Τη στιγμή που στο Σαράγεβο ο διάδοχος του αυστροουγγρικού θρόνου αρχιδούκας Φραγκίσκος Φερδινάνδος έπεφτε νεκρός από τις σφαίρες των μελών της σερβικής εθνικιστικής οργάνωσης Ενωση ή Θάνατος, στις 28 Ιουνίου 1914, στην Ελλάδα η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου διήνυε ήδη έναν διπλωματικό μαραθώνιο με σκοπό να κλείσει τις σημαντικές εκκρεμότητες που είχαν προκύψει από τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου. Το Βορειοηπειρωτικό Ζήτημα καθώς και αυτό των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου είχαν υποχρεώσει τον Βενιζέλο από τις αρχές του 1914 να επιδοθεί σε έναν πυρετό διπλωματικών επαφών, που αφενός θα διασφάλιζαν τις πρόσφατες εδαφικές κατακτήσεις των Βαλκανικών Πολέμων και αφετέρου θα εξασφάλιζαν την ξεκάθαρη υποστήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων έναντι των σθεναρών αντιδράσεων της Πύλης.

Η αναγκαστική εγκατάλειψη της Βορείου Ηπείρου και η εκκένωσή της από τον ελληνικό Στρατό υποδήλωνε την αποδοχή εκ μέρους της Αθήνας των ευρωπαϊκών πιέσεων, κατόπιν της συσχέτισης των δύο ζητημάτων αντίθετα, οι αντίστοιχες πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση της Πύλης είχαν μείνει χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα. Η εξακολουθητική άρνηση της τελευταίας να αναγνωρίσει την ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου συνιστούσε ευθεία υπονόμευση της ειρήνης στην ευρύτερη περιοχή, που ερχόταν να επιταθεί εξαιτίας των διωγμών του ελληνικού στοιχείου της Μικράς Ασίας. Οι πυρετώδεις ανταγωνισμοί των ναυτικών εξοπλισμών μεταξύ των δύο χωρών αποτελούσαν το προανάκρουσμα της επερχόμενης πολεμικής αναμέτρησης.

Ο ΦΟΒΟΣ. Ο Βενιζέλος είχε εξαντλήσει τα όρια των ανθρωπίνων αντοχών του, κυριαρχούμενος από τον φόβο πως η Ελλάδα κινδύνευε άμεσα να οδηγηθεί σε οδυνηρή ήττα: μπροστά στη διαφαινόμενη υπεροπλία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη θάλασσα, η Αθήνα δεν είχε κατορθώσει να εξισορροπήσει την κατάσταση μέσω της αγοράς νέου θωρηκτού και της απόσπασης κυρίως της σερβικής βοήθειας. Η δολοφονία του αψβούργου αρχιδούκα βρήκε τον Βενιζέλο καθ’ οδόν για τις Βρυξέλλες, όπου είχε προγραμματιστεί να συναντήσει τον Μεγάλο Βεζύρη σε μια ύστατη προσπάθεια να αποτραπεί ο πόλεμος.

Πράγματι, ο πόλεμος αυτός αποφεύχθηκε γιατί στο μεταξύ είχε ανάψει η σπίθα του Μεγάλου Πολέμου. Η Ελλάδα πλέον καλούνταν να αναδιαμορφώσει τη διεθνή θέση της μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα και κάτω από την ασφυκτική πίεση των αντίρροπων συμμαχικών συνασπισμών. Το καλοκαίρι του 1914 αποδείχθηκε, επομένως, θερμό όχι μόνο για τις Μεγάλες Δυνάμεις αλλά και για τα μικρά κράτη όπως ήταν η Ελλάδα. Βασιλιάς και πρωθυπουργός έμελλε να συνεχίσουν ομόθυμα το έργο των Βαλκανικών Πολέμων –που είχε καταστήσει τη χώρα υπολογίσιμο παράγοντα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη –τη στιγμή ακριβώς που θα βρίσκονταν ενώπιον του διλήμματος της επιλογής συμμάχων και αντίστοιχων εχθρών στο πλαίσιο ενός γενικευμένου ευρωπαϊκού πολέμου;

Πριν ακόμη επιστρέψει στην Αθήνα ο Βενιζέλος είχε αποκλείσει το ενδεχόμενο η Ελλάδα να ταχθεί με το μέρος των εχθρών της Σερβίας, συνυπολογίζοντας την επαπειλούμενη έκταση του πολέμου, τις δεσμεύσεις από την αμυντική συμμαχία του προηγούμενου χρόνου και τη στοχοθεσία της γενικότερης εξωτερικής πολιτικής του. Ηταν ξεκάθαρος τον Ιούλιο όταν τηλεγραφούσε πως η ένταξη στο στρατόπεδο της Συνεννόησης εξυπηρετούσε τα ζωτικά ελληνικά συμφέροντα, λάμβανε υπόψη τη συμμαχία με τη Σερβία, επομένως, διαφύλασσε ταυτόχρονα και την αξιοπρέπεια του κράτους. «Ουδέποτε υφ’ οιονδήποτε πρόσχημα θα αθετούσα την πολιτική μου ταύτην» πρόσθετε, πεπεισμένος εξαρχής πως με την επιλογή του αφενός παρέμενε πιστός στις ιδεολογικές αντιλήψεις του και αφετέρου προωθούσε με τον καλύτερο τρόπο τις εθνικές διεκδικήσεις. Το πρώτο κρίσιμο διάστημα του πολέμου την ευμενή ουδετερότητα προς τη μαχόμενη Σερβία επέβαλαν ζητήματα που άπτονταν της ισορροπίας δυνάμεων στη Βαλκανική και συνδέονταν άμεσα με το διαμορφωμένο εδαφικό καθεστώς του Βουκουρεστίου. Η Ελλάδα θα παρέμενε σε επιφυλακή, έχοντας στραμμένη την προσοχή της στη Βουλγαρία, και την κατάλληλη στιγμή θα εξερχόταν στον πόλεμο με τις Δυνάμεις εκείνες που ο πρωθυπουργός πίστευε ακράδαντα πως θα νικούσαν.

ΒΑΣΙΛΙΚΕΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΕΣ. Η ίδια βεβαιότητα για τους νικητές του πολέμου διακατείχε και τον άλλο πόλο εξουσίας που ήταν το παλάτι, παρακολουθούμενο από την αυλή του και το Γενικό Επιτελείο. Ο Κωνσταντίνος συνδεόταν στενά με τη γερμανική αυτοκρατορική οικογένεια (η βασίλισσα Σοφία ήταν αδελφή του Κάιζερ) και οι παραστάσεις του ήταν αυτές του γερμανικού περιβάλλοντος είχε μαθητεύσει στην ξακουστή στρατιωτική ακαδημία του Βερολίνου, όπως ο Ιωάννης Μεταξάς και αρκετοί άλλοι στρατιωτικοί, και είχε διαποτιστεί με τις αξίες της πρωσικής στρατιωτικής ανωτερότητας και του συγκεντρωτισμού.

Οπαδός της συντηρητικής αντίληψης, εχθρός των παρακινδυνευμένων κινήσεων, άτολμος και χειραγωγούμενος ως προσωπικότητα, ήταν επίσης υπέρμαχος της στάσης αναμονής ως της καλύτερης επιλογής για την προώθηση των εθνικών συμφερόντων. Η ελληνική ουδετερότητα επί του παρόντος ήταν μια σώφρων στάση για την προστασία της χώρας, με γνώμονα πάντα τις βουλγαρικές και τουρκικές αναθεωρητικές επιδιώξεις. Από την άλλη, υπάκουε αναγκαστικά στις στρατηγικές εξαρτήσεις από τις έχουσες τον έλεγχο της θάλασσας Δυνάμεις. Με βάση τα δεδομένα αυτά, η Ελλάδα του Κωνσταντίνου θα έπρεπε να περιμένει το τέλος του πολέμου από τη θέση της ουδετερότητας, διαφυλάσσοντας την ακεραιότητά της και παράλληλα αδιατάραχτους τους δεσμούς, πολιτικούς και δυναστικούς, με τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες. Κύριος εκφραστής της συγκαλυμμένης γερμανόφιλης πολιτικής ήταν ο υπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Στρέιτ μέσα από την «απόλυτη και διαρκή» ουδετερότητα που θα κρατούσε την Ελλάδα στο απυρόβλητο των κινδύνων του πολέμου της Αντάντ, διατηρώντας μεταπολεμικά ανέπαφες τις γέφυρες της αντισλαβικής συνεργασίας με το Βερολίνο.

ΔΙΑΥΛΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΪΖΕΡ. Τον Αύγουστο και οι δύο πλευρές είχαν προσεγγίσει κατά πολύ τις θέσεις από τις οποίες δεν επρόκειτο να μετακινηθούν καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Επιπλέον, εγκαινίασαν δίαυλους επικοινωνίας με τους δύο συγκρουόμενους συνασπισμούς δυνάμεων, είτε δεχόμενοι προτάσεις είτε αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες για την έξοδο στον πόλεμο. Από τις πρώτες ημέρες ο Κωνσταντίνος έγινε παραλήπτης μακροσκελών επιστολών που έφεραν την υπογραφή του ίδιου του Κάιζερ ή του πρεσβευτή του στην Αθήνα.

Με τον τρόπο αυτόν η Γερμανία παρέκαμπτε ευθύς εξαρχής την κυβέρνηση, συνομιλώντας απευθείας με το παλάτι, για να υπογραμμίσει τους κινδύνους που εγκυμονούσε μια ενδεχόμενη συστράτευση της Ελλάδας στο πλευρό της Αντάντ η Βουλγαρία και η Τουρκία βρίσκονταν προσδεμένες ουσιαστικά στο γερμανικό άρμα και έτοιμες να αδράξουν την ευκαιρία και να πάρουν τη ρεβάνς της ήττας των Βαλκανικών Πολέμων. Οπως το έθετε ο πρεσβευτής Quandt (Arco von), το Βερολίνο επιζητούσε την ελληνική συμμαχία τη στιγμή που τη χρειαζόταν όσο ποτέ άλλοτε. Διαφορετικά, θα θεωρούσε πραγματικούς φίλους από τους πολλούς, όσους στην ανάγκη έδειχναν εμπράκτως την υποστήριξή τους.

Η απάντηση του Κωνσταντίνου ήταν άμεση και δεν επιδεχόταν παρερμηνεία. «Δεν έχουμε καμία απολύτως πρόθεση να βοηθήσουμε τους Σέρβους», διεμήνυε στους συνομιλητές του, επιβεβαίωνε για τη σύμπλευσή του σε ιδεολογικό και προσωπικό επίπεδο με τις Κεντρικές Δυνάμεις και κατέληγε πως η Ελλάδα θα τηρούσε απολύτως ουδέτερη στάση, αφήνοντας να εννοηθεί πως αυτή αποτελούσε την άλλη όψη της ανεπιφύλακτα γερμανόφιλης πολιτικής. Οι παραπάνω τοποθετήσεις είχαν ιδιαίτερη σημασία, αν συνυπολογιστεί ειδικά το γεγονός πως η ελληνοσερβική συμμαχία και η εφαρμογή της με την έκρηξη του αυστροσερβικού πολέμου βρέθηκε στην πρώτη θέση της πολιτικής ατζέντας και σηματοδότησε την απαρχή της απόκλισης μεταξύ πρωθυπουργού και βασιλιά. Εδειχναν, επίσης, και κάτι άλλο: πως ο Κωνσταντίνος δεν δίσταζε να δεσμευτεί για μείζονος σημασίας εθνικά ζητήματα, χαράσσοντας προσωπική πολιτική χωρίς να διαβουλευτεί με την υπεύθυνη κυβέρνηση.

Από την άλλη, ο Βενιζέλος μέσα σε διάστημα λίγων ημερών υπέβαλε δύο προτάσεις στη Συνεννόηση για την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο ως σύμμαχός της, συνοδευόμενες από σχέδιο για τη σύμπηξη ευρύτερου βαλκανικού συνασπισμού με σημαντικά εδαφικά ανταλλάγματα για τους εμπλεκομένους. Η συμμαχική απάντηση αναγνώριζε μεν την ελληνική προσφορά, αλλά δεν μπορούσε να την αποδεχθεί επί του παρόντος, ενόσω η Τουρκία και η Βουλγαρία παρέμεναν τα μεγάλα ερωτηματικά αναφορικά με τη στάση τους. Χρειάστηκε μάλιστα ο Βενιζέλος να απειλήσει τους Αγγλογάλλους �%