Το «Φάλκονερ», που πρωτοκυκλοφόρησε το 1977, όπως και τα διηγήματα του Τζον Τσίβερ ανασκάπτει την απαστράπτουσα επιφάνεια της αμερικανικής ευημερίας.

Ο ήρωας του βιβλίου, πανεπιστημιακός της ανώτερης μεσαίας τάξης ονόματι Φάραγκατ, με γοητευτική –απαιτητική –σκληρή και ναρκισσευομένη σύζυγο, καταδικάζεται σε δεκαετή κάθειρξη για τον φόνο του αδελφού του. Ναρκομανής που έχει ενταχθεί σε πρόγραμμα μεθαδόνης και αμφιφυλόφιλος (όπως και ο Τσίβερ), θεωρεί τον εαυτό του αθώο καθώς ο θάνατος του αδελφού δεν προήλθε από χτύπημά του αλλά από την πτώση του. Είχε προηγηθεί λογομαχία όπου του είχε αποκαλυφθεί ότι ο πατέρας του τον ήθελε νεκρό πριν ακόμη γεννηθεί. Δεν στέκεται εντούτοις και πολύ στο ζήτημα της ενοχής. Τον απασχολεί κατά κύριο λόγο η επιβίωση. Τον παρακολουθούμε να ανατέμνει το παρελθόν αναζητώντας τα αίτια της πτώσης του στην ευελιξία του σύγχρονου τρόπου ζωής και στην απουσία σταθερών σημείων αναφοράς. Σκέφτεται λ.χ. πως «Οι Φάραγκατ ήταν άνθρωποι που ισχυρίζονταν ότι στηρίζονται στην παράδοση, μα πρακτικά στηρίζονταν στο –πολύ πιο απτό –κυνήγι ενός εφικτού αυτοσχεδιασμού με παντελή έλλειψη συνέπειας». Η εμφάνιση στη σύγχρονη κοινωνία απειρίας δυνατοτήτων, η πανσπερμία επιλογών, μια υπαρξιακή κατάσταση πλεύσης στο πέλαγος με ορθάνοιχτα πανιά, βρίσκεται στη ρίζα του εθισμού του. Ετσι κι αλλιώς, ζούμε σε μια υπαρξιακή κατάσταση δομικού εθισμού, στοχάζεται ο Φάραγκατ, εν μέσω άπειρων καταναλωτικών δυνατοτήτων και εξάρτησης από την κοινωνία του θεάματος και τις μάλλον πολυτελείς μικροσυνήθειές μας χωρίς την άμεση ικανοποίηση των οποίων απλώς καταρρέουμε. Στην ντρόγκα βρήκε την ώθηση ώς τα όρια της ύπαρξης αυτής της νεόκοπης ανθρώπινης συνθήκης. Ωσπου διαπιστώνει ότι τελικά δεν την έχει διόλου ανάγκη όταν ένας φύλακας τού αποκαλύπτει ότι για καιρό δεν του χορηγούσαν μεθαδόνη αλλά κάποιο αθώο υποκατάστατο.

Και η καθαυτή ζωή του ως εγκλείστου; Η αρχική αίσθηση που αποκομίζει ο αναγνώστης είναι ότι έχουμε μια καφκικής έμπνευσης μεταφορά, φυτεμένη στην άλλη ακτή του Ατλαντικού: απροσδιοριστία ως προς τις ρεαλιστικές συνθήκες κράτησης, βαρείς συμβολισμούς ως προς τη δικαιοσύνη, την ελευθερία και την ενοχή, εκφορά ενός διοικητικού τύπου λόγου εκ μέρους των φυλάκων και των κρατουμένων, διάχυτη ρητορεία που σταδιακά εκπίπτει σε πεζότητα. Στην εξέλιξη του έργου και καθώς ο Φάραγκατ εξοικειώνεται με τη σκληρότητα του νέου τρόπου ζωής του, αρχίζουν να τον συγκινούν απλές και καθημερινές εκδηλώσεις της στοργής των κρατουμένων προς τις γάτες της φυλακής ή προς τα περιστέρια που ταΐζουν στο προαύλιο. Δίπλα σε νατουραλιστικές περιγραφές της καθημερινότητας, τον παρακολουθούμε να ερωτεύεται έναν συγκρατούμενο και όταν αυτός τον εγκαταλείπει να παίρνει μέρος σε ακραίες ερωτικές ασκήσεις. Η σύμπνοια και η τρυφερότητα νικούν ωστόσο τη βία και ο αρχικά εφιαλτικός χώρος μετατρέπεται ενίοτε σε παιδική χαρά.

