Ακόμη τη θυμάμαι εκείνη την ημέρα κι ας έχουν περάσει 13 ολόκληρα χρόνια: 17 Ιουνίου 2001, στην «καυτή» Νέα Φιλαδέλφεια. Ντάλα καλοκαίρι, με τον ιδρώτα να λούζει τα πρόσωπα όλων στην αίθουσα του Μέμπερς Κλαμπ στο Νίκος Γκούμας. Βέβαια, οι οπαδοί της ΑΕΚ ίδρωναν από αγωνία με τις σκοτεινές ιστορίες Αλεχάντρο Σκλαβενίτη – Μάκη Ψωμιάδη. Εκείνο το μεσημέρι, λοιπόν, εμφανίστηκε στα μέρη μας για να αναλάβει τις τύχες της ΑΕΚ ο Φερνάντο Σάντος.

«Κύριοι, ο προπονητής μας», είπε ο Ψωμιάδης, ο άνθρωπος που έφερε τον πορτογάλο κόουτς στην Ελλάδα για να εργαστεί. Θρυλείται πως την τελευταία ώρα έγινε στροφή και από τον Αρη των αρκετών προβλημάτων κατέληξε στην ΑΕΚ. Ενας κύριος που βάδιζε στα 47 του χρόνια τότε, με λίγες άσπρες τρίχες στα μαλλιά και αρκετά βλοσυρός.

Ηταν η αρχή μιας μεγάλης καριέρας στην Ελλάδα. Και μιας μεγάλης φιλίας με τους έλληνες οπαδούς. Μια σχέση που πέρασε από χίλια κύματα, με τον Σάντος να τα καταφέρνει καλά σε όλα –κι ας μην είναι καπετάνιος. Ηλεκτρολόγος-μηχανικός σπούδασε ο άνθρωπος. Τα έβγαλε πέρα. Αρχικά, έπεισε τον Ντέμη Νικολαΐδη να δώσει το «παρών» στο γήπεδο, να (επαν)ενταχθεί στην ομάδα, μολονότι ο επιθετικός είχε διαλέξει να απέχει των εκδηλώσεων, έχοντας δυσαρεστηθεί με όσα συνέβαιναν στην ΑΕΚ. Μήνες μετά, καταχείμωνο, η ΑΕΚ κάλπαζε για τον τίτλο, ωστόσο τρεις κολλητές ήττες έφεραν αναστάτωση. Η σχέση του προπονητή με τον παράγοντα πέρασε κρίση, προέκυψε παραίτηση, στις 7 Ιανουαρίου 2002, αλλά παίκτες (Ντέμης, Ζήκος) και φανατικοί οπαδοί μετέπεισαν τον Πορτογάλο. Σε μια εκστρατεία μέσα στα χιόνια που έπνιγαν τότε την πρωτεύουσα! Τελικά ο τίτλος χάθηκε, το Κύπελλο κατακτήθηκε, ο Σάντος όμως έφυγε κι ας φώναζε υπέρ του κόσμος.

Ηδη η καρδιά του Πορτογάλου άρχισε να χτυπά διαφορετικά. Τα μηνύματα συμπάθειας για την Ελλάδα ήταν πολλαπλά. Η πρόταση από τον Παναθηναϊκό έγινε δεκτή. Ηταν η σεζόν που δεν πρόλαβε ούτε την παρέλαση! Μετά την ήττα από την Προοδευτική στη Λεωφόρο, με τους Πράσινους να γκρεμίζονται βαθμολογικά, τον κόσμο να πετάει καφέδες και να χτυπάει με μανία το στέγαστρο του πάγκου, ο Σάντος απολύεται.

Οι γνωρίζοντες επιμένουν πως δεν γινόταν να δουλέψει «σε ένα καθεστώς γεμάτο ίντριγκες». Φεύγει. Κάπου εκεί τα σπάει με τον Βέλιτς, το δεξί του χέρι από τότε που ήρθε στην Ελλάδα, έναν άνθρωπο που αρχικά ήταν μεταφραστής και μετά ζητούσε να ανέβει στην ιεραρχία. Ανέλαβε τη Σπόρτινγκ Λισαβώνας και το καλοκαίρι του 2004 αποφασίζει να επιστρέψει. «Σε θέλω να ηγηθείς της προσπάθειας, ανέλαβα πρόεδρος», είναι το μήνυμα του Ντέμη. Ο Σάντος δεν προδίδει τους φίλους του. Να τος ξανά πίσω, στην ΑΕΚ. Οχι με Ζαγοράκη, Ντέμη, Γκαμάρα, Τσιάρτα και λοιπούς κλασάτους παίκτες, αλλά με τους λεγόμενους …«μπουρμποκρασάδες».

Ο τίτλος χάνεται, μολονότι η ΑΕΚ κάνει μια σούπερ σεζόν. Η ήττα στο ΟΑΚΑ από τον Ιωνικό είναι μαχαιριά και εκεί ο κόσμος, πέρα από όσα του είχε προσάψει για μιζέρια ή το παλιομοδίτικο σουέντ σακάκι, τον βαφτίζει «λούζερ». Ο Σάντος επιμένει στο στυλ του. Παρέα με τον συμπατριώτη του Ροζάριο (συνεργάτης του) πίνουν τον έναν καφέ μετά τον άλλο, καπνίζουν αρειμανίως και προχωρούν σε ένα αναπόφευκτο διαζύγιο με την ΑΕΚ το καλοκαίρι του 2006. Το «είμαι ερωτευμένος με την ΑΕΚ» του Σάντος έλαβε άσχημο τέλος.

Το φθινόπωρο του 2007 ένας άλλος πρώην παίκτης του Σάντος, ο Ζαγοράκης, τον επιλέγει για τον πάγκο του ΠΑΟΚ. Στην Τούμπα ο Σάντος μένει μέχρι το 2010, έχοντας εξασφαλίσει το ίδιο καλοκαίρι και την έξοδο στο Τσάμπιονς Λιγκ. Αλλά ουδέποτε κέρδισε τον κόσμο του ΠΑΟΚ που του χρέωνε συγκρατημένη τακτική, κάτι ξένο για τη συνήθως εκρηκτική έδρα της ομάδας.

Κάπως έτσι κλείνει(;) το κεφάλαιο ελληνικοί σύλλογοι για τον Φερνάντο Σάντος. Τα πεπραγμένα του όμως, η υπομονή και το ήθος του, έχουν ανοίξει ήδη την πόρτα της Εθνικής Ελλάδας. Τα καλύτερα έρχονται…