Η πρώτη επαφή ενός ξένου παρατηρητή με τις καθημερινές μας συνήθειες πραγματοποιείται στον δρόμο. Η προκλητική αδιαφορία για τους κανόνες του ΚΟΚ, που αποτέλεσε αφορμή για τη σύλληψη του Μ. Λιάπη, αποτελεί μία από τις πιο ελληνοπρεπείς μας συνήθειες. Εχουμε γίνει όλοι «αιώνιοι Λιάπηδες», όπως αναφωνούσε ο σταθμάρχης Μίμης Φωτόπουλος στο παλιό καλό «Ούτε γάτα ούτε ζημιά». Εν τούτοις, το καθημερινό μας χάος παραμένει μία ανοίκεια εικόνα για τους περισσότερους «Δυτικούς»: παράνομη στάθμευση, κατειλημμένα πεζοδρόμια, μηδενικός σεβασμός στους πεζούς, παραβιάσεις του ερυθρού σηματοδότη κ.ο.κ. Πρόκειται για βαρύτατα αντικοινωνική συμπεριφορά, απόρροια της τραυματισμένης πολιτικής μας ηθικής.

Το πρόβλημα είναι οδυνηρά προφανές, αλλά, αντί να επιλύεται, επιδεινώνεται. Είναι δύσκολη ή δαπανηρή η επίλυσή του; Οχι: το μόνο που χρειάζεται είναι οι πολυάριθμοι αστυνομικοί που περιπολούν τους ελληνικούς δρόμους να βγάλουν το μπλοκάκι τους και να εφαρμόσουν τον νόμο. Είναι, όμως, εξίσου σαφές ότι τέτοιο κοινωνικό αίτημα δεν υπάρχει: οι γηραιότεροι έχουν υποκύψει στη συνήθεια, οι νεότεροι στην ευκολία και τα θύματα αυτών των συμπεριφορών (ιδίως τα άτομα με κινητικές δυσκολίες) υιοθετούν μία μάλλον ενδοτική οδό, προσπαθώντας να ευαισθητοποιήσουν αντί να απαιτήσουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων τους.

Συχνά λέγεται ότι η κυκλοφοριακή αγωγή είναι ζήτημα «πολιτισμού», με την έννοια της ευγένειας ή των καλών τρόπων. Αλλά δεν είναι: η συστηματική και εθιμικά κατοχυρωμένη παραβίαση του ΚΟΚ έχει ένα πολύ συγκεκριμένο κόστος σε δύο τουλάχιστον επίπεδα. Το πρώτο υπονοήθηκε ήδη: όλοι έχουμε δικαίωμα να κινούμαστε ελεύθερα, κυρίως προκειμένου να μπορούμε να αναπτύξουμε την προσωπικότητά μας όπως επιλέγουμε. Χωρίς αυτή την ελευθερία δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε κοινωνικές σχέσεις, να επιλέξουμε την εργασία που μας ταιριάζει, να ψυχαγωγηθούμε, να λειτουργούμε αυτόνομα. Προφανώς, τα άτομα με κινητικές δυσκολίες υφίστανται την πιο ακραία παραβίαση αυτών των δικαιωμάτων.

Η άλλη διάσταση του προβλήματος είναι περισσότερο πολιτική. Οι κανόνες που θεσπίζονται με τον ΚΟΚ δεν στηρίζονται, στη συντριπτική τους πλειονότητα, σε πρωτογενείς ηθικές προσταγές. Πρόκειται απλώς για κανόνες συμβίωσης: κάπως πρέπει να αποφασιστεί ποιος θα περάσει πρώτος σε μία διασταύρωση ή πού θα βαδίζουν με ασφάλεια οι πεζοί. Η παραβίαση αυτών των κανόνων δεν έχει, με την εξαίρεση του κοινωνικού αποκλεισμού των ΑμεΑ, σημαντική ηθική απαξία. Αυτό που δηλώνουμε με την αδιαφορία μας για τους κανόνες, πέρα από την παραδοσιακή ελληνική τάση για εκπτώσεις στο κράτος δικαίου, είναι μία ασέβεια για την κοινή μας συμφωνία σχετικά με το πώς θα μοιραζόμαστε τον χώρο μας ώστε να μπορούμε να συμβιώνουμε αρμονικά. Η αντικοινωνική αυτή συμπεριφορά είναι πολύ πιο επιζήμια για μία πολιτική κοινότητα απ’ όσο θέλουμε να πιστεύουμε: ενισχύει την πίστη στον «νόμο του ισχυρού» και την κοινωνική αδράνεια απέναντι σε αδικίες ή κακές πρακτικές που είναι βολικό να παραβλέπουμε.

Υπάρχει μια διαδεδομένη άποψη στην Ελλάδα που βλέπει καχύποπτα τους κεντρικά επιβαλλόμενους κανόνες, ίσως πιστεύοντας (αφελέστατα) ότι η εναλλακτική λύση είναι μια ουτοπία στην οποία όλοι ζούμε όπως θέλουμε. Η λειτουργική αναρχία όμως είναι αδύνατη. Οταν οι κανόνες δεν θεσπίζονται/εφαρμόζονται από μια κεντρική εξουσία (κράτος), καταλήγουμε συχνά σε κακές ισορροπίες με άδικους και αναποτελεσματικούς κανόνες. Χωρίς ΚΟΚ, ο κανόνας είναι ότι το βαρύτερο όχημα νικά το ελαφρύτερο, ενώ και τα δύο καταπιέζουν τον πεζό. Απόντος του κράτους κυριαρχεί η ζούγκλα, ο θρασύτερος καταπιέζει τον ηπιότερο.

Η απάντηση δεν είναι, φυσικά, μια αστυνομοκρατούμενη καθημερινότητα. Η πραγματικά έξυπνη λύση βασίζεται στο δόγμα της ήπιας αλλά ανελέητης εφαρμογής. Χρειαζόμαστε τη συστηματική αποθάρρυνση αυτών των συμπεριφορών, έστω με τη μορφή παρατηρήσεων από τον αστυνομικό προς τον πολίτη (γεγονός που προϋποθέτει, ότι οι αστυνομικοί θα τηρούν απαρέγκλιτα τον ΚΟΚ, κάτι που δεν συμβαίνει σήμερα). Με αυτόν τον τρόπο, καλλιεργείται ένα είδος επικοινωνίας που καταδικάζει κοινωνικά το φαινόμενο και σύντομα δεν χρειάζεται πια αστυνόμευση. Η κυκλοφοριακή αγωγή γίνεται εργαλείο για την ενίσχυση της πολιτικής αγωγής, αλλά και μέρος της. Η κοινωνία περνάει σε μια διαφορετική ισορροπία, ο σεβασμός των κανόνων γίνεται συνήθεια, η καθημερινή ζωή γίνεται καλύτερη. Δεν χρειάζεται να επικαλούμαστε τις επιτυχίες άλλων ευρωπαϊκών χωρών για να πειστούμε. Αρκεί μια ματιά λίγο κάτω από το έδαφος της χαοτικής Αθήνας: στο Αττικό Μετρό.

Ο Σωτήρης Γεωργανάς είναι αν. καθηγητής στο City University του Λονδίνου. Ο Κωνσταντίνος Καλλίρης, δικηγόρος και διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης