Το κρυμμένο εβραϊκό παρελθόν της Ιλζε και ο φανερός αντισημιτισμός του Πολ Ζαν Ισόν. Το καθεστώς του Βισύ, η αντίσταση και οι μισητοί βασανιστές. Ο λαβύρινθος της ιστορικής αφήγησης πίσω από τις αναμνήσεις της μικροϊστορίας.

Τον Σεπτέμβριο του 1942 η Γαλλία ασφυκτιά από τη μέγγενη της ναζιστικής κατοχής. Εχουν περάσει πέντε χρόνια από τον ρατσιστικό φιλιππικό του Σελίν εναντίον των Γαλλοεβραίων («Φλυαρίες για μια σφαγή») και μόλις κάτι μήνες από τη φυλάκιση του πρώην –Εβραίου –πρωθυπουργού Λεόν Μπλουμ.

Είναι μια εποχή στην Κόλαση μέσα στην οποία ανατέλλει το μυθιστορηματικό άστρο του συγγραφέα και ακαδημαϊκού Πολ Ζαν Ισόν. Μεγαλοαστός, ήρωας του Μεγάλου Πολέμου, διαπρύσιος αντισημίτης, χάνει τη γυναίκα και την κόρη του επί Β’ Παγκοσμίου και μένει στην κατεχόμενη Γαλλία μαζί με τη νύφη του, την οποία ερωτεύεται παράφορα. Δεν θα αργήσει όμως να ανακαλύψει ότι είναι Εβραία. Με ένα ευφυές U –turn από τη μεγάλη ιστορία προς τη μικροϊστορία της μνήμης ο Σλοκόμπ στήνει τον άξονα του μυθιστορήματός του: πώς ο Ισόν θα περισώσει τον δηλητηριώδη αντισημιτισμό του και, παράλληλα, θα διασώσει τη σύζυγο του γιου του και μητέρα των εγγονών του;

Ο πρωταγωνιστής του έχει δώσει από νωρίς το ιδεολογικό του στίγμα, ακυρώνοντας την κεντροευρωπαϊκή κληρονομιά του: «Ουδέποτε συμμερίστηκα τη ρομαντική γελοιότητα που θέλει τους συγγραφείς αγίους ή ήρωες, και τον κόσμο να τους κοιτάζει σταυρώνοντας τα χέρια… Λίγοι είναι οι συγγραφείς που διάγουν υποδειγματικό βίο». Με άλλα λόγια, ο ήρωας ρίχνει την τιμή του από την αρχή, για να μην τον υποτιμήσουν οι αναγνώστες. Φτάνει πάνω από την άβυσσο της αυτοκαταστροφής, αλλά δεν προδίδει τις προκαταλήψεις του.

Ο πετενιστής συγγραφέας δεν θα άξιζε πιθανότατα ούτε δεύτερη ματιά, εάν ο δημιουργός του δεν είχε φροντίσει να τον εξοπλίσει με ορισμένες από τις διαχρονικές αξίες που παγιώνουν ένα χαρακτήρα στη συνείδηση του αναγνώστη: είναι πολύ αντιφατικός για να εξαχθούν τελεσίδικα συμπεράσματα εις βάρος του και επαρκώς απόλυτος για να αποφευχθεί οποιαδήποτε ταύτιση μαζί του. Με μια παράφραση του Ρολάν Μπαρτ, το βασίλειο της ιδεολογίας του είναι και η φυλακή του. Πιστεύει στον στρατηγό Πετέν αλλά όχι στην τακτική της συνεργασίας με τους βασανιστές της γαλλικής υπαίθρου (spoiler: η σκηνή βασανισμού των δύο αντιστασιακών δανείζεται κινηματογραφικούς κώδικες και απαιτεί ανάλογες αντοχές).

