Ποιος θα είναι ο νικητής των επικείμενων εκλογών και με ποια κριτήρια θα αναδειχθεί; Αυτή είναι η (αναπάντητη) ερώτηση που τίθεται σήμερα σε κάθε τραπέζι συσκέψεων πολιτικών στελεχών, δημοσιογράφων και όσων εμπλέκονται στις εκλογές. Στην ερώτηση αυτή δεν θα επιχειρήσω να δώσω οριστική απάντηση σε ποσοστιαία κλίμακα. Αυτό είναι, άλλωστε, ευθύνη όσων διενεργούν δημοσκοπήσεις να μας ενημερώσουν με τα διαθέσιμα στοιχεία.

Σήμερα, όμως, μπορούμε να έχουμε μία προσέγγιση για τα κριτήρια και τα στοιχεία εκείνα που θα αναδείξουν τελικά τον νικητή των ευρωεκλογών. Η ανάγνωση των αποτελεσμάτων των ευρωεκλογών από το 1981 έως το 2009 είναι αρκετά διδακτική. Ολοι θεωρούν ότι σημαντικό τμήμα των εκλογέων υιοθετεί χαλαρότερα κριτήρια ψήφου στις ευρωεκλογές και συχνά η ψήφος δεν καθοδηγείται αυστηρά από τις κομματικές ταυτίσεις και τα ισχυρά διακυβεύματα των εθνικών εκλογών. Για τον λόγο αυτό θεωρούνται «δεύτερης κατηγορίας» εκλογές. Ετσι, τα ισχυρά κόμματα προσελκύουν κατά κανόνα χαμηλότερα ποσοστά ψήφων σε σχέση με τις εθνικές εκλογές και επωφελούνται τα μικρότερα κόμματα, τα οποία αποκτούν κοινοβουλευτική εκπροσώπηση στο Ευρωκοινοβούλιο.

Ενα από τα αξιοσημείωτα παράδοξα της διαφοροποιημένης εκλογικής συμπεριφοράς συνέβη το 1981. Κατά την ταυτόχρονη διενέργεια εθνικών και ευρωπαϊκών εκλογών, το ΠαΣοΚ βρήκε στην κάλπη των εθνικών εκλογών 48,02% των ψήφων, αλλά σε εκείνη των ευρωεκλογών μόνο 40,12%. Ανάλογη εμπειρία είχε και η ΝΔ τον Ιούνιο 1989 όταν σημείωσε επίδοση κατά 4% υψηλότερη στις εθνικές εκλογές την ίδια ημέρα διεξαγωγής διπλών εκλογών. Το μεγάλο ποσοστό του ΠαΣοΚ το 1993 στις εθνικές εκλογές (46,88%) ήταν κατά 9% περίπου υψηλότερο από το ποσοστό που έλαβε στην ευρωκάλπη λίγους μήνες αργότερα το 1994.

Σε ένα αντίστροφο παράδειγμα, το ΠαΣοΚ έπειτα από το χαμηλό ποσοστό στην ευρωκάλπη (32,91%) το 1999 διέγραψε μία έντονα ανοδική πορεία και επικράτησε στις εθνικές εκλογές του 2000 (43,8%). Δεν πρέπει, βεβαίως, να παραβλέπουμε ότι τεκμηριώνονται ορισμένες τάσεις του εκλογικού σώματος. Το 1999 ήρθε πρώτο κόμμα η ΝΔ στις ευρωεκλογές (36%) και στις εθνικές του 2000 ανέβασε το ποσοστό στο 42,73%. Το 2009 το ΠαΣοΚ πέτυχε κάτι ανάλογο (από 36,64% στο 43,94%), ενώ η ΝΔ διατήρησε μέτριες επιδόσεις (από 32,29% στο 33,49%).

Ολα τα παραπάνω μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρέπει να αξιολογήσουμε το πολιτικό πλαίσιο για να κρίνουμε νικητές και ηττημένους. Είναι ελάχιστες οι ομοιότητες του πλαισίου εντός του οποίου θα διενεργηθούν οι ευρωεκλογές του 2014 σε σύγκριση με το παρελθόν. Από το 2012 το κομματικό σύστημα έχει ανατραπεί με την καταρράκωση των άλλοτε ισχυρών κομμάτων, με την ανάδειξη άλλου κόμματος στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση νέων κομμάτων και με την εμφάνιση ακραίων ιδεολογιών και πολωμένης πολιτικής αντιπαράθεσης. Ολα αυτά συνηγορούν στην εκτίμηση της κρίσης του πολιτικού συστήματος, η οποία συνεχίζεται και εντός του 2014 όπως διαφαίνεται από τα χαμηλά επίπεδα εμπιστοσύνης των πολιτών στους πολιτικούς θεσμούς, το μεγάλο ποσοστό αναποφάσιστων και τις διαφαινόμενες νέες εξελίξεις στο κομματικό σύστημα.

Η επικράτηση του ενός ή του άλλου κόμματος, λοιπόν, δεν θα μας οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα για τις επιδόσεις του στις εθνικές εκλογές. Αλλά το εκλογικό αποτέλεσμα μπορεί να δώσει το πλεονέκτημα των πρωτοβουλιών σε ένα μεγαλύτερο (ή και μικρότερο) κόμμα και, αντιστρόφως, να φέρει σε δυσμενέστερη θέση κάποια υφιστάμενα. Σε κάθε περίπτωση, η ιδιαιτερότητα αυτών των εκλογών είναι ότι κατά πάσα πιθανότητα θα κρίνουν τη σταθερότητα της κυβέρνησης σε μια περίοδο που η συνθήκη αυτή είναι μείζονος σημασίας για την κατάσταση της χώρας. Η απάντηση που θα δώσουν οι εκλογείς σε αυτό το ερώτημα θα είναι εξαιρετικά κρίσιμη, απομένει να δούμε αν θα είναι και σοφή.

Ωστόσο, ο πραγματικός νικητής των εκλογών πρέπει να είναι το ίδιο το πολιτικό σύστημα, το οποίο πρέπει να αποκτήσει σταθερούς κομματικούς πυλώνες, να ενισχύσει τα στοιχεία συναίνεσης και συνεννόησης, να καθιερώσει όρια στην εκδήλωση της κομματικής αντιπαράθεσης και να περιθωριοποιήσει τους ακραίους, να ενισχύσει τον ουσιαστικό κοινοβουλευτικό έλεγχο της κυβέρνησης και να αναδείξει ένα νέο πολιτικό προσωπικό με διαφορετικές κομματικές αναφορές αλλά με ισχυρή πολιτική παιδεία. Ο τρόπος διεξαγωγής της εκλογικής αντιπαράθεσης, οι υποψήφιοι και τα πολιτικά επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται δεν μας επιτρέπουν να είμαστε αρκετά αισιόδοξοι για μια πολιτική αναγέννηση.

Ο Μάνος Γ. Παπάζογλου είναι λέκτορας Πολιτικών Συστημάτων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου