Η θάλασσα, ειδικότερα η Μεσόγειος Θάλασσα που μας ενδιαφέρει εδώ, τον 18ο αιώνα εμπεριείχε πολλούς κινδύνους. Κατά πρώτον κυκλοφορούσαν πολεμικοί στόλοι –ισπανικός, γαλλικός, ιταλικός, οθωμανικός, ρωσικός, αγγλικός, αυστριακός, πρωσικός, ολλανδικός, αμερικανικός –που βρίσκονταν σε συνεχή σύγκρουση, σε συνδυασμούς εχθρότητας και συμμαχίας που ποίκιλλαν ανάλογα με την εποχή. Υπήρχε βέβαια και η πειρατεία. Ο Ιούλιος Βερν έγραψε, όχι τυχαία, τους «Πειρατές του Αιγαίου», ο Γιάννης Μαγκλής τους «Κοντραμπατζήδες του Αιγαίου» και κάμποσες σχετικές ασπρόμαυρες ταινίες γυρίστηκαν με τον Ερολ Φλιν.

Πράγματι, το κέντρο της ληστοπειρατείας στο Ιόνιο, λ.χ., βρισκόταν ανάμεσα στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Εχινάδων, τα νησιά Κάλαμος και Καστός, το Δραγαμέστο (Αστακός), τη Λευκάδα, ενώ η εκποίηση της λείας γινόταν στη Ναύπακτο και την Ασο της Κεφαλονιάς.

Στο Αιγαίο, πάλι, ορμητήρια των πειρατών ήταν τα ακατοίκητα Διαβολονήσια στις Σποράδες, η Βόρεια Εύβοια και το Τρίκερι –80 πλοιάρια είχαν ο Γιάννης Σταθάς και ο Νίκος Τσάρας -, επίσης τα Κουφονήσια, η Ιος που τη χρησιμοποιούσαν μαλτέζοι πειρατές, η Κάσος, στην Κρήτη τα Σφακιά και απέναντι η Γαύδος. Και βέβαια η Μάνη, θρυλική για την πειρατική της δράση (και την αγριότητα των πειρατών της) καθώς βρισκόταν στον θαλάσσιο δρόμο εισόδου στο Λεβάντε. Αν κάποιο πλοίο προσόρμιζε εκεί μπορούσαν να το εξαφανίσουν μέσα σε μια νύχτα μαζί με το πλήρωμα, ενώ με περίπου 50 πλοιάρια έκαναν επιθέσεις στα ανοιχτά, στο πέρασμα των Κυθήρων, μεταξύ Κάβου – Ματαπά και Κρήτης. Αυτή τη δράση των Μανιατών, που θέλησε να την περιορίσει, πλήρωσε μάλλον και ο Καποδίστριας. Εχοντας ιδρύσει για πρώτη φορά λειοδικείο, περνούσε από δίκη πολλούς πειρατές –οι Μαυρομιχαλαίοι που τον σκότωσαν είχαν καταδικαστεί να πληρώσουν 50.000 φράγκα για τη λεία που απέσπασαν από το πλοίο «Κωστάντζα» με σημαία Σαρδηνίας, που κουβαλούσε φορτία γάλλου εμπόρου.

Παρ’ όλα αυτά όμως, η πειρατεία δεν ήταν ο κανόνας. Αυτό υποστηρίζει στην πρώτη μεγάλη έρευνα για την ελληνική ναυτιλία του 18ου αιώνα ερευνητική ομάδα του Ιονίου Πανεπιστημίου, με επικεφαλής τις πανεπιστημιακούς Τζελίνα Χαρλαύτη και Κατερίνα Παπακωνσταντίνου, σε ένα βιβλίο που ανατρέπει πολλά στερεότυπα και αναμφίβολα θα συζητηθεί.

Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η πειρατεία δεν ήταν η κύρια πηγή συσσώρευσης πλούτου των ελλήνων ναυτικών του 18ου αιώνα, όπως έχουν υποστηρίξει ιστορικοί και άλλοι ειδικοί, από τον Γιώργο Λεονταρίτη μέχρι τον Γιώργο Δερτιλή, παρά μόνο μικρό μέρος της. Ούτε η ρωσική σημαία στα πλοία, μετά τη Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζί, είναι αυτή που εκτόξευσε την ελληνική ναυτιλία κατά τη διαδεδομένη άποψη ιστορικών όπως ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο Σπυρίδων Λάμπρου, ο Βασίλης Σφυρόερας και ο Απόστολος Βακαλόπουλος. Ούτε πάλι η προεπαναστατική ελληνική ναυτιλία είναι μόνο ο λεγόμενος «τρινήσιος» εμπορικός στόλος Υδρας, Σπετσών και Ψαρών, όπως υποστηριζόταν από τους προαναφερθέντες ιστορικούς –και όχι μόνον -, ελλείψει άλλων στοιχείων. Η πραγματικότητα που επιδεικνύει η νέα μεγάλη έρευνα που μόλις παραδόθηκε (και που κυκλοφόρησε σε βιβλίο με τίτλο «Η ναυτιλία των Ελλήνων 1700-1821» από τις Εκδόσεις Κέδρος) είναι αρκετά διαφορετική. Η Ελλάδα είχε χιλιάδες πλοία –μικρά και μεγάλα –και στο Αιγαίο και στο Ιόνιο (το οποίο πολλοί ώς τώρα θεωρούσαν αμέτοχο στη ναυτική ζωή της χώρας), από τα 1.000 μάλιστα πλήρως εξοπλισμένα ποντοπόρα πλοία που αποδεικνύεται ότι διέθεταν οι έλληνες πλοιοκτήτες της εποχής (κυρίως υπό οθωμανική σημαία), μόνο τα 250 ήταν από Υδρα, Σπέτσες και Ψαρά.