Με μία ανακοίνωση στα τέλη του περασμένου Μαΐου η Nestle Ελλάς ενημέρωνε το κοινό ότι τα παιδικά παγωτά που παρασκευάζονται στο εργοστάσιό της στον Ταύρο «περιέχουν 70% γάλα, 30% λιγότερη ζάχαρη και 50% λιγότερα λιπαρά σε σχέση με τον μέσο όρο των υπόλοιπων παγωτών». Και πρόσθετε ότι και τα παιδικά δημητριακά της έγιναν ακόμη πιο θρεπτικά, με μεγαλύτερο ποσοστό ολικής άλεσης αλλά με λιγότερη ζάχαρη και αλάτι.

Η εταιρεία τόνιζε επίσης ότι ανέκαθεν φροντίζει για τη διατροφή και την υγεία κάθε ελληνικής οικογένειας και σημείωνε ότι προκειμένου να εναρμονίζεται με τους κανόνες σωστής και ισορροπημένης διατροφής, τις νέες διατροφικές τάσεις και τις επιστημονικές εξελίξεις επενδύει στην έρευνα με το ερευνητικό της κέντρο στην Ελβετία.

Σε παρόμοιες κινήσεις προχωρούν τα τελευταία χρόνια και άλλες μεγάλες βιομηχανίες τροφίμων αλλά και μεγάλες αλυσίδες μαζικής εστίασης. Προσφέρουν δηλαδή τυποποιημένα και μαγειρεμένα τρόφιμα στους καταναλωτές με λιγότερο αλάτι, ζάχαρη και λιπαρά.

Μάλιστα, σε κάποια τρόφιμα και ποτά δεν αναγράφεται απλώς ότι το προϊόν έχει, για παράδειγμα, λιγότερο αλάτι, αλλά και το ακριβές ποσοστό της μείωσής του.

Επικίνδυνα για την υγεία. Σημειώνεται ότι τα παραπάνω συστατικά σε συνδυασμό με την κακή διατροφή και την έλλειψη άσκησης έχουν συνδεθεί με την εμφάνιση υψηλής αρτηριακής πίεσης, την αύξηση βάρους, διαβήτη τύπου 2 και καρδιακά προβλήματα.

Οι ειδικοί της διατροφής σημειώνουν ότι ακόμη και αν η στροφή των μεγάλων εταιρειών σε πιο υγιεινές διατροφικές προτάσεις γίνεται για λόγους μάρκετινγκ –για να κερδίσουν περισσότερη πελατεία –το κέρδος είναι και για τις δύο πλευρές: αυξάνονται και οι πωλήσεις των εταιρειών και τα προϊόντα είναι λιγότερα βλαπτικά για την υγεία των πολιτών.

«Πράγματι, υπάρχει στροφή από πλευράς εταιρειών στον περιορισμό του αλατιού, της ζάχαρης και των λιπαρών από μεγάλες βιομηχανίες και καταστήματα» λέει στα «ΝΕΑ» ο δρ Μιχάλης Χουρδάκης, λέκτορας Ιατρικής Διατροφής στην Ιατρική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και γραμματέας της Ελληνικής Εταιρείας Κλινικής Διατροφής και Μεταβολισμού. Και συνεχίζει: «Πλέον παρατηρεί κανείς ότι υπάρχουν περισσότερα καταστήματα που προσφέρουν γρήγορο αλλά υγιεινό φαγητό. Πριν από 10 χρόνια θα ήταν αδιανόητο να πάρει κανείς ένα φρεσκοστυμμένο χυμό από ένα κατάστημα στον δρόμο. Υπάρχει επίσης το παγωμένο γιαούρτι –που μολονότι το ντρέσινγκ το επιβαρύνει θερμιδικά είναι όμως γιαούρτι».

Η McDonalds. Σε βελτιώσεις των συνταγών στα προϊόντα της –μειώνοντας το αλάτι και τα λιπαρά –έχει προχωρήσει και η ΜcDonalds, «χωρίς όμως αυτό να έχει κάποιο αντίκτυπο στη μοναδική τους γεύση», τονίζουν στα «ΝΕΑ» στελέχη της εταιρείας.

Οι υπεύθυνοι της ΜcDonalds αναφέρουν μία σειρά από παραδείγματα περιορισμού του αλατιού σε προϊόντα του μενού της. Η τορτίγια που προσφέρουν «έχει πολύ χαμηλή περιεκτικότητα σε αλάτι, 0,8%». Μείωσαν την ποσότητα του αλατιού στα Chicken McNuggets κατά 14% και στις τηγανητές πατάτες κατά 20%. Επίσης, αναφέρουν ότι «από το 2012 δεν προστίθεται επιπλέον αλάτι στο φιλέτο ψαριού που χρησιμοποιείται για το σάντουιτς Filet-O-Fish».

Περιορισμούς έκαναν και στα λιπαρά. Το Big Mac Sauce από περίπου 53% λιπαρά έχει 22%. Η Tartar Sauce από περίπου 45% λιπαρά έχει 21%, η σος του McChicken από περίπου 55%, 35%.

Αλλά και στο παιδικό μενού (το happy meal), μπορεί να επιλέξει κανείς σαλάτα, νερό ή χυμούς φρούτων. Οπως σημειώνουν τα στελέχη της εταιρείας, οι ποικίλες ανάγκες των καταναλωτών τους «είναι αυτές που τους καθοδηγούν έτσι ώστε να βελτιώνουν και να εμπλουτίζουν το μενού τους. Διαμορφώνουμε προϊόντα τα οποία να ανταποκρίνονται τόσο στη γεύση όσο και στις συνήθειες της τοπικής κοινωνίας».

Τρεις είναι οι κύριοι λόγοι που δίνουν ώθηση στις εταιρείες να μειώσουν τα λιπαρά, τη ζάχαρη και το αλάτι από τα τρόφιμα τους.

Ο πρώτος και βασικός λόγος «είναι διότι υπάρχουν πιέσεις από την Ευρωπαϊκή Ενωση», σημειώνει ο κ. Χουρδάκης. «Υπάρχουν συζητήσεις για μια ειδική σηματοδότηση στα τυποποιημένα τρόφιμα με τα χρώματα του φαναριού, που θα ενημερώνουν ποιο έχει πολύ αλάτι, θερμίδες κ.λπ. Συνεπώς οι εταιρείες ενδεχομένως προχωρούν στους περιορισμούς για να μην βρεθούν στην «κακή» πλευρά».

Ενας δεύτερος λόγος, λέει ο κ. Χουρδάκης, είναι διότι ο κόσμος είναι ενημερωμένος για τα πιο υγιεινά τρόφιμα. Υπάρχει αυτή η τάση των καταναλωτών για ενημέρωση. «Αρα οι εταιρείες προσπαθούν να κερδίσουν αυτούς τους ευαισθητοποιημένους-ενημερωμένους καταναλωτές.

Ο τρίτος λόγος είναι επειδή εταιρείες και καταστήματα θέλουν να κερδίσουν και την μερίδα των καταναλωτών που λόγω ασθένειας πρέπει να καταναλώνουν τρόφιμα με λιγότερο αλάτι ή ζάχαρη».