Εν αρχή ην η Μελίνα.

Χωρίς το πάθος της και τη λάμψη της και την ακαταμάχητη γοητεία που ασκούσε πέρα από τα σύνορα, η υπόθεση των Γλυπτών του Παρθενώνα θα ήταν σήμερα θαμμένη σε μονογραφίες ιστορικών και αρχαιολόγων και διστακτικά τηλεγραφήματα αμήχανων διπλωματών.

Αλλά η Μελίνα ήταν η Μελίνα. Μπορούσε να στέκει μπροστά στην κάμερα του BBC και να λέει βουρκωμένη: «Φανταστείτε, αν το μπορείτε, κάποιος να είχε αποσπάσει, με κοφτερά εργαλεία, ένα κομμάτι της Καπέλα Σιξτίνα του Μικελάντζελο. Δεν θα είχε δίκιο η Ιταλία να ζητά να της επιστραφούν αυτά τα κομμάτια;». Ή να στέκει απέναντι στον διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου, κατακόκκινο, άναυδο, να τραυλίζει ακατάληπτες δικαιολογίες, να τον κοιτά στα μάτια έτοιμη να τον κατασπαράξει και να του λέει: «Θέλω τα Μάρμαρά μου πίσω». Κι ύστερα να τον παίρνει αγκαλιά και να πίνουν μαζί ένα ποτήρι κρασί. Οπως λέει και ο Σταύρος Μπένος, θέλει και η διεκδίκηση την αισθητική της.

Η Μελίνα δεν ήταν, βέβαια, η πρώτη που έθεσε το θέμα. Ο Μπάιρον, στο «Childe Harold», ήταν ο πρώτος. «Τυφλά είναι τα μάτια που δεν χύνουν δάκρυα ενώ βλέπουν, ω αγαπημένη Ελλάς, τα ιερά σου να λεηλατούνται από βέβηλα αγγλικά χέρια που πληγώνουν ξανά το πονεμένο σου στήθος και αρπάζουν τους θεούς σου, τους θεούς που μισούν της Αγγλίας το άθλιο βορινό κλίμα».

Ούτε ήταν το 1982 η πρώτη φορά που η ελληνική πολιτεία έθεσε θέμα επιστροφής των Μαρμάρων. Η πρώτη φορά ήταν στις 27 Νοεμβρίου 1836.

Η πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους είχε μόλις μεταφερθεί από το Ναύπλιο στην Αθήνα, οι αντιβασιλείς είχαν μόλις συντάξει τον πρώτο κανονισμό φύλαξης της Ακρόπολης και τα μνημεία της είχαν αποκτήσει μια νέα σημασία για την πόλη και το έθνος. Ηταν το έμβλημα μιας νέας ταυτότητας. Ηδη –όπως τεκμηριώνει μια ειδική έκδοση των Γενικών Αρχείων του Κράτους –στο διάταγμα του 1834, που όριζε τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα, υπήρχαν προβλέψεις για την Ακρόπολη, η οποία έπαυε να είναι φρούριο και γινόταν, για πρώτη φορά, αρχαιολογικός χώρος, με πρόγραμμα ανασκαφής και αποκατάστασης των μνημείων του, φυλασσόμενος και επισκέψιμος κατόπιν αγοράς εισιτηρίου.

Τον Ιούνιο του 1836, ο Οθων ζήτησε να γίνει καταγραφή των τμημάτων της ζωφόρου που βρίσκονταν στο Βρετανικό Μουσείο και να γίνει ένας υπολογισμός της αξίας τους, ώστε να προταθεί στην Αγγλία η ανταλλαγή τους με «αντικείμενα της αρχαιότητος, τα οποία ευρίσκονται εις το Μουσείον μας και ήθελαν έχει διά μεν την Αγγλίαν παρομοίαν αξίαν, μικροτέρα δε διά την Ελλάδα και ημπορούν να προταθώσι προς ανταλλαγήν».

Ο έφορος αρχαιοτήτων αντιπρότεινε την ανταλλαγή με αντίγραφα τμημάτων της ζωφόρου. «Ακόμη και αν αυτά δεν θεωρηθούν δίκαιο αντάλλαγμα, θα περίμενε κανείς δικαιοσύνη και επίδειξη πνεύματος φιλελληνισμού από την αγγλική κυβέρνηση». Ο Ι. Ρίζος, υπουργός του Οθωνα, συνέταξε, τον Ιούλιο του 1836, το πρώτο υπόμνημα, στο οποίο τεκμηριωνόταν το παράνομο της αφαίρεσης των Γλυπτών, το 1800-1803, από τον λόρδο Ελγιν, πρεσβευτή του βρετανικού θρόνου στην Υψηλή Πύλη. «Ο λόρδος Ελγιν καταχράστηκε το όνομα της αγγλικής κυβέρνησης και την πρεσβευτική του ιδιότητα για να αποκτήσει την άδεια ώστε να προβεί σε πράξεις για τις οποίες δεν είχε καμία εξουσιοδότηση από την κυβέρνησή του». Κι όχι μόνον αυτό: «Η άδεια αυτή ήταν πολύ περιορισμένη και αφορούσε μόνον ένα ή δύο ανάγλυφα τα οποία ήταν ήδη κατεδαφισμένα, (αλλά) τελικά ο λόρδος Ελγιν μπόρεσε με δώρα και διαφθείροντας τις τουρκικές Αρχές να κατεδαφίσει σε μεγάλο βαθμό τους ίδιους τους ναούς». Η Μελίνα, στην πραγματικότητα, τα επιχειρήματα του Ρίζου ανέστησε και τα έντυσε με το δικό της μαχητικό πνεύμα.

ΕΘΝΙΚΗ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ. Η υπόθεση ανακινήθηκε από τις ελληνικές Αρχές και συζητήθηκε στο βρετανικό κοινοβούλιο πολλές φορές επί 150 χρόνια. Αλλά ήταν το 1982, τον Φεβρουάριο, που η Μελίνα έδωσε στην υπόθεση χαρακτήρα εθνικής σταυροφορίας, στην οποία κατάφερε να προσηλυτίσει όχι μόνο το πανελλήνιο, αλλά και μεγάλο μέρος της διεθνούς κοινής γνώμης.

Θέλουμε τα Μάρμαρα πίσω, έλεγε σε μια συνέντευξη στους «Τάιμς της Νέας Υόρκης», «γιατί είναι το σύμβολο και το αίμα και η ψυχή του ελληνικού λαού». Και σε μια συνέντευξη Τύπου στην Αθήνα θύμιζε ότι «μετά τον πόλεμο επιστράφηκαν οι θησαυροί στις χώρες απ’ όπου λεηλατήθηκαν από τους Ναζί. Τα δικά μας τα Μάρμαρα, όμως, δεν ήταν καν λάφυρα πολέμου».

Μέσα σε λίγους μήνες είχε καταφέρει να φέρει το θέμα στις πρώτες σελίδες των μεγάλων εφημερίδων του κόσμου. Και το καλοκαίρι του 1982 έδωσε τη μεγαλύτερη παράσταση της ζωής της, στο Μεξικό, στη γενική συνέλευση της UNESCO, επιβάλλοντας μια απόφαση του διεθνούς οργανισμού, σύμφωνα με την οποία «η αφαίρεση των λεγόμενων ελγίνειων μαρμάρων από τη θέση τους στον Παρθενώνα έχει ακρωτηριάσει το σύνολο του Παρθενώνα και έχει αλλοιώσει τη μορφή ενός μοναδικού μνημείου, το οποίο αποτελεί αιώνιο σύμβολο για τον ελληνικό λαό και για ολόκληρο τον κόσμο». Η UNESCO αποφάσισε τότε ότι «είναι δίκαιο και νόμιμο τα Μάρμαρα να επιστραφούν στον Παρθενώνα».

Ακολούθησαν χρόνια έξαψης και χρόνια ηρεμίας για μια υπόθεση την οποία σταθερά, αλλά δίχως επιτυχία, προέβαλλαν και ανακινούσαν οι ελληνικές Αρχές. Και στην οποία, κατά καιρούς, στρατεύθηκαν προσωπικότητες όπως ο Σον Κόνερι και η Βανέσα Ρεντγκρέιβ, ο Κρίστοφερ Χίτσενς και ο Νιλ Κίνοκ και –τελευταίος στον μακρύ κατάλογο –ο Τζορτζ Κλούνι. Ο ωραίος Τζορτζ, μάλιστα, διατύπωσε με ακρίβεια, στη δεύτερη δήλωσή του, το πνεύμα που τα τελευταία χρόνια έχει κυριαρχήσει στην Αθήνα: δεν είναι θέμα ιδιοκτησίας, είναι θέμα επανένωσης ενός διαμελισμένου έργου τέχνης.

Αλλά τι σημαίνουν όλα αυτά, άραγε, για εμάς σήμερα; Ποια είναι η επικαιρότητα του αιτήματος που σιωπηλά συνεχίζαμε να διακονούμε, ώσπου να το φωνάξει μπροστά στο παγκόσμιο κοινό ο Κλούνι;

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΖΩΕΣ ΤΟΥ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ. Το αίτημα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο, στο οποίο τα πούλησε, έναντι 35.000 λιρών, το 1816, ο Τόμας Μπρους, 7ος κόμης του Ελγιν, στην Αθήνα έχει ζήσει ώς τώρα τρεις διαφορετικές ζωές.

Η πρώτη ήταν στα χρόνια του Οθωνα. Τότε που η ίδια η μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα, μια πόλη-σύμβολο του δυτικού πολιτισμού, έδινε το σύνθημα –όπως γράφει ο ιστορικός Κώστας Κωστής –«για τον αγώνα ταύτισης με ένα παρελθόν, του οποίου τα αρχαία ερείπια βρίσκονταν εκεί για να φανερώσουν την αίγλη του παρελθόντος, αλλά και για να δείξουν την κατεύθυνση του μέλλοντος. Το ελληνικό κράτος έπρεπε να θεμελιωθεί στη βάση αυτής της αρχαίας κληρονομιάς». Η έγνοια για την αναστήλωση των μνημείων και το αίτημα για την επιστροφή των κλεμμένων του Ελγιν, στα χρόνια του Οθωνα, ήταν φυσική συνέχεια μιας ιδεολογικής μάχης που έδινε ένα νεογέννητο κράτος. Που οικοδομούσε την αυτογνωσία του πάνω στην ιδέα της αρχαίας κληρονομιάς, την ιδέα του «λίκνου του πολιτισμού». Ιδέα που, όπως λέει ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, είχε εισαχθεί από τη Δύση «ετερόχθονη και ετεροθαλής».

Γι’ αυτό και ήταν φυσικό ο έφορος της Ακρόπολης να περιμένει από την Αγγλία «δικαιοσύνη και πνεύμα φιλελληνισμού».

Η δεύτερη ζωή του αιτήματος, η πιο φλογερή, ήταν στα χρόνια της Μελίνας. Ηταν στις αρχές της δεκαετίας του ’80, την εποχή κατά την οποία η Μεταπολίτευση ολοκληρωνόταν ως τομή με όλη τη μετεμφυλιακή περίοδο της χώρας, αλλά και με όλη την Ιστορία του ελληνικού κράτους ως εξαρτημένου από την «καλοσύνη των ξένων» ή την κακοβουλία τους. Το αίτημα της επιστροφής των Μαρμάρων γινόταν, έτσι, ένα πανίσχυρο σύμβολο εθνικής χειραφέτησης, αποτίναξης του «ξένου ζυγού». Αν η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες, τα Μάρμαρα ανήκουν στην Ελλάδα.

Και τώρα, η υπόθεση αυτή, που τόσες γενιές έχει συγκινήσει και συνεγείρει, ίσως ζει μια τρίτη ζωή. Και συγκινεί ξανά. Ισως, για κάποιους, ως στοιχείο μιας ανάγκης για συμβολική δικαίωση, για εκδίκηση για τις ταπεινώσεις που υπέστη η χρεοκοπημένη «χώρα του Μνημονίου».

Μα ίσως, πάλι, ως στοιχείο μιας άλλου τύπου ανασυγκρότησης μετά την κρίση. Τη συμβολίζει το ίδιο το νέο Μουσείο Ακρόπολης, με τη διαρκή διακριτική του υπενθύμιση της απουσίας μέρους των Γλυπτών. Τη συμβολίζει, προπάντων, μια νέα έγνοια για τα μνημεία, που σιγά σιγά απλώνεται στη χώρα. Οπου η πολιτιστική κληρονομιά δεν είναι πια μόνον ένα στοιχείο ταυτότητας ή περηφάνιας, αλλά κομμάτι της ζωής μας, τρόπος συμμετοχής στη δημόσια σφαίρα, πρώτη ύλη μιας «βαριάς βιομηχανίας», όπως έλεγε η Μελίνα.

Πάρτε για παράδειγμα ένα σωματείο, όπως το Διάζωμα, που ξεκίνησε πριν από λίγα χρόνια ως μοναχική τρέλα λίγων και έφθασε να κινητοποιεί τώρα χιλιάδες εθελοντές σε όλη την Ελλάδα, που εργάζονται μαζί με τους ειδικούς, αρχαιολόγους και αναστηλωτές, για την αξιοποίηση των μνημείων. Και τους μπολιάζει με την ιδέα πως τα μνημεία αξίζουν και προστατεύονται όταν γίνουν κομμάτι της ζωής των κοινωνιών που ζουν και παράγουν γύρω τους, τους προσφέρουν ευκαιρίες ζωής αλλά και ευημερίας.

Το αίτημα να γυρίσουν τα Μάρμαρα μπορεί, λοιπόν, τώρα να μεταμορφώνεται. Από έκφραση ενός πληγωμένου εθνικού εγωισμού που φωνάζει «φέρτε πίσω τα κλεμμένα», σε μια, διδαγμένη από τη φρίκη της κρίσης, συνειδητοποίηση πως όχι μόνον ο Παρθενώνας, μα όλα τα μνημεία που σώζονται γύρω μας, συνήθως έρημα, παρατημένα, μπορούν να βρουν μια νέα θέση στη ζωή μας. Να ζήσουν χάρη σ’ εμάς κι εμείς να ζούμε καλύτερα χάρη σε αυτά.

Ο Παύλος Τσίμας αφιέρωσε στο θέμα των Γλυπτών του Παρθενώνα την εκπομπή του «Ερευνα», η οποία προβλήθηκε στο Μega την προηγούμενη Τρίτη