Από τον βυθό της θάλασσας βρέθηκε θαμμένος σε έναν λαχανόκηπο. Του έβγαλαν τα μάτια επειδή είχε τρομακτικό βλέμμα. Κρύφτηκε σε μια μπανιέρα στο πρεσβυτέριο ενός ιερέα, ταξίδεψε στον Ατλαντικό μέσα σε μια κούτα με βιβλία και τρόφιμα, άλλαξε χέρια αναρίθμητες φορές, ταξίδεψε από την Ελλάδα ώς τη Βραζιλία κι απ’ το Μόναχο ώς το Μαλιμπού –στο Μουσείο Γκέτι .

Και τώρα ο περίφημος αθλητής –ένα από τα ελάχιστα αρχαιοελληνικά χάλκινα γλυπτά που έχουν φτάσει μέχρι τις ημέρες μας –δεν αποκλείεται να επιστραφεί στην Ιταλία μισόν αιώνα από τότε που πιάστηκε στα δίχτυα μιας ψαρόβαρκας στα νερά της Αδριατικής.

Ο χρόνος μετρά πλέον αντίστροφα. Η ιταλική Δικαιοσύνη έχει ζητήσει την κατάσχεση και επαναπατρισμό του αγάλματος. Το αμερικανικό μουσείο από την πλευρά του έχει ασκήσει έφεση στο ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο και η απόφαση αναμένεται να εκδοθεί στις 28 Φεβρουαρίου.

«Με περιγελούσαν όταν ερευνούσα και προσπαθούσα να καταλάβω αν η ιστορία με το άγαλμα ήταν αληθινή ή ψεύτικη», λέει ο Αλμπέρτο Μπεράρντι, καθηγητής Ιστορίας του Θεάτρου στο Πανεπιστήμιο του Ουρμπίνο, που θεωρούσε το άγαλμα «χαμένο γιο». Ουδείς όμως μιλούσε. Στο διάβα του συναντούσε άγνοια, αμφισβήτηση και πάνω από όλα κλειστά στόματα.

Το 1985 είχε διοριστεί πραγματογνώμονας πολιτισμού στην περιοχή του Φάνο, εκεί όπου τα έξι μέλη ενός πληρώματος ψαροκάικου είχαν ψαρέψει στις 14 Αυγούστου 1964 το περίφημο γλυπτό με τα δίχτυα τους στην περιοχή του Ουρμπίνο. «Είχα ακούσει για την ανακάλυψη», λέει, «αλλά όταν ρωτούσα περαιτέρω πληροφορίες, η απάντηση ήταν πάντα η ίδια: μην το ψάχνεις, έχει περάσει πολύς καιρός και εδώ, όταν βρίσκει κάποιος κάτι στη θάλασσα, το παίρνει σπίτι του. Οι ψαράδες τραβώντας τα δίχτυα τους βγάζουν εκατοντάδες αμφορείς. Και οι κάτοικοι της περιοχής τούς έπαιρναν για να στολίσουν τους κήπους τους για ένα μπουκάλι ρούμι ή κονιάκ».

Χρειάστηκε να περάσουν χρόνια για να αρχίσει να ξετυλίγει τον μίτο της Αριάδνης. «Εκείνη την ημέρα στο σκάφος βρισκόταν ο καπετάνιος και πέντε άτομα πλήρωμα. Βγάζουν στην ακτή το άγαλμα, καλυμμένο παντού με κοχύλια, το φορτώνουν σε μια καρότσα και το πάνε στο σπίτι της ιδιοκτήτριας του αλιευτικού Βαλεντίνα Μάγκι. Το κρύβουν κάτω από μια σκάλα. Κάποιος μαθαίνει ότι κάτι σημαντικό βρέθηκε στη θάλασσα και η φήμη δεν αργεί να φτάσει στ’ αφτιά των συλλεκτών. Το άγαλμα ξαναφορτώνεται –αυτή τη φορά σε ένα Φίατ 600 κυβικών –και μεταφέρεται στη γειτονική Καράρα του Φάνο και θάβεται σε έναν λαχανόκηπο που ανήκει σε κάποιο φίλο της παρέας, στον Ντάριο Φελίτσι».

Οι πρώτοι αγοραστές κάνουν την εμφάνισή τους. Είναι τα ξαδέλφια Πιέτρο, Φάμπιο και Τζιάκομο Μπαρμπέτι, ιδιοκτήτες εργοστασίου τσιμέντου. Δίνουν 3,5 εκατομμύρια λιρέτες και φεύγουν με το άγαλμα. «Πολύ καλό ποσό για την εποχή. Με τα χρήματα αυτά αγόραζες σπίτι», λέει ο καθηγητής Μπεράρντι. «Τα χρήματα όμως έπρεπε να χωριστούν σε έξι και όχι ισόποσα μερίδια: 25% για τον καπετάνιο και από 10% για τους ναυτικούς. Οπως δηλαδή χώριζαν την ψαριά».

Επόμενη στάση μετά τον λαχανόκηπο για το άγαλμα είναι το πρεσβυτέριο ενός εφημέριου στο Γκούμπιο, όπου ζουν οι αγοραστές. Το ξαπλώνουν σε μια μπανιέρα και το σκεπάζουν με ένα κόκκινο ύφασμα. Εξαφανίζεται για λίγους μήνες και αργότερα πωλείται σε κάποιον από το Μιλάνο που τα ξαδέλφια κατά την ανάκριση υποστηρίζουν πως δεν γνωρίζουν το όνομά του.

Από το σημείο αυτό ξεκινά η μεγάλη περιπέτεια. Δύο διαφορετικές εκδοχές εμφανίζονται. Η πρώτη θέλει τον νεαρό αθλητή να συσκευάζεται σε μια κούτα μαζί με βιβλία και τρόφιμα (κατ’ άλλη εκδοχή με βιβλία και φάρμακα) και διά θαλάσσης να φτάνει στη Βραζιλία. Τον περιμένει ένας ιεραπόστολος σε ένα μοναστήρι καπουτσίνων με καταγωγή από το Γκούμπιο. Η δεύτερη θέλει να περνά από το Μόναχο, εν συνεχεία στο Λονδίνο για να καταλήξει στο Μαλιμπού και το Γκέτι.

Οι πρώτες διώξεις γίνονται το 1965 εναντίον των ψαράδων και των πρώτων αγοραστών. Οι αστυνομικοί κάνουν έφοδο στο πρεσβυτέριο και δεν βρίσκουν παρά μόνο το κόκκινο ύφασμα. Οι κατηγορίες για αρχαιοκαπηλία και κλεπταποδοχή καταρρέουν, καθώς όχι μόνο δεν βρίσκονται τα ίχνη του αγάλματος, αλλά ούτε καν στοιχεία για την ύπαρξή του κι έτσι η υπόθεση μπαίνει στο αρχείο το 1970. Επτά χρόνια αργότερα η αστυνομία αποκτά τη μοναδική φωτογραφία του αγάλματος που έχει στα χέρια του ένας έμπορος από την Ιμολα, αλλά μόνο το 1985 τελικά θα επιβεβαιωθεί η ύπαρξή του, όταν ο καπετάνιος του αλιευτικού αναγνώρισε το άγαλμα στην επίμαχη φωτογραφία ενώπιον του καθηγητή.

Στο μεταξύ, το 1972, το χάλκινο γλυπτό έχει καταλήξει στα χέρια του αρχαιοπώλη Χάιντς Χέρτσερ που αναζητά αγοραστή στα αμερικανικά μουσεία. Ενδιαφέρον δείχνουν τόσο το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης όσο και το Γκέτι στο Μαλιμπού. Οι καραμπινιέρι εμφανίζονται στο Μόναχο αλλά οι άνθρωποι του αρχαιοπώλη αρνούνται να τους δείξουν ακόμη και τη φωτογραφία του εμπορεύματος. Τελικά το χάλκινο άγαλμα καταλήγει στην εταιρεία Αρτεμις που το εξάγει το 1973 στο Λονδίνο. Λίγο αργότερα επιστρέφεται στο Μόναχο για να συντηρηθεί στο Μουσείο Κλασικής Αρχαιότητας επί δυο χρόνια. Στο μεταξύ ο Πολ Γκέτι ο πρεσβύτερος ζητά πιστοποιητικά προέλευσης. Δεν φτάνουν ποτέ στα χέρια του, αλλά εκείνος το 1976 πεθαίνει και το μουσείο αγοράζει τον αθλητή για 3,8 εκατ. δολάρια. Στις 8 Αυγούστου 1977 το πλοίο με το άγαλμα δένει στη Βοστώνη και εν συνεχεία μεταφέρεται στο Μαλιμπού.

Οποια και από τις δύο δαιδαλώδεις διαδρομές να ακολούθησε τελικά το άγαλμα, το βέβαιο είναι ότι αφετηρία του ήταν η Ιταλία, η οποία και το διεκδικεί. Κι αν τελικά η απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου εκδοθεί υπέρ των Ιταλών και το άγαλμα επιστραφεί στην Ιταλία, τότε ίσως το αντικρίσει και πάλι ο μοναδικός επιζών από τους έξι ναυτικούς του ψαροκάικου, ο τότε ναυτόπαις Αθος Ροζάτο.

Οι ψαράδες τού έβγαλαν τα μάτια

Ο αθλητής που σύμφωνα με μερίδα ερευνητών μπορεί να προέρχεται από το χέρι του ίδιου του Λυσίππου, του προσωπικού γλύπτη του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αν και άλλοι τον χρονολογούν στον 2ο αι. π.Χ. και όχι στον 4ο αι. π.Χ., δεν έχει πόδια. Πιθανόν να τα έχασε στον βυθό, ανάμεσα στα βράχια και στην άμμο, την ώρα που οι ψαράδες τον τραβούσαν στην επιφάνεια με τα δίχτυα τους. Δεν έχει ούτε μάτια. Του τα έβγαλαν οι ίδιοι οι ψαράδες διότι, όπως λένε, τους «κοιτούσαν με άγριο βλέμμα και φοβόντουσαν». Με το δεξί του χέρι στεφανώνεται, κίνηση που δείχνει ότι ήταν νικητής σε αγώνες, ίσως σε εκείνους της Ολυμπίας. Και στον βυθό εκτιμάται ότι βρέθηκε όταν οι Ρωμαίοι τον 1ο αι. π.Χ. – και τον 1ο αι. μ.Χ. – τον μετέφεραν στη Ρώμη.