«Πώς ξεπέρασα τον φόβο μου, όταν η ζωή μου έμοιαζε να έχει τελειώσει; Πώς συνέχισα ως γυναίκα και ως δημοσιογράφος όταν βρέθηκα αντιμέτωπη με αυτό το μαύρο τείχος; Είχα ανάγκη να μάθω τι συνέβη. Οταν πεθάνω, θέλω να γνωρίζω τι συνέβη σε μένα και σε τόσες άλλες γυναίκες». Απέναντι σε αυτή τη γυναίκα, μόνο μία λέξη: δέος

Την ιστορία της δεν μπορεί να την πιάσει κανείς από το τέλος, να τη συνοψίσει σε μία φράση του τύπου «η κολομβιανή δημοσιογράφος που απήχθη ξανά και ξανά, κρατήθηκε όμηρος, βιάστηκε, βασανίστηκε και αντί να λυγίσει, αντί να κλειστεί στη σιωπή, δίνει φωνή σε όλα τα θύματα όπως αυτή». Την ιστορία της, για να την κατανοήσεις σε όλη την τραγικότητα και όλο το μεγαλείο της, πρέπει να την πιάσεις από την αρχή. Από το 1974, όταν γεννήθηκε στην Μπογκοτά.

Οι γονείς της δεν ήταν από εκεί. Οπως εκατομμύρια ακόμα Κολομβιανοί, εκτοπίστηκαν από την επαρχία στην πρωτεύουσα εξαιτίας του πολυετούς εμφύλιου πολέμου που στην Κολομβία αποκαλούν απλώς La Violencia –Η Βία. Μέσα στη σκόνη αυτού του πολέμου μεγάλωσε η Λίμα, τις εποχές που ο διαβόητος ναρκέμπορος Πάμπλο Εσκομπάρ έδινε τη μάχη του καρτέλ του ενάντια στο κράτος και την κοινωνία. Οταν πια ο Εσκομπάρ σκοτώθηκε, η αυτοκρατορία του κατακερματίστηκε σε έναν λαβύρινθο από παραστρατιωτικές μονάδες και νέα καρτέλ, ενώ παράλληλα οι ένοπλες δυνάμεις του κράτους, οι μαρξιστές αντάρτες και οι συμμορίες που αυτοαποκαλούνταν combos κινητοποιούσαν επιπλέον δολοφονικές δυνάμεις. Σε αυτό το πλαίσιο ξεκίνησε την καριέρα της ως δημοσιογράφος. Ηταν 22 χρονών, ήταν Δεκέμβριος του 1996, ο πρώτος εργοδότης της ήταν ο ραδιοφωνικός σταθμός Colombia National Radio στην Μπογκοτά –και η πρώτη της αποστολή να καλύψει ένα θέμα που θα γινόταν η ζωή της.

ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ. Κλήθηκε να καλύψει μια εξέγερση στη Λα Μοντέλο, ίσως τις πιο επικίνδυνες φυλακές στον κόσμο, ένα «σωφρονιστικό» ίδρυμα γνωστό ως κόμβος εμπορίου ναρκωτικών και όπλων ανάμεσα στις δυνάμεις του κράτους, τα καρτέλ και τις αντίπαλες παραστρατιωτικές ομάδες. «Επειτα από εκείνη την ημέρα –ήμουν η μόνη ρεπόρτερ που κατάφερε να μπει στη φυλακή –άρχισα να δουλεύω πάνω σε όσα είχα βρει εκεί: συνενοχή του στρατού σε πολλές από τις σφαγές που διέπρατταν οι παραστρατιωτικοί και τρόποι με τους οποίους ο στρατός εξόπλιζε τους παραστρατιωτικούς». Οι απειλές κατά της ζωής της ξεκίνησαν ήδη από το 1998. Δύο χρόνια αργότερα, στις 25 Μαΐου του 2000, μετά τη σφαγή 42 κρατουμένων από συγκρατούμενούς τους – μέλη δεξιών παραστρατιωτικών ομάδων που τρομοκρατούσαν τη χώρα, η Λίμα επέστρεψε στη Λα Μοντέλο. Είχε πια μετακινηθεί στην εφημερίδα «Ελ Εσπεκταδόρ». Είχε συμφωνήσει να της δώσει συνέντευξη ένας παραστρατιωτικός ηγέτης που κρατούνταν εκεί και ήταν γνωστός ως Ελ Παναδέρο –«Ο Φούρναρης». «Ηθελε να μου πει την ιστορία πίσω από τη σφαγή».

Οταν η Λίμα έφτασε στην είσοδο των φυλακών, μια γυναίκα τη ρώτησε αν ήταν η δημοσιογράφος. «Ετοιμαζόμουν να απαντήσω, όταν εμφανίστηκε ένας άνδρας που με αγκάλιασε από τη μέση, κόλλησε ένα όπλο στο πλευρό μου και μου είπε πως αν δεν άρχιζα να περπατώ, θα με σκότωνε». Η Μπεντόγια μεταφέρθηκε σε μια αποθήκη. Της έδεσαν τα χέρια και τα πόδια, της έκλεισαν τα μάτια και την έβαλαν σε ένα φορτηγό. Ωρες αργότερα έφτασαν σε μια εγκαταλειμμένη αγροικία. Επί 16 ώρες τη βίαζαν και τη βασάνιζαν. Επειτα χτύπησε ένα τηλέφωνο. Οι συνάδελφοί της είχαν ειδοποιήσει την Εισαγγελία για την εξαφάνισή της, η Λίμα πιστεύει πως το τηλεφώνημα ήταν μια προειδοποίηση ότι βρισκόταν σε εξέλιξη μεγάλη επιχείρηση για τον εντοπισμό της. Τελικά, το γυμνό, διαλυμένο κορμί της εντοπίστηκε σε ένα χαντάκι στο πλάι ενός αυτοκινητόδρομου.

