Οι δύο νοτιοαμερικανοί νομπελίστες Λογοτεχνίας είχαν πάντα έντονες πολιτικές διαφωνίες, αλλά ως αυθεντικοί Λατίνοι έφτασαν τελικά να πιαστούν στα χέρια για χάρη μιας γυναίκας ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου το 1976

Το σκηνικό δεν προϊδέαζε γι’ αυτό που θα ακολουθούσε και οπωσδήποτε κανείς από τους παρευρισκομένους δεν περίμενε να γίνει μάρτυρας μιας βίαιης συμπλοκής ανάμεσα σε δύο ιερά τέρατα (ή συγγραφείς βαρέων βαρών, όπως ταιριάζει στην περίσταση) της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας: του Κολομβιανού Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και του Περουβιανού Μάριο Βάργκας Λιόσα. Μόλις είχε τελειώσει η επίσημη πρεμιέρα σε κινηματογράφο της Πόλης του Μεξικού μιας ταινίας με θέμα τη περιβόητη ιστορία των επιζησάντων του αεροπορικού δυστυχήματος στις Ανδεις οι οποίοι αναγκάστηκαν να καταφύγουν στον κανιβαλισμό για να επιζήσουν, και οι δύο διάσημοι λογοτέχνες ήταν ανάμεσα στους προσκεκλημένους για τη δεξίωση που θα ακολουθούσε. Μόλις ο Μάρκες (γνωστός και ως Γκάμπο στους φίλους, γνωστούς και θαυμαστές του) είδε τον παλιό φίλο του, αναφώνησε «Μάριο!» και έσπευσε προς το μέρος του για να τον ασπαστεί. «Πώς τολμάς να με χαιρετάς ύστερα απ’ αυτό που έκανες στην Πατρίσια στη Βαρκελώνη;» του είπε ο Λιόσα ο οποίος δεν αρκέστηκε στα λόγια και του κατάφερε στο μάτι ένα αποτελεσματικό δεξί κροσέ που ξάπλωσε τον συγγραφέα του «Εκατό χρόνια μοναξιά» αιμόφυρτο στο πάτωμα.

Οταν οι παρευρισκόμενοι (μεξικανοί λογοτέχνες κυρίως) συνήλθαν από το σοκ, αναζήτησαν αμέσως ωμές μπριζόλες να βάλουν στο μάτι του Μάρκες που είχε ήδη αρχίσει να μαυρίζει. Ο ίδιος φαινόταν να αντιμετωπίζει την κατάσταση με χιούμορ και πάντως χωρίς έκπληξη, γεγονός που έκανε ακόμα πιο έντονες τις απορίες του λογοτεχνικού περίγυρου.

Η Πατρίσια ήταν η γυναίκα του Λιόσα. Τι συνέβη όμως στη Βαρκελώνη; Τι της έκανε ο Γκάμπο; Και γιατί δέχτηκε τη γροθιά αδιαμαρτύρητα; Τις απαντήσεις μπορεί να τις αναζητήσει κάποιος μερικά χρόνια πριν στη Βαρκελώνη. Η Πατρίσια Λιόσα βρισκόταν απαρηγόρητη σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στην πρωτεύουσα της Καταλωνίας, έχοντας πληροφορηθεί από τον σύζυγό της ότι την έχει εγκαταλείψει για μια σουηδέζα αεροσυνοδό που ερωτεύτηκε σε κάποιο ταξίδι του. Απελπισμένη, ζητά τη βοήθεια του καλύτερου φίλου του Μάριο, που βρίσκεται επίσης στην πόλη με τη σύζυγο του Μερσέντες.

Το ζεύγος Μάρκες συζητά το πρόβλημα και αποφασίζει από κοινού να συμβουλεύσει την Πατρίσια να ζητήσει διαζύγιο από τον Μάριο. Το μήνυμα μεταφέρει ο ίδιος ο Γκάμπο, ο οποίος πηγαίνει στο ξενοδοχείο για να παρηγορήσει την Πατρίσια. Τι μορφή ακριβώς έλαβε αυτή η «παρηγοριά», δεν έγινε ποτέ γνωστό. Τελικά, ο Λιόσα επέστρεψε στη γυναίκα του, η οποία κάποια στιγμή τον πληροφόρησε για τη συμβουλή που της έδωσε ο Μαρκές, και ενδεχομένως και για τους τρόπους με τους οποίους την παρηγόρησε.

Οι δύο κορυφαίοι λογοτέχνες είχαν πάντα έντονες ιδεολογικές διαφωνίες –θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε σχηματικά τον Λιόσα, ο οποίος είχε θέσει ανεπιτυχώς υποψηφιότητα για την Προεδρία της χώρας του το 1990 κεντρώο φιλελεύθερο και τον Μάρκες κεντροαριστερό με ριζοσπαστικές τάσεις –και μάλιστα ο Περουβιανός είχε αποκαλέσει κάποτε τον Κολομβιανό «παλλακίδα του Κάστρο» εξαιτίας της στενής φιλίας του με τον κουβανό ηγέτη.

Οι δύο άντρες πάντως τα ξαναβρήκαν τριάντα χρόνια μετά το περιστατικό όταν επέπλευσαν για πρώτη φορά στη δημοσιότητα φωτογραφίες που απεικονίζουν τον Μάρκες με μαυρισμένο το δεξί του μάτι, αλλά χαμογελαστό. Οι φωτογραφίες δημοσιεύτηκαν στη μεξικανική εφημερίδα «La Jornada» την ημέρα των 80ών γενεθλίων του Γκάμπο, στις 6 Μαρτίου του 2007, και ο φωτογράφος που της τράβηξε αποκάλυψε ότι ο ίδιος ο συγγραφέας τού είχε ζητήσει να τον απαθανατίσει με το μάτι μαυρισμένο.

Οταν συνέβη το επεισόδιο, κανείς από τους δύο συγγραφείς δεν είχε κερδίσει ακόμα το Νομπέλ Λογοτεχνίας. Ο Μάρκες πήρε το βραβείο το 1982 –ο Γιόσα θα πρέπει να είχε πολλά νεύρα εκείνη τη μέρα –ενώ ο Μάριο Βάργκας Λιόσα έπρεπε να περιμένει μέχρι το 2010 για να μοιραστεί την ίδια τιμή. Ισως η επιτροπή των βραβείων να έλαβε υπόψη της τη διαμάχη των δύο ανδρών και να θέλησε να αποκαταστήσει την ισορροπία μεγεθών στο στάτους των δύο νοτιοαμερικανών λογοτεχνών.