«Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα». Ο στίχος που δίνει τον τίτλο στην αποψινή συναυλία της Ελευθερίας Αρβανιτάκη ακούγεται πολύ οικείος έως και παρεξηγήσιμος: μήπως χρειαζόταν κάτι πιο ψαγμένο; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά «όχι»: ο τίτλος κρύβει το φορτίο της μελέτης από την πλευρά της ερμηνεύτριας και του σεβασμού στο έργο του σπουδαίου συνθέτη. Είναι όμως και έμμεσος φόρος τιμής στη Μαρίκα Νίνου, η οποία το ερμήνευσε το 1954 και η Αρβανιτάκη την αποκαλεί «δασκάλα» της.

Τα 100χρονα από τη γέννηση του Βασίλη Τσιτσάνη θα γιορταστούν στις 18 Ιανουαρίου του επόμενου χρόνου. Η οικογένεια όμως του θεσσαλού συνθέτη που άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα στον πολιτισμό της Ελλάδας ζήτησε από την Ελευθερία Αρβανιτάκη να διοργανώσει μια μουσική γιορτή, που θα λειτουργούσε ως αφορμή για να ενώσουν τις αναμνήσεις τους ορισμένοι από εκείνους που μελέτησαν με σεβασμό το έργο του.

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΑΚΟΥΣΜΑ. Η Αρβανιτάκη ήταν έφηβη όταν άρχισε να εξερευνά τα μουσικά τοπία των ρεμπέτικων ήχων. Το 1977 κάποιος φίλος της που έφευγε φαντάρος τής χαρίζει ένα μπομπινόφωνο και τον πλούτο μιας μοναδικής συλλογής. Δεν άργησε να τα ψαχουλεύει και στον μπαγλαμά της. Κάπου εκεί βρέθηκε κοντά και με τη δημιουργία του Βασίλη Τσιτσάνη και άρχισε να τον μελετά με θρησκευτική ευλάβεια. Δύσκολα μπορεί κανείς να μείνει ανεπηρέαστος από τον όγκο του έργου, πόσω μάλλον όταν έχει αποφασίσει να δουλέψει στη μουσική.

Η ερμηνεύτρια ανακαλεί συναισθήματα, εικόνες και ήχους. «Μέσα από τους ήχους του Τσιτσάνη ακούς άλλους κόσμους» λέει, δίνοντας ακόμη μία διάσταση. «Οι εισαγωγές του σίγουρα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν απλές, όπως και τα μουσικά μέρη ανάμεσα στα κουπλέ και σε ρεφρέν. Είναι αστείρευτη η πηγή από την οποία μπορεί κάποιος να αντλήσει υλικό. Βεβαίως οι φόρμες είναι απολύτως λιτές, ευθύβολες και πολύ δυνατές».

Ο Βασίλης Τσιτσάνης για την τραγουδίστρια υπήρξε ο ακρογωνιαίος λίθος της ελληνικής μουσικής, είναι ο Παρθενώνας μας. «Εχω μια βαθιά συγκίνηση, γνωρίζω τα πάντα γύρω από το έργο του και για μένα η συναυλία αυτή είναι μια συνάντηση με την εφηβεία μου. Μέσα από το έργο του, γρήγορα καταλαβαίνεις ότι οι στιχουργοί βρίσκουν τρόπο για να γράψουν και οι μουσικοί για να συνθέσουν. Οποιος δεν έχει περάσει από αυτά τα μονοπάτια είναι φτωχός».

ΟΠΙΣΘΟΔΡΟΜΙΚΗ ΚΟΜΠΑΝΙΑ. Η λατρεία της Ελευθερίας Αρβανιτάκη για το έργο του συνθέτη συνδέεται με τα χρόνια εκείνα όταν συνάντησε τους φίλους τους στην Οπισθοδρομική Κομπανία, αλλά και με τον Διονύση Σαββόπουλο. «Δεν θέλαμε να κάνουμε αναπαραγωγή εκείνης της εποχής. Απλώς δηλώναμε τη λατρεία μας μπροστά σε αυτούς τους θησαυρούς που βρέθηκαν στα χέρια μας». Υπογραμμίζει ότι έμειναν μακριά από την παρελθοντολαγνεία, χωρίς καμία διάθεση μίμησης, αλλά ξαναθυμίζοντας το έργο μέσα από την προσωπική έκφραση του κάθε καλλιτέχνη.

Οπως λέει: «Υπάρχουν στίχοι στα τραγούδια αυτά που, πέραν της νοσταλγίας και του ρυθμού τους που μπορεί να σε κινητοποιήσει, είναι απόλυτα σημερινοί: «Τα βάσανα μες στη ζωή θα τα περάσουμε μαζί, μαζί τις πίκρες τις χαρές, μαζί και τις αναποδιές»» .

Με αυτή την μουσική παρέα που σύστησε ξανά τα ρεμπέτικα τη δεκαετία του ’80 σε ένα μέρος του ελληνικού κοινού, η Ελευθερία Αρβανιτάκη έκανε τα πρώτα της βήματα στον χώρο. «Οι παρέες» λέει «πάντα έπαιζαν ρόλο. Υπάρχει μεγάλη ανάγκη από την παρουσία τους. Και σήμερα νομίζω ότι υπάρχει μια διαφορά από τον τρόπο που λειτουργούσαν στη δική μας εποχή. Κουβεντιάζουν περισσότερο οι ομάδες της νέας γενιάς». Στέκονται όμως απέναντι και έχουν κριτική ματιά για ό,τι συμβαίνει γύρω τους; «Η τέχνη οφείλει να στέκεται απέναντι στην εξουσία. Ομως πόσες περιπτώσεις καλλιτεχνών υπάρχουν που τα πολιτικά τους πιστεύω είναι εντελώς αντίθετα από αυτά που θεωρούμε εμείς ή λέμε δημοκρατικά, αλλά η τέχνη τους είναι θαυμαστή;».

Την ίδια στιγμή που περιγράφει την αξία στο έργο του τρικαλινού δημιουργού, μένει γενναιόδωρη απέναντι στη σημερινή δημιουργία. «Ζούμε σε μια άλλη εποχή, μέσα από την οποία τα πράγματα εκφράζονται διαφορετικά και επηρεάζονται ή ζυμώνονται με άλλα στοιχεία. Σε καμία περίπτωση δεν μπορείς να μπεις στη λογική: «Αχ! τι ωραία που έγραφαν τότε». Δεν νομίζω ότι πρέπει να το αντιμετωπίζουμε έτσι. Κάθε εποχή έχει τα μεγάλα τραγούδια της, τους μεγάλους ερμηνευτές, τους συνθέτες και τους στιχουργούς. Εχει τους ήρωές της».

ΔΥΟ ΔΑΣΚΑΛΕΣ. Εκτός από το έργο του Βασίλη Τσιτσάνη, υπάρχουν ακόμη δύο πρόσωπα που επηρέασαν με τρόπο ισχυρό και γοητευτικό την Ελευθερία Αρβανιτάκη. «Δύο γυναίκες είναι για μένα αξεπέραστες και τις θεωρώ δασκάλες μου.

Η μία είναι η Μαρίκα Νίνου και η άλλη η Τζένη Βάνου. Δεν χρειάζονται «γιατί» και πολλές επεξηγήσεις».

Τη σκηνή του Ηρωδείου, εκτός από τους παλιούς της φίλους, την Οπισθοδρομική Κομπανία, θα τη μοιραστεί με τον Σταμάτη Κραουνάκη ο οποίος μελέτησε διεξοδικά και βαθιά το έργο του Τσιτσάνη. Είναι μάλιστα η πρώτη φορά που εμφανίζονται μαζί (η προηγούμενη «συνάντησή» τους ήταν δισκογραφική με το τραγούδι «Πάω να πιάσω ουρανό» που της εμπιστεύθηκε ο δημιουργός).

Θα ενώσουν τις φωνές τους σε τέσσερα τραγούδια, τα οποία συγκεφαλαιώνουν με έναν τρόπο τη μουσική ιδιοφυΐα του Βασίλη Τσιτσάνη: «Συννεφιασμένη Κυριακή», «Αχάριστη» (αγαπημένο του Σταμάτη Κραουνάκη), «Καβουράκια» αλλά και «Θα πάω εκεί στην Αραπιά», που αποτέλεσε –όπως έχει πει ο συνθέτης –οδηγό για πολλά κομμάτια του. Αυτό το τελευταίο θα το περιμένουμε σε μια τζαζ εκδοχή.