Ο Ισόν προτιμά την υποδούλωση των συμπατριωτών του από την εξάπλωση των ιδανικών του Διαφωτισμού που βάζουν στη γωνία τον στρατό ως πυλώνα εθνικής αυτοσυνειδησίας. Τα ίδια άλλωστε πιστεύουν και οι φίλοι του: ο Φερνινάντ Σελίν (ένα έξυπνο δάνειο από τη λογοτεχνική ιστορία) και ο Μπραζιγιάκ. «Μια συλλογική παράνοια κατακυρίευε τη Γαλλία και τους Γάλλους –όλες μας οι αξίες έμοιαζαν να έχουν πεταχτεί στον υπόνομο, επιτρέποντας να επιπλεύσουν και να ανακατευτούν, μέσα σε έναν αποτρόπαιο στρόβιλο, εγωισμός, ανημπόρια, αταξία, ηττοπάθεια, οργή, ανοησία, παραλογισμός, παραίτηση, απληστία, ανανδρία, μέθη, μνησικακία, μίσος, υποταγή, και όλα αυτά μέσα στην τραγική λαίλαπα ενός γιγάντιου, ακατανόητου και ανεξέλεγκτου «ο σώζων εαυτόν σωθήτω»».

Πίσω από τον Πολ Ζαν Ισόν περιμένει μια ολόκληρη γενιά φιλομοναρχικών καθολικών που βάζει θετικό πρόσημο στη «συνεργασία» (collaboration) με τους Ναζί, μισεί τον Λεόν Μπλουμ, αυτόν τον «καπάτσο σαν ταλμουδιστή, ύπουλο σαν σκορπιό, μοχθηρό σαν ευνούχο και μνησίκακο σαν οχιά» (διά χειλέων Ισόν) και αποκαλεί την Τρίτη Δημοκρατία «Πόρνη» (gueuse). Μετά την εισβολή των Ναζί, ο στρατηγός Πετέν αφήνει να εννοηθεί ότι μονάχα η κατάπαυση των εχθροπραξιών θα επιτρέψει την «αναγέννηση της χώρας». Οι λεγόμενοι «μαλθακοί» πολιτικοί αλλάζουν βασικό εχθρό. Δεν στρέφονται πλέον κατά της Γερμανίας αλλά κατά του επαίσχυντου κοινοβουλευτικού καθεστώτος, στο οποίο επιρρίπτουν το όνειδος της ήττας.

Δεν πρόκειται παρά για το αμφιλεγόμενο ειρηνιστικό κίνημα στη Γαλλία του 1940, που θέλει πάση θυσία να «θάψει το τσεκούρι του πολέμου» με τον Χίτλερ. Η Γαλλία είναι πιο πρόθυμη να κινηθεί κατά του Φράνκο παρά κατά της Γερμανίας, την οποία πασχίζει να καλοπιάσει επινοώντας διαπραγματεύσεις. Τι ονειρεύεται ουσιαστικά η γαλλική Δεξιά της εποχής; Να στρέψει τη ναζιστική μηχανή εναντίον του Στάλιν. «Προτιμότερος ο Χίτλερ από τον Μπλουμ» είναι το ανεπίσημο σλόγκαν που σιγοψιθυρίζουν ακόμη και σοσιαλιστές, όπως ο Μαρσέλ Ντεά.

Τα ερωτήματα για την ίδια την τέχνη της ιστορικής συγγραφής λειτουργούν σαν βραδυφλεγείς βόμβες. Πώς γράφει κανείς την ιστορία εις βάρος των συμπατριωτών του; Υπάρχει μία επίσημη «σχολική» καταγραφή; Και εάν κανείς καταφέρει να περάσει επώδυνες αλήθειες από τις χαραμάδες της μυθιστορίας; Ο Ρομέν Σλοκόμπ σήκωσε το γάντι. Το βιβλίο του εντάσσεται στη σειρά «Les affranchis» (Τα φιλαράκια) του εκδοτικού οίκου Nil, όπου διάφοροι συγγραφείς προσκλήθηκαν να απευθύνουν μια επιστολή σε ένα φανταστικό πρόσωπο της αρεσκείας τους (για την ιστορία, οι υπόλοιποι επέλεξαν συγγενικά τους πρόσωπα). Το πορτρέτο των ανθρώπων που ανέβασαν τον Πετέν στην εξουσία –για τέσσερα χρόνια –σκιαγραφείται εδώ με πλούσιες αποχρώσεις. Ο Σλοκόμπ καταφέρνει να ρίξει φως στον απερίφραστο κόσμο των πετενιστών χρησιμοποιώντας τα δικά τους ανυπόφορα λόγια. Με τη μορφή μιας επιστολής του κυρίου Ισόν προς τον διοικητή των γερμανικών δυνάμεων κατοχής και στόχο την κατάδοση της νύφης του. Η συνεργασία με τους Ναζί, όπως και η αντίσταση, υπήρξε κατά βάση μια προσωπική υπόθεση.