Οχι βέβαια ελαφρά τη καρδία. Γιατί ο Φάραγκατ αναζητεί σταθερά την ελευθερία, αν όχι σε πραγματικούς, πάντως σε φαντασιακούς όρους. Αναπολεί, νοσταλγεί, επαναξιολογεί το παρελθόν. Θυμάται πώς απολάμβανε το φυσικό του περιβάλλον όταν ήταν ελεύθερος και διερωτάται γιατί οι άνθρωποι προσπερνούν τις απλούστερες μορφές ευτυχίας όταν αυτές τούς προσφέρονται. Γίνεται ευτυχισμένος εν μέσω της ανάκλησης του παρελθόντος. Προσχωρεί στη ζωή: «Ολα αυτά τα σκατά που λέγονται για τον θάνατο, ότι δηλαδή στέκεσαι άφοβος ενώπιόν του, δεν έχουν ίχνος ποιότητας. Πώς γίνεται να φεύγεις άφοβα από το πάρτι, αφού μοιάζει στ’ αλήθεια με πάρτι ακόμα και στη στενή… όταν ακόμα και τα κάγκελα σού φαίνονται ωραία που τ’ αγγίζεις;».

Και όμως, ο Φάραγκατ τελικά θα αποδράσει υποδυόμενος το πτώμα ενός συγκρατουμένου του. Κυριολεκτικά θα αναστηθεί. Θα μάθει να ξαναπερπατά υπό βροχήν στον ανοιχτό μεγάλο κόσμο. Και ίσως επιδοθεί και πάλι στην αναζήτηση της αγάπης που η σκληρότητα της συζύγου του τού είχε αποστερήσει. Τέλος ανοιχτό, τέλος με τη λέξη ευτυχία δις επαναλαμβανόμενη.

Τι γνώριζε όμως ο ίδιος ο Τσίβερ για την αγάπη; Οι βιογράφοι και η οικογένειά του συμφωνούν ότι ήταν ανυπόφορος. Ο Μπλέικ Μπέιλι, που συνέγραψε την πληρέστερη βιογραφία του, περιγράφει τα ημερολόγια του συγγραφέα ως τον «θρίαμβο του τραγικωμικού σολιψισμού». Ο Τσίβερ βίωσε τραυματικά την οικογενειακή οικονομική καταστροφή, βρέθηκε στη Νέα Υόρκη αναζητώντας την τύχη του, και κατάφερε να υλοποιήσει επί του εδάφους μια απαστράπτουσα ζωή που όμως «πολύ λίγη ευτυχία τού προσέφερε», όπως έγραψε ο στενός του φίλος Τζον Απντάικ. Συγγραφέας πέντε μυθιστορημάτων και εκατόν είκοσι από τα πιο αξιοπρόσεκτα αμερικανικά διηγήματα, ο Τσίβερ απήλαυσε άφθονη λογοτεχνική δόξα στη διάρκεια της ζωής του και ακόμη περισσότερη μετά θάνατον. Εζησε άνετη ζωή, κυρίως μετά την δημοσίευση το 1956 τού «The Wapshot Chronicle». Ωστόσο ενδέχεται να μην αγάπησε ποτέ τον εαυτό του. Η δόξα του φυσικού κόσμου και ο θρίαμβος της ανόδου στα ύψη του Βραβείου Πούλιτζερ μόνο πρόσκαιρη ικανοποίηση τού προσέφεραν. Ισως αυτή η δυσαρμονία με τον εαυτό του και οι διαρκείς περιπλοκές με την κοινωνική πραγματικότητα να είναι βέβαια η μοίρα των καλών συγγραφέων, ωστόσο ο αλκοολισμός και η βία δεν είναι κοινή σε όλους.