Αν και στην επικαιρότητα κυριαρχεί η οικονομική κρίση, ελάχιστα έχει απασχολήσει η πολιτική κρίση και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών στους πολιτικούς θεσμούς. Ενάντια στις αντιλήψεις πολλών, η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα –σε σύγκριση με την Ιρλανδία, την Ισπανία και την Πορτογαλία –η οποία, ταυτόχρονα με την οικονομική κρίση, διέρχεται και μία πολιτική κρίση. Σε όλες τις χώρες τα κόμματα που διέθεταν πλειοψηφία έχασαν σημαντικό τμήμα της κοινοβουλευτικής επιρροής τους, αλλά τα κύρια κόμματα της αντιπολίτευσης απορρόφησαν το μεγαλύτερο τμήμα των ψήφων στις πρώτες εκλογές μετά την κρίση. Αντιθέτως, στην Ελλάδα κατέρρευσαν και τα δύο κυρίαρχα κόμματα (Μάιος 2012), το ΠΑΣΟΚ έχασε 31,6% μεταξύ δύο εκλογών, ενώ είναι η μόνη χώρα μεταξύ των τεσσάρων στις οποίες απέκτησε κοινοβουλευτική εκπροσώπηση ένα ακροδεξιό εξτρεμιστικό κόμμα.

Στις τέσσερις χώρες ανεξαιρέτως η οικονομική κρίση προκάλεσε την προκήρυξη πρόωρων εκλογών, αλλά ακολούθησε περίοδος κυβερνητικής σταθερότητας. Μία διαφορετική εικόνα παρουσιάζει η Ελλάδα, στην οποία μετά τις εκλογές, σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, τέσσερα διαφορετικά πρόσωπα ανέλαβαν χρέη πρωθυπουργού από το 2009 έως σήμερα. Αν λάβουμε δε υπόψη ότι και η τελευταία κυβέρνηση Καραμανλή είχε διάρκεια μόλις δύο έτη (2007-2009) γίνεται κατανοητό ότι η προσπάθεια αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης έγινε από ασταθείς κυβερνήσεις, σύντομες κοινοβουλευτικές περιόδους, συχνή προσφυγή στις κάλπες και έλλειψη συνέχειας στη θέση του κορυφαίου της εκτελεστικής εξουσίας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το διάστημα 2000-2012 στην Ελλάδα διενεργήθηκαν έξι φορές γενικές εκλογές, στην Ισπανία και στην Πορτογαλία τρεις και στην Ιρλανδία δύο. Οι συχνές εκλογές στο διάστημα δώδεκα ετών στην Ελλάδα είχαν τη δική τους συμβολή στην αποσταθεροποίηση και, ιδιαίτερα, στο έργο των κυβερνήσεων.

Πώς, λοιπόν, θα αντιμετωπίσουμε την κρίση εμπιστοσύνης και αντιπροσώπευσης που διέρχεται το κοινοβουλευτικό σύστημα στην Ελλάδα; Το ειδικότερο πρόβλημα που προκύπτει είναι ότι, αν και θεωρητικά μπορούμε να εισέλθουμε σε μία διαδικασία συνταγματικής αναθεώρησης στην τρέχουσα περίοδο, στην πράξη το πολιτικό πλαίσιο θα επηρεάσει μάλλον αρνητικά τη διαδικασία. Είναι αμφίβολο εάν μπορεί να υπάρξει διακομματική συναίνεση για αυτονόητες αλλαγές σε ένα Κοινοβούλιο διαιρεμένο μεταξύ μνημονιακών – αντιμνημονιακών και όχι μεταξύ Αριστεράς – Δεξιάς. Ταυτόχρονα, η υποχρεωτική μεσολάβηση εκλογών για την ολοκλήρωση της διαδικασίας καθιστά αβέβαιη την πολιτική –και όχι τη διαδικαστική –νομιμοποίηση των συνταγματικών επιλογών της πρώτης περιόδου από τα κόμματα που θα αναδειχθούν την επόμενη περίοδο σε συνθήκες ρευστότητας του κομματικού συστήματος.

Μία πρώτη βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα πρόταση θα ήταν να αλλάξει ριζικά ο τρόπος επιλογής των ευρωβουλευτών, υποψήφιων περιφερειαρχών και δημάρχων με εσωκομματικές εκλογές, δηλαδή με την αφαίρεση του προνομίου επιλογής από τον αρχηγό και τον στενό κύκλο των προσώπων γύρω από αυτόν. Με τον τρόπο αυτόν τα κόμματα μπορούν να επανασυνδεθούν με το εκλογικό σώμα, και ιδιαίτερα με τους νέους, πριν από τις εκλογές του Μαΐου 2014, να αναδείξουν πολιτικά ζητήματα και να επιτρέψουν την ανάδειξη υποψηφίων που μπορούν να διατηρήσουν μία σχέση αντιπροσώπευσης με τους πολίτες (αυτό ισχύει ιδιαιτέρως για τους ευρωβουλευτές) και οι οποίοι θα συμπεριληφθούν στα ψηφοδέλτια του κόμματος και θα τεθούν στην κρίση του εκλογικού σώματος. Αυτό, άλλωστε, θα ήταν η φυσιολογική συνέχεια της εκλογής αρχηγού από τη βάση.

Μία δεύτερη μεσοπρόθεσμου χαρακτήρα πρόταση αναφέρεται στη συγκρότηση δεύτερου νομοθετικού σώματος, το οποίο θα προσφέρει μία εναλλακτική δυνατότητα εκλογής αντιπροσώπων δίχως την απαραίτητη μεσολάβηση των κομμάτων και θα αναβαθμίσει το νομοθετικό έργο της Βουλής. Η Γερουσία λειτουργεί επιτυχώς και σε μη ομοσπονδιακά κράτη, ενώ λειτούργησε και στην Ελλάδα κατά διαστήματα τον 19ο και τον 20ό αιώνα. Η συζήτηση και η θεσμοθέτηση ενός δεύτερου νομοθετικού σώματος στο πλαίσιο της συνταγματικής αναθεώρησης θα είναι ένα πρώτο βήμα ανακαίνισης του κοινοβουλευτικού συστήματος και θα διευκολύνει τη διευθέτηση άλλων ζητημάτων, όπως τη μείωση του αριθμού των βουλευτών, την αντιμετώπιση των κομματοκρατίας και των πελατειακών σχέσεων, την ενεργοποίηση θεσμικών αντιβάρων, το ασυμβίβαστο της ιδιότητας του μέλους της κυβέρνησης και του γερουσιαστού, τη σμίκρυνση των μεγάλων εκλογικών περιφερειών και την αλλαγή του εκλογικού συστήματος.

Οι παραπάνω προτάσεις είναι απλώς ενδεικτικές. Το μείζον είναι να αντιληφθούμε ότι ο μοναδικός συνδυασμός οικονομικής και πολιτικής κρίσης ενδέχεται να προκαλέσει ανυπέρβλητα εμπόδια στην πορεία ανασυγκρότησης της χώρας καθώς και της αποτελεσματικής λειτουργίας της κυβέρνησης και του Κοινοβουλίου.

Ο Μάνος Γ. Παπάζογλου είναι λέκτορας Πολιτικών Συστημάτων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου