Στο περιβάλλον που έχει δημιουργηθεί μετά την οικονομική κρίση, όπου τα επιτόκια δανεισμού βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα σε πολλές χώρες, είναι καλύτερο να δανείζεται κανείς παρά να είναι δανειστής, παρά τη σύσταση του Σαίξπηρ να μην είναι κανείς τίποτε από τα δύο. Το τελευταίο διάστημα πάντως είναι ακόμη χειρότερα να είναι κανείς αποταμιευτής. Από τον Ιούνιο που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θέλησε να δώσει περισσότερα κίνητρα στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να δανείζουν περισσότερο –επιβάλλοντας αρνητικά επιτόκια στις καταθέσεις τραπεζών στην ΕΚΤ –οι καταθέτες ανακαλύπτουν ότι οι τράπεζες δεν είναι οι μόνες που χρεώνονται όταν καταθέτουν τα μετρητά τους. Τουλάχιστον τρεις τράπεζες –η State Street Corp, η Bank of New York Mellon και η Deutsche Skatbank –έχουν επιβάλει αρνητικά επιτόκια για μεγάλες καταθέσεις σε ευρώ.

Το έχουμε ξαναδεί αυτό, π.χ. το 2012, όταν οι καταθέτες εγκατέλειπαν το ευρώ και στρέφονταν σε άλλα νομίσματα. Η Credit Suisse για παράδειγμα είχε επιβάλει αρνητικά επιτόκια σε όσους είχαν ταμειακά υπόλοιπα σε ελβετικό φράγκο. Η τράπεζα μάλιστα είχε αναφέρει ότι «καλούμε τους πελάτες μας να διατηρούν όσο γίνεται πιο χαμηλά ταμειακά υπόλοιπα για να αποφεύγουν χρεώσεις». Η State Street είχε επίσης επιβάλει αρνητικά επιτόκια σε καταθέσεις σε δανέζικες κορόνες. Εάν είσαι κεντρική τράπεζα, δεν είναι καλό σημάδι όταν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα προσπαθούν να αποτρέψουν τους πελάτες τους από το να έχουν το νόμισμά σου.

Το ότι οι καταθέτες πληρώνουν τις τράπεζες για να φυλάνε τα χρήματά τους δείχνει ότι ο κίνδυνος αποπληθωρισμού αυξάνεται. Φαίνεται επίσης ότι μια από τις συνέπειες της αντίθεσης της Γερμανίας στην ποσοτική χαλάρωση είναι ότι οι γερμανοί καταθέτες επηρεάζονται αρνητικά. Ζούμε σε έναν περίεργο κόσμο όπου η οικονομική ολιγάρκεια τιμωρείται και η δημοσιονομική ανηθικότητα ανταμείβεται. © Bloomberg News