Μύθος ή πραγματικότητα ο θεσμός του ισχυρού Πρωθυπουργού στην Ελλάδα; Η προσέγγιση στο ερώτημα αυτό οδηγεί σε ορισμένα συμπεράσματα σχετικά με τις επιτυχίες ή αποτυχίες των προσώπων που ανέλαβαν αυτή την κορυφαία θέση εκτελεστικής εξουσίας. Οι καθηγητές Featherstone και Παπαδημητρίου των Πανεπιστημίων LSE και Manchester, αντιστοίχως, σε πρόσφατη εργασία τους («The Emperor Has No Clothes! Power and Resources within the Greek Core Executive», Governance, 26:3, 523-545, 2013) εμπλουτίζουν τις γνώσεις μας για την οργάνωση των κυβερνήσεων της χώρας και τους παράγοντες που επηρεάζουν την απόδοσή τους.

Σε επίπεδο Πρωθυπουργού αξιολογούν τις συνταγματικές εξουσίες, τον «ακτιβισμό» τους, την ισχύ του κόμματος, αλλά και τις θέσεις και τις δυνατότητες του προσωπικού που υπηρέτησε στο γραφείο του. Σε επίπεδο Υπουργικού Συμβουλίου εξετάζουν τη συχνότητα των ανασχηματισμών και των συνεδριάσεων, καθώς και τις διαφορετικές συνθέσεις του. Σε επίπεδο Γραμματείας της κυβέρνησης τα στοιχεία αφορούν στον αριθμό του προσωπικού, στην ανεξαρτησία και στον «ακτιβισμό» του. Ακόμη, σε επίπεδο υπουργών εξετάζονται ο χρόνος της θητείας ορισμένων κορυφαίων θέσεων και οι συνταγματικές εξουσίες των υπουργών.

Το κύριο συμπέρασμα της μελέτης είναι ότι, παρά τα αντιθέτως λεγόμενα, ο θεσμός του Πρωθυπουργού είναι τελικά αδύναμος, καθώς στερείται των γραφειοκρατικών πόρων για να επιτελέσει έναν πιο δυναμικό ρόλο. Tελικά, ο εκάστοτε πρωθυπουργός περιορίζεται στον προσδιορισμό των κατευθύνσεων σε συγκεκριμένους τομείς πολιτικής, ενώ οι υπουργοί διαθέτουν σημαντική ευχέρεια στη λήψη αποφάσεων. Οι κυβερνήσεις λειτουργούν κατά τρόπο αποσπασματικό λόγω των διαφορετικών και περιοριστικών συνθέσεων των κυβερνητικών οργάνων (π.χ. η Κυβερνητική Επιτροπή), αλλά και των αδυναμιών που παρατηρούνται στον συντονισμό του κυβερνητικού έργου (π.χ. διυπουργικές επιτροπές).

Το Μέγαρο Μαξίμου είναι πράγματι υποστελεχωμένο και δυσλειτουργικό συγκριτικά προς άλλα ευρωπαϊκά κέντρα εξουσίας. Αρκεί να αντικρίσει κάποιος το ογκώδες κτίριο της Καγκελαρίας στο Βερολίνο και να αναλογισθεί το πλήθος και την ποιότητα του προσωπικού που υποστηρίζει το έργο του κορυφαίου της γερμανικής κυβέρνησης.

Ωστόσο, το έργο του Πρωθυπουργού είναι κάτι παραπάνω από τις συνταγματικές εξουσίες και τη συμβουλευτική και γραφειοκρατική υποστήριξη στο έργο του. Πολλές φορές τα ανδραγαθήματα είναι έργο λόχων και όχι ταξιαρχιών. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το 1974 δεν χρειάστηκε πολυάριθμο προσωπικό για να φέρει εις πέρας τις μεγάλες πολιτειακές αλλαγές της Μεταπολίτευσης. Πρωταρχικής σημασίας ήταν η εκ μέρους του καλή ανάγνωση του πολιτικού πλαισίου που ήταν ευνοϊκό για ουσιαστικές αλλαγές εκδημοκρατισμού. Ευνοϊκή συγκυρία είχε στη διάθεσή του και ο Κώστας Σημίτης από το 1996, καθώς ο στόχος της σύγκλισης προς τα κριτήρια της ΟΝΕ υποστηριζόταν από την αξιωματική αντιπολίτευση, ενώ είχε νομιμοποιηθεί και από την ιστορική ηγεσία του Ανδρέα Παπανδρέου. Παρά τα αδιαμφισβήτητα θετικά αποτελέσματα, δεν αξιοποιήθηκε στο έπακρο η συγκυρία για έναν πολύπλευρο εκσυγχρονισμό της οικονομίας πέραν της ΟΝΕ (π.χ. διαρθρωτικές αλλαγές, ανταγωνιστικότητα, Ασφαλιστικό).

Στις περιπτώσεις όμως που δεν έχει αποκρυσταλλωθεί ένας συνεκτικός στρατηγικός στόχος, οι επιδόσεις των κυβερνήσεων με ανάλογη πολιτική και θεσμική ισχύ μειώνονται, όπως συνέβη με τις κυβερνήσεις Σημίτη (μετά το 2000) και τις κυβερνήσεις Καραμανλή (ιδιαίτερα μετά το 2007). Από την άλλη πλευρά, ο πρωθυπουργός δεν είναι δέσμιος του πολιτικού πλαισίου, αλλά μπορεί να γίνει ο ίδιος παραγωγός γεγονότων. Αυτό συνέβη με την προώθηση της ένταξης της χώρας στην ΕΟΚ από τον Κ. Καραμανλή. Κάτι ανάλογο θα μπορούσε να συμβεί και με τις κυβερνήσεις Α. Παπανδρέου (1981-89), ο οποίος θα μπορούσε να λειτουργήσει διαπλαστικά προς την κοινή γνώμη, προκειμένου να αντιστρέψει τον λαϊκισμό και τις πελατειακές σχέσεις, στοιχεία ευεργετικά για τις εκλογές, αλλά ανασταλτικά για το κυβερνητικό έργο.

Τα παραπάνω είναι νομίζω χρήσιμα για την (ανα-)διοργάνωση του θεσμού του Πρωθυπουργού και της λειτουργίας της κυβέρνησης μετά το «τέλος των Μνημονίων». Οι επικεφαλής των κομμάτων της συμπολίτευσης, αλλά και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, πρέπει να εξοπλίσουν με θεσμικούς πόρους τον κορυφαίο θεσμό. Ταυτόχρονα, το πολιτικό πλαίσιο και η ικανότητα του Πρωθυπουργού να κάνει μία εξαιρετική ιστιοδρομία σε αυτό θα επιδράσουν αποφασιστικά στην ανακεφαλαιοποίηση του πολιτικού συστήματος και την έξοδο από την πολιτική κρίση και τις ακρότητες που μαστίζουν τη χώρα.

Ο Μάνος Γ. Παπάζογλου είναι λέκτορας Πολιτικών Συστημάτων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου