Οι μεσογειακές χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, πλην της Ελλάδας, καταρτίζοντας τον προϋπολογισμό τους για το έτος 2014, προσανατολίζονται κατά βάση, υπό την πίεση των κινητοποιήσεων και των κοινωνικών διαμαρτυριών των πολιτών τους, σε επιλογές περιορισμένης χαλάρωσης των φορολογικών επιβαρύνσεων, περιορισμένων αυξήσεων των δημόσιων και κοινωνικών δαπανών, σχετικής βελτίωσης της αγοραστικής δύναμης, προσδοκώντας σε σταδιακή επιστροφή στην οριακή ανάκαμψη και στην οριακή μείωση της ανεργίας. Βέβαια, στις επιλογές αυτές δεν περιλαμβάνεται η αποκατάσταση των εφαρμοζόμενων μέτρων απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας και συρρίκνωσης του κράτους πρόνοιας στις χώρες της Μεσογείου.

Ομως η τρόικα (ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ) αμφισβητεί το περιεχόμενο και τους στόχους των προϋπολογισμών του έτους 2014 των μεσογειακών κρατών-μελών, υπογραμμίζοντας τον μη εκτροχιασμό του εφαρμοζόμενου προγράμματος λιτότητας το οποίο, κατά την άποψη των διεθνών οργανισμών, θα συμβάλει στη σταθεροποίηση των μεσογειακών οικονομιών. Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η τρόικα δεν επιθυμεί να κατανοήσει την αντιμετώπιση των προκλήσεων που διαμορφώνουν το μέλλον των μεσογειακών κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών (π.χ. αναδιάρθρωση του χρέους –70,5 δισ. ευρώ καταβολή τόκων από Ελλάδα μέχρι το 2020 -, επενδύσεις, ανάπτυξη, ανεργία, ανισότητες, ρευστότητα, χρηματοδότηση, παραγωγική, τεχνολογική ανασυγκρότηση, απασχόληση, γήρανση του πληθυσμού, περιβάλλον, κράτος πρόνοιας, δίκτυα, υποδομές).

Η άρνηση της τρόικας να καταλάβει αυτές τις μελλοντικές προκλήσεις υποδηλώνει από την πλευρά της τη σταδιακή υλοποίηση, μέσω της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης και της συγκεκριμένης επιλογής διαχείρισης του χρέους, του σχεδίου μετάβασης από τη δημοσιονομική στη γεωαναπτυξιακή στρατηγική σύζευξης και εξάρτησης των μεσογειακών οικονομιών από τις οικονομίες των χωρών του ευρωπαϊκού διευθυντηρίου. Από την άποψη αυτή, είναι χαρακτηριστικό ότι η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αναγκαιότητα τρίτου πακέτου βοήθειας και τρίτου Μνημονίου στην Ελλάδα εμπεριέχει ουσιαστικά, εκτός των άλλων, τον έλεγχο υλοποίησης της προαναφερόμενης στρατηγικής από τις χώρες του ευρωπαϊκού διευθυντηρίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι η υλοποίηση αυτής της στρατηγικής θα αποφέρει ιδιαίτερα υψηλές αποδόσεις για τις χώρες του διευθυντηρίου και τους επενδυτές, οι οποίες συγκρίνονται με τις αποδόσεις των αναδυόμενων ασιατικών οικονομιών, αξιοποιώντας τόσο τα πλεονεκτήματα του ισχυρού νομίσματος όσο και τις συνθήκες πλήρους απαξίωσης (π.χ. αμοιβές, εργασιακές σχέσεις, κοινωνική προστασία) της παραγωγικής δύναμης εργασίας στην Ελλάδα και στις άλλες μεσογειακές χώρες.

Είναι φανερό ότι μια τέτοια αναπτυξιακή επιλογή και προοπτική για τη μεσογειακή και την ελληνική οικονομία σημαίνει την ολοκληρωμένη θεσμοποίηση του μοντέλου της άνισης ανάπτυξης Βορρά – Νότου, την εγκαθίδρυση οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών ασιατοποίησης της Μεσογείου και την ένταση της μεταφοράς πόρων από τη Νότια στη Βόρεια Ευρώπη, σηματοδοτώντας την παράταση των ανισοτήτων και της επιδείνωσης του βιοτικού επιπέδου των πολιτών των μεσογειακών κρατών-μελών της ΕΕ. Αντίθετα, η πρόκληση για την Ευρωπαϊκή Ενωση συνίσταται στην κατανόηση της κατάρρευσης του αναπτυξιακού προτύπου της άνισης ανάπτυξης Βορρά – Νότου, στη συρρίκνωση της συμμετοχής της εργασίας στο εισόδημα εξαιτίας της νέας τεχνολογίας, η οποία συμβάλλει σε αυτή την πτώση τουλάχιστον κατά 80% (ΟΟΣΑ, 2013) καθώς και της αναγκαιότητας παραγωγικής και τεχνολογικής ενίσχυσης και όχι αναπτυξιακής εξάρτησης της μεσογειακής οικονομίας.

Ειδικότερα η Ελλάδα, ως μικρή οικονομία, μπορεί να δημιουργήσει με χρηματοδοτική ευρωπαϊκή ροή αυτοτελείς αναπτυξιακές επιλογές και να υλοποιήσει συγκεκριμένα επενδυτικά σχέδια, τα οποία θα αποφέρουν στη χώρα σημαντικό αναπτυξιακό και κοινωνικό πλεόνασμα. Κατά συνέπεια, προκύπτει ως επιτακτική ανάγκη ο άμεσος προσανατολισμός της αναπτυξιακής πολιτικής στην Ελλάδα προς την κατεύθυνση της σύνδεσης των δημόσιων πολιτικών με τον χαρακτήρα, τη διάρθρωση του παραγωγικού συστήματος της χώρας και τη βελτίωση του πλέγματος των αλληλεξαρτήσεων των ηγετικών κλάδων παραγωγής. Ετσι, θα δημιουργηθούν οι αναγκαίες συνθήκες μεταμόρφωσης και ανασυγκρότησης της παραγωγικής βάσης (μονοκαλλιέργειες υπηρεσιών και τουρισμού), με τη δημιουργία δικτύων, συνεργιών και συμπληρωματικότητας μεταξύ των τομέων και των κλάδων παραγωγής σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, προκειμένου να αυξηθούν η παραγωγή, η απασχόληση, η παραγωγικότητα, το εισόδημα και να βελτιωθεί το βιοτικό επίπεδο των πολιτών της χώρας.

Ο Σάββας Ρομπόλης είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