Παρότι η Ουκρανία έχει γλωσσικές, πολιτιστικές και θρησκευτικές διαιρέσεις, οι διαχωριστικές γραμμές δεν είναι καθόλου σαφείς. Πράγματι, υπάρχουν δυτικές περιοχές, οι οποίες βρίσκονταν κάποτε υπό την κυριαρχία των Αψβούργων, όπου ο ουκρανικός εθνικισμός είναι έντονος. Και ναι, υπάρχουν και οι Ρώσοι της Κριμαίας οι οποίοι δεν συμβιβάζονται με το να αποτελούν μέρος της Ουκρανίας και τώρα διαδηλώνουν ενάντια στις αλλαγές στο Κίεβο. Στην υπόλοιπη χώρα όμως των 46 εκατομμυρίων ανθρώπων γλώσσες και εθνικές ταυτότητες είναι ανακατεμένες.

Τα ουκρανικά και τα ρωσικά είναι συγγενείς γλώσσες και οι πληθυσμοί έχουν αναμειχθεί μέσα στους αιώνες με επιμειξίες. Υπό αυτή την έννοια ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν έχει δίκιο που χαρακτηρίζει τους Ουκρανούς συγγενείς.

Εκεί που σφάλλει είναι που λαμβάνει ως δεδομένο ότι ακόμη και το 30% των Ουκρανών οι οποίοι έχουν τα ρωσικά ως μητρική τους γλώσσα επιθυμούν να επανενταχθούν στη Ρωσική Ομοσπονδία.

Κατά την τελευταία μου εκτεταμένη επίσκεψη στο Κίεβο, τον Μάιο του 2010, συνάντησα ρωσόφωνους δημοσιογράφους (τα δύο τρίτα των εφημερίδων της Ουκρανίας είναι στα ρωσικά) και κανένας από αυτούς δεν ήταν διατεθειμένος να επιστρέψει στην εξουσία της Μόσχας.

«Η ελπίδα μας είναι να κάνουμε την Ουκρανία αυτό που θα έπρεπε να έχει γίνει η Ρωσία, μία φιλελεύθερη, ανεκτική δημοκρατία» μου είπε ένας δημοσιογράφος. Την άποψη αυτή φαίνεται να συμμερίζονται πολλοί νέοι μορφωμένοι ρωσόφωνοι Ουκρανοί, πολλοί από τους οποίους υποστήριξαν το κίνημα διαδηλώσεων για την απομάκρυνση του προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς.

«Η διαίρεση της Ουκρανίας δεν αποτελεί μία σοβαρή προοπτική, διότι δεν υπάρχει έντονος διχασμός ούτε έντονη απαίτηση για απόσχιση», εξηγεί ο Κιθ Ντάρντεν, καθηγητής στο αμερικανικό πανεπιστήμιο School of International Service.

Το πρόβλημα είναι ότι η εξέγερση στην Πλατεία Ανεξαρτησίας προσείλκυσε έναν δυσανάλογο αριθμό διαδηλωτών από τις δυτικές επαρχίες με τη μεγάλη εθνικιστική παράδοση. Το 50% μεταξύ των αναγνωρισμένων θυμάτων, υποστηρίζει ο Ντάρντεν, προερχόταν από αυτές τις περιοχές, με αποτέλεσμα να πιστεύουν τώρα οι εθνικιστές ότι έχουν λόγο στην εξουσία.

Το γεγονός αυτό έχει δημιουργήσει φόβους σε πολλούς ρωσόφωνους των ανατολικών και των νότιων περιοχών της χώρας ότι οι ουκρανοί εθνικιστές θα κυριαρχήσουν στην επόμενη κυβέρνηση, ένας φόβος που συνδαυλίστηκε από την εσπευσμένη ψήφο του Κοινοβουλίου – μετά τη φυγή του Γιανουκόβιτς –να ανατραπεί ο νόμος του 2012 που καθιστούσε τα ρωσικά (ή οποιαδήποτε άλλη γλώσσα) επίσημη γλώσσα σε πόλεις ή περιοχές όπου τη μιλάει τουλάχιστον το 10% των πολιτών. Η Ρωσία από την πλευρά της πυροδότησε τους φόβους χαρακτηρίζοντας τους ηγέτες της αντιπολίτευσης εξτρεμιστές και στη συνέχεια ανακοινώνοντας στρατιωτικές ασκήσεις κοντά στα ουκρανικά σύνορα.

«Το πρόβλημα εδώ είναι ότι αυτό που άρχισε ως ένα είδος φιλοευρωπαϊκών, φιλοδημοκρατικών διαδηλώσεων πολύ γρήγορα απέκτησε εθνικιστικό χαρακτήρα», επισημαίνει ο Τσαρλς Κινγκ, ειδικός στη μετασοβιετική πολιτική στο Πανεπιστήμιο Τζορτζτάουν. «Αυτό είναι ένα πρόβλημα για την Ουκρανία, την Ευρώπη, τη Ρωσία και τις ΗΠΑ» προσθέτει.

Αυτή είναι επίσης μία πρόκληση για τη νέα μεταβατική κυβέρνηση, η οποία πρέπει να δράσει άμεσα, πρώτα εξασφαλίζοντας ότι αντιπροσωπεύει όλα τα μέρη του ουκρανικού πληθυσμού, στη συνέχεια επιβεβαιώνοντας την εδαφική ενότητα της Ουκρανίας και τέλος θέτοντας ξανά σε λειτουργία τους κρατικούς θεσμούς.

Η νέα κυβέρνηση καλά θα κάνει να θυμάται ότι η εξέγερση ξεκίνησε ως κατακραυγή για την αχαλίνωτη διαφθορά και ως επιθυμία να προσεγγίσει η χώρα τις ευρωπαϊκές αξίες και τους θεσμούς –και όχι ως κάλεσμα να επιβληθεί το ένα όραμα της Ουκρανίας σε όλους τους ετερόκλητους πολίτες της.