Οι γιατροί τής είπαν πως θα χρειαζόταν τρεις μήνες για να αναρρώσει. Σε 15 ημέρες η Λίμα επέστρεψε στη δουλειά της. «Ηξερα πως ο μόνος τρόπος να συνεχίσω να ζω ήταν να συνεχίσω να είμαι δημοσιογράφος». Μεταφέρθηκε στην έγκυρη εφημερίδα «Ελ Τιέμπο». Η πρεσβεία της Γερμανίας της πρόσφερε άσυλο, αλλά εκείνη δεν ήθελε να αφήσει τη χώρα της. Τρία χρόνια αργότερα, το 2003, ταξίδεψε βαθιά στη ζούγκλα της Κολομβίας, σε μια περιοχή την οποία αποφεύγει ακόμα και ο Ερυθρός Σταυρός -σκοπός της ήταν να συναντήσει αντάρτες των FARC, των Ενοπλων Επαναστατικών Γυνάμεων της Κολομβίας, ένα μαρξιστικό – λενινιστικό επαναστατικό αντάρτικο. Ανδρες των FARC όμως απήγαγαν και αυτήν και τον φωτογράφο της. Τους κράτησαν ομήρους για οκτώ ημέρες. Δεν τη βίασαν, αλλά την ξυλοκόπησαν και την τρομοκράτησαν.

Οταν πια αφέθηκε ελεύθερη και για τα επόμενα έξι χρόνια η Λίμα συνέχισε να εργάζεται μόνο ως δημοσιογράφος. Μέχρι το 2009, οπότε αποφάσισε να σπάσει τη σιωπή της. Διότι «είχα συναντήσει τόσο πολλές γυναίκες με εμπειρίες ανάλογες με τη δική μου, και όμως το κράτος αρνούνταν να αναγνωρίσει αυτά τα εγκλήματα. Κανείς δεν ήθελε να τα ψάξει, ούτε καν να μιλήσει γι’ αυτά. Πιστεύω όμως πως όλα μας συμβαίνουν για έναν λόγο και ως δημοσιογράφοι έχουμε χρέος να μιλάμε για πράγματα για τα οποία άλλοι δεν μπορούν να μιλήσουν».

Σύμφωνα με τη Δι-Αμερικανική Αναπτυξιακή Τράπεζα, η Κολομβία είναι η δεύτερη πιο επικίνδυνη χώρα της Λατινικής Αμερικής για τις γυναίκες. Συνολικά 45 δημοσιογράφοι έχουν δολοφονηθεί στη χώρα από το 1992. Και σύμφωνα με μια πρόσφατη έκθεση της ABColombia, μιας ομπρέλας βρετανικών και ιρλανδικών οργανώσεων, το μεγαλύτερο κρυμμένο έγκλημα της Κολομβίας δεν είναι άλλο παρά η «συνήθης, εκτεταμένη και συστηματική» απαγωγή και σεξουαλική κακοποίηση γυναικών στους εσωτερικούς πολέμους της χώρας. «Συμβαίνει σε όλους τους πολέμους», λέει η Λίμα. «Αλλά στην Κολομβία, έπειτα από δεκαετίες, οι γυναίκες είχαν φτάσει να θεωρούν τη χρησιμοποίηση του κορμιού τους ως όπλο πολέμου κάτι το φυσιολογικό». Τα μεγέθη είναι τρομακτικά: «Από τους 150.000 βιασμούς που έχουν αναγνωρίσει οι παραστρατιωτικές ομάδες, μόνο ένα 2% έχει καταλήξει σε καταδικαστικές αποφάσεις».

ΒΡΑΒΕΥΜΕΝΗ ΑΚΤΙΒΙΣΤΡΙΑ. Σήμερα είναι μια δημοσιογράφος, συγγραφέας και ακτιβίστρια πολυβραβευμένη διεθνώς. Πρόσφατα περιόδευσε στη Βρετανία και την Ιρλανδία προκειμένου να αφυπνίσει πολιτικούς και πολίτες, ηγερία ενός νέου κινήματος που ονομάζεται Τώρα Δεν Είναι Ο Καιρός Να Μείνουμε Σιωπηλοί. «Εδώ είμαι ελεύθερη να περπατώ στους δρόμους», είπε στον δημοσιογράφο της «Ομπζέρβερ» που τη συνάντησε. Στην Κολομβία κυκλοφορεί με αλεξίσφαιρο γιλέκο, πέντε σωματοφύλακες και θωρακισμένο αυτοκίνητο. «Αυτή είναι η ζωή μου. Τώρα πια το χειρότερο που μπορούν να κάνουν είναι να με σκοτώσουν. Προτιμώ όμως να πεθάνω από μια σφαίρα στην Κολομβία παρά από θλίψη στην εξορία».