αννα Διαμαντοπούλου είναι πρόεδρος του Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη, πρώην υπουργός