Η πληροφορία ότι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ (ο Γιώργος Σταθάκης και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος που με απασχολούν εδώ, διότι η περίπτωση Δημήτρη Τσουκαλά εμπίπτει στο τελείως διαφορετικό παράδειγμα της ανεξαρτησίας και ακεραιότητας της συνδικαλιστικής δράσης) διαθέτουν και επενδύουν εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ σε αμοιβαία κεφάλαια διεθνών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ήταν φυσικό να προκαλέσει ποικίλα συναισθήματα και αντιδράσεις που κυμαίνονται από την αμηχανία μέχρι τον σκανδαλισμό.

Η δημόσια κριτική που ασκείται στους δύο βουλευτές είναι δριμεία αλλά όχι πάντοτε ουσιώδης, καίρια ή δίκαιη. Για παράδειγμα, το αξίωμα ότι εκείνος που μάχεται υπέρ της ισότητας (μια έτσι και αλλιώς στενή σύνοψη του αριστερού προτάγματος, που όμως το επικαλούνται οι ίδιοι οι έλληνες αριστεροί) δεν δικαιούται να είναι πλούσιος, είναι ρηχή και ατελέσφορη. Αν ήταν έτσι, ένα καλό και πολλαπλώς παραμετροποιημένο περιουσιολόγιο θα μας γλίτωνε απ’ την εκλογική διαδικασία και την περιπέτεια των πολιτικοκομματικών ταυτίσεων.

Βεβαίως οι συγκεκριμένοι βουλευτές υποθέτω ότι, στο εξής, θα είναι περισσότερο προσεκτικοί όταν θα περιγράφουν την κοινωνική πραγματικότητα, ότι θα απενταχθούν από τη μιζεραμπιλιστική τους αφήγηση και ότι θα μειώσουν τα ντεσιμπέλ της κραυγής υπέρ «του λαού». Κι ότι δεν θα διεκδικούν το μονοπώλιο της κοινωνικής ευαισθησίας.

Υπήρξαν, πάντως, και άλλες πιο σκληρές κατηγορίες, που επίσης δεν έχουν πραγματολογικό έρεισμα, όπως ότι η τοποθέτηση ή διατήρηση περιουσίας σε προστατευμένα από μια πιθανή ελληνική χρεοκοπία επενδυτικά προϊόντα έκανε για τους συγκεκριμένους ανθρώπους τη χρεοκοπία ανεκτή, ή ακόμα και επιθυμητή.

Πέραν του αναπόδεικτου μιας τέτοιας κατηγορίας και της γνωστής προσήλωσης, του Γ. Σταθάκη τουλάχιστον, στο κοινό νόμισμα, αυτός ο λόγος είναι πολιτικά ασήμαντος, διότι βρίσκεται εγκλωβισμένος σε μια ρηχή ηθικολογία για τον ατομικό βίο.

Υπάρχει όμως κάτι που άπτεται πλήρως του πολιτικού. Κάτι που εγείρει μείζον θέμα για τους δύο βουλευτές που αποτελούν ηγετικές φυσιογνωμίες του ΣΥΡΙΖΑ και της οικονομικής πολιτικής του. Οι άνθρωποι αυτοί αποδέχονται πλήρως τον παγκόσμιο, αγοραίο καπιταλιστικό κανόνα. Τη φόρμα του, το περιεχόμενό του, τη λογική του κέρδους μέσα από χρηματοπιστωτικές τοποθετήσεις. Διαχειρίζονται την προσωπική τους περιουσία με απόλυτη γνώση του καπιταλιστικού κανόνα. Με απόλυτο οικονομικό ρεαλισμό. Το κόμμα τους όμως, εν πολλοίς και οι ίδιοι ως φορείς πολιτικής, επί τρία χρόνια, αλλά ακόμα και σήμερα, υπόσχονται μια ελληνική και περήφανη παραβίαση αυτού του κανόνα. Υπόσχονται την περιφρόνηση των επιτοκίων, γενικά των τρόπων μέτρησης του ελληνικού κινδύνου, τη σημασία των ελλειμμάτων και των μηχανισμών ρύθμισης του δημόσιου χρέους.

Ποιος ξέρει λοιπόν… Ισως η αποκάλυψη των ημερών συμβάλλει ώστε η αναντιστοιχία αυτή μεταξύ ατομικού πραγματισμού των βουλευτών και της κομματικής ιδεολογίας τους να μειωθεί υπέρ του πρώτου. Ακόμα και αν αυτός δεν είναι αρεστός ούτε σε αυτούς ούτε και στον γράφοντα.

Ο Π. Παναγιωτόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών