Η εκ των υστέρων (ex post) αξιολόγηση και αναγνώριση των «λανθασμένων» προβλέψεων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) από ανεξάρτητους αξιολογητές του για την πορεία της ελληνικής οικονομίας 2010-2013 αναδεικνύει, κατά κύριο λόγο, την αισιοδοξία των προβλέψεων οι οποίες δεν επαληθεύτηκαν αναφορικά με τον ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ, της ανεργίας, του χρέους, των ελλειμμάτων, του επιπέδου ανταγωνιστικότητας. Η συγκεκριμένη αξιολόγηση υπογραμμίζει ότι «οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ αδυνατούν να πραγματοποιήσουν ακριβείς προβλέψεις σε περιόδους ύφεσης και η ύφεση στην ελληνική οικονομία αποδείχθηκε ότι είναι από τις μεγαλύτερες διεθνώς».

Ομως η αντικειμενικά επιστημονική και πραγματολογικά κοινωνικο-οικονομική αξιολόγηση του προγράμματος της εσωτερικής υποτίμησης της τρόικας στην Ελλάδα αποκαλύπτει τις σημαντικές και αναστρέψιμες αργά και αναιμικά, σε βάθος χρόνου, βραχυπρόθεσμες και μεσο-μακροπρόθεσμες επιπτώσεις. Από την άποψη αυτή, είναι χαρακτηριστική η επισήμανση της έκθεσης του ΟΟΣΑ (OCDE, 2014) αναφορικά με «τη μείωση του ενός τρίτου του διαθέσιμου εισοδήματος των ελληνικών νοικοκυριών με την κατά κεφαλήν απώλεια να προσεγγίζει τα 4.400 ευρώ καθώς και τον διπλασιασμό των νοικοκυριών που δηλώνουν αδυναμία να εξασφαλίσουν τα στοιχειώδη τρόφιμα λόγω της έκρηξης της ανεργίας και τον διπλασιασμό των νοικοκυριών που δεν διαθέτουν κανέναν εργαζόμενο». Παράλληλα, η απασχόληση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού στην Ελλάδα (ΟΟΣΑ, 2014) περιορίστηκε στο 49% (ο μέσος όρος των 34 κρατών-μελών του ΟΟΣΑ είναι 65%) και η ανεργία την περίοδο 2008-2013 αυξήθηκε κατά ένα εκατομμύριο άτομα, καταγράφοντας το 72% του 1,4 εκατ. ανέργων σε κατάσταση μακροχρόνιας ανεργίας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η προοπτική της ανάκαμψης τόσο στην ευρωζώνη όσο και στην Ελλάδα είναι βραδυπορούσα, διατηρώντας υψηλό το επίπεδο της ανεργίας –από 12% το 2014 στο 11% το 2018 στην ευρωζώνη και από 28% το 2013 στο 26% το 2018 στην Ελλάδα (Ernst and Young, Spring 2014, ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, 2014). Ομως, παρά τις σοβαρές αναντιστοιχίες στόχου – αποτελέσματος του προγράμματος εσωτερικής υποτίμησης της ελληνικής οικονομίας και της πλήρους απαξίωσης της εργασίας στην Ελλάδα και στις άλλες μεσογειακές χώρες, οι τάσεις αυτές συνεχίζονται με πρόσφατες αποφάσεις, μεταξύ των άλλων, με τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών (5,3% αποστερώντας την κοινωνική ασφάλιση από έσοδα ενός δισ. ευρώ τον χρόνο χωρίς την ύπαρξη μεσο-μακροπρόθεσμου σχεδιασμού για την κάλυψή του), τη μείωση κατά 50% των τριετιών στην περίπτωση πρόσληψης μακροχρόνια άνεργου, την ελαστικοποίηση των όρων και προϋποθέσεων για τις ομαδικές απολύσεις κ.λπ., προσδοκώντας υπό συνθήκες αβεβαιότητας τη βελτίωση του επιπέδου ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και την επιστροφή των επενδυτών, παραβλέποντας τις ασύμμετρες απώλειες αλλά και τις ασύμμετρες αντιφάσεις που ενυπάρχουν στον πυρήνα της θεωρητικής αντίληψης και στο μείγμα πολιτικής, μέσων και μέτρων του προγράμματος της λιτότητας και της εσωτερικής υποτίμησης.

Αξίζει να σημειωθεί ότι χαρακτηριστική περίπτωση, μεταξύ των άλλων, ασύμμετρης αντίφασης αποτελεί η μείωση του κατώτατου μισθού με πράξη νομοθετικού περιεχομένου καθώς και η μείωση των τριετιών κατά 50% για τον μακροχρόνια άνεργο που προσλαμβάνεται σε εργασία, με στόχο πλέον ο μέσος μισθός να προσεγγίζει με ταχείς ρυθμούς τον κατώτατο μισθό. Με άλλα λόγια, το κράτος με παρέμβασή του καθορίζει στην κυριολεξία, υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, το επίπεδο των μισθών και όχι η ελεύθερη συλλογική διαπραγμάτευση και η συλλογική σύμβαση εργασίας.

Ετσι, εκτός των άλλων, η επιτυχής διαχείριση του χρέους και των δίδυμων ελλειμμάτων που συνιστά την πρώτη φάση του προγράμματος της εσωτερικής υποτίμησης, συνοδευόμενη από την παράταση της εφαρμογής των μέτρων συρρίκνωσης της οικονομίας και του κράτους πρόνοιας θεμελιώνει την αποσύνθεση της εσωτερικής συσχέτισης κοινωνικού κράτους και δημοκρατίας (Γ. Χάμπερμας, 2014). Παράλληλα, εμπλουτίζει πολλαπλασιαστικά τις ασύμμετρες αντιφάσεις προσδίδοντας στο συγκεκριμένο πρόγραμμα χαρακτηριστικά και επιδιώξεις μεσο-μακροπρόθεσμου σχεδιασμού (δεύτερη φάση) της μετάβασης, με βίαιο τρόπο (αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων μέσω της διάρρηξης της σχέσης κράτους πρόνοιας και δημοκρατίας) σε ένα νέο πλαίσιο οργάνωσης και περιεχομένου του αναπτυξιακού υποδείγματος ένταξης της ελληνικής οικονομίας στις ανάγκες συσσώρευσης των οικονομικών σχηματισμών των ανεπτυγμένων χωρών της ευρωζώνης.

Στην κατεύθυνση αυτή η κλαδική προτεραιότητα του επενδυτικού ενδιαφέροντος των δανειστών θα προσανατολισθεί στις τράπεζες, στην ενέργεια-υδρογονάνθρακες, στις υποδομές-κατασκευές, στον πρωτογενή τομέα (τρόφιμα, ποτά) και στον τουρισμό, όπως εξάλλου έχει υλοποιηθεί η δεύτερη φάση αντίστοιχων προγραμμάτων στις χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης.

Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