Η συζήτηση για το πόσοι είναι οι αναγνώστες και το πόσα βιβλία πουλιούνται είναι, στην Ελλάδα, μόνιμο σημείο διαμάχης ανάμεσα στους ανθρώπους του ευρύτερου εκδοτικού χώρου. «Οι αναγνώστες ζήτημα αν είναι 5.000-10.000», λένε κάποιοι και επιμένουν στην άποψή τους κόντρα στις έρευνες που λένε διαφορετικά πράγματα.

Η ουσία είναι ότι για να λάβει κανείς μια σωστή απάντηση, πρέπει να έχει θέσει σωστά το ερώτημα. Και στην περίπτωση αυτή το ερώτημα δεν είναι πόσοι είναι οι αναγνώστες, ούτε καν το πόσοι είναι οι «συστηματικοί» ή οι «πραγματικοί» αναγνώστες, όπως συνήθως υπονοεί η θεωρία περί 5.000 αναγνωστών. Γιατί οι αναγνώστες των «ελαφρών» αναγνωσμάτων, των ρομάντζων όπως θα τα έλεγαν οι παλιότεροι, δεν είναι μόνο πολλοί, σε μεγάλο βαθμό είναι και «συστηματικοί».

Επίσης είναι και «πραγματικοί», αφού δεν τα αγοράζουν μόνο για δώρα, αλλά και τα διαβάζουν. Οι έρευνες δείχνουν ότι το 8% του πληθυσμού, κοντά 800.000 άνθρωποι, διαβάζουν πάνω από δέκα βιβλία τον χρόνο. Και δεν διαβάζουν μόνο ρομάντζα, αλλιώς δεν θα μπορούσε να εξηγηθεί ο εκδοτικός πλούτος των τελευταίων δεκαετιών.

Αν θέλουμε να επανατοποθετηθούμε πάνω στο ζήτημα, θέτοντάς το σε πιο υγιείς βάσεις, χρήσιμο θα είναι εκτός από το να φιλονικούμε να ανατρέξουμε σε (τι άλλο;) ένα… βιβλίο.

Λέγεται «Η διαστροφή της ανάγνωσης» και πρόκειται για κείμενο που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1903 –άρα είναι πολύ παλιά αυτή η συζήτηση. Το έγραψε μια νεοϋορκέζα αστή, καλή συγγραφέας, με αγάπη για το βιβλίο, την Ευρώπη και τη συγγραφική πρωτοπορία: στο Παρίσι, όπου εγκαταστάθηκε τελικά, σχημάτισε κύκλο φίλων όπως ο Ζαν Κοκτό και ο Αντρέ Ζιντ, ενώ είχε φιλία και με τον Χένρι Τζέιμς.

Η Ιντιθ Γουόρτον, για την οποία ο λόγος, έγραψε περί τα σαράντα βιβλία, ανάμεσά τους «Τα χρόνια της αθωότητας», για τα οποία βραβεύτηκε με Πούλιτζερ, και το μπεστ σέλερ «Το σπίτι της ευθυμίας».

«Η διαστροφή της ανάγνωσης» είναι ένα μικρό αλλά καίριο κείμενο που κυκλοφόρησε μόλις από τις εκδ. Αγρα σε μια σειρά που τιτλοφορείται «Ο άτακτος λαγός» και συμπεριλαμβάνει «μικρά διαμάντια» με ιδιαίτερο χαρτί και τυπογραφικά στοιχεία.

Αυτοσαρκαζόμενη, η Ιντιθ Γουