Η βαθυκόκκινη κουρτίνα έχει πέσει. Λίγο πριν, στην τελευταία εικόνα του έργου η ηθοποιός Δάφνη Ιωακειμίδου-Πατακιά γυμνή έχει κρεμαστεί από το ταβάνι σε «τσιγκέλι» κόβοντας την ανάσα. Και ενώ έχει ήδη ακουστεί το χειροκρότημα στην αίθουσα, λίγο πριν να βγουν οι ηθοποιοί για υπόκλιση, ένα μαύρο σκυλί ξεχύνεται στη σκηνή ανιχνεύοντας τον χώρο.

Στο θεατρικό «δοχείο» του Μιχαήλ Μαρμαρινού όλα επιτρέπονται. Και δεν θα μπορούσε το δικό του τετράωρο εγχείρημα μεταφοράς του «Φάουστ» του Γκαίτε (σε έμμετρη μετάφραση του Πέτρου Μάρκαρη) στη σκηνή να μην έχει εκπλήξεις, τομές και έναν σκληρό αγώνα των ηθοποιών του –προεξάρχοντος του Ακύλλα Καραζήση που υποδύεται τον Φάουστ και σχεδόν δεν κατεβαίνει από τη σκηνή.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή: «Ο ζήλος του ανθρώπου εύκολα χαλαρώνει/ και είναι επιρρεπής στην ησυχία/ γι’ αυτό του δίνω πάντα συνοδεία/ τον Σατανά για να τον μαστιγώνει». Τα λόγια του Φάουστ σχηματίζονταν στην οθόνη στο φόντο της σκηνής της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, οι ηθοποιοί –ο Ακύλλας Καραζήσης με πυκνό μούσι ρώσου καλόγερου «σαν τον Παντοκράτορα απ’ το ψηφιδωτό της Μονής Δαφνίου», όπως παρατήρησε ο κύριος δίπλα μου –στέκονταν ακίνητοι στο μεγάλο τραπέζι (που ενοποιούσε τις δράσεις τους για τις επόμενες τέσσερις ώρες της παράστασης) και ο κόσμος σιγά σιγά καθόταν στις θέσεις του.

Οχι, η πρεμιέρα την Τετάρτη το βράδυ δεν είχε κάτι από φωτογραφίσεις, φλας, κοσμικούς στρατούς (ξεχωρίσαμε τον Γιώργο Βέλτσο, τον Σπύρο Βούγια, τον καθηγητή Βίκτωρα Αρδίττη, τον ηθοποιό Χάρη Φραγκούλη), αλλά τον στενό πυρήνα των θαυμαστών του Μαρμαρινού (από την εποχή που είχε φτιάξει το Theseum Ensemble) και εκείνο το κοινό που τρεις χειμώνες έχει μετατρέψει τη Στέγη σε «χειμερινό Φεστιβάλ Αθηνών».

Και αν τα μεγάλα έργα είναι «ανθρώπινα επιχειρήματα που κυκλοφορούν στο διηνεκές», όπως ο Μαρμαρινός έλεγε σε συνέντευξή του, το κείμενο του Φάουστ από τον Γκαίτε ουσιαστικά παρέμεινε ένα έργο work in progress, ο συγγραφέας δεν το ολοκλήρωνε ποτέ. Ενα έργο που παραμένει ανοιχτό και που τώρα χώρεσε από γνωμικά όπως «το μουνί δεν είναι αρνί…», το δημοτικό «Της Αδικοθανατισμένης», το «Ανοιξε, άνοιξε» του Παπαΐωάννου στη σκηνή του κουτουκιού στην Λειψία, οικογενειακές φωτογραφίες του σκηνοθέτη και έναν εγκιβωτισμό άπειρων ιδεών και αναφορών που συνέθεσαν ένα παράξενο παζλ. «Ιδιοφυής ή προβοκάτορας;», «Δεν χρειαζόταν να διαρκεί τόσες ώρες», ήταν μερικά μόνο θραύσματα απόψεων και ερωτηματικών του κόσμου που άνοιγε τις ομπρέλες του γύρω στις 12 και μισή το βράδυ και άδειαζε την αίθουσα της Στέγης.

Εξι διάβολοι επί σκηνής

Ο «Φάουστ» του Γκαίτε είναι ένα παλίμψηστο από Ιώβ, Παλαιά Διαθήκη και τον ίδιο τον μεσαιωνικό μύθο του Φάουστ –η πρώτη ύλη που χρησιμοποίησε ο γερμανός συγγραφέας για να φτιάξει το μνημειώδες κείμενό του που δεν πραγματεύεται τίποτε άλλο από την πώληση της ψυχής μας στο διάβολο. Στην παράσταση τον Μεφιστοφελή έπαιξαν οι Ελενα Τοπαλίδου, Εύη Σαουλίδου, Γιώργος Μπινιάρης, Θεοδώρα Τζήμου, Φοίβος Ριμένας, Νικόλαος Χανακούλας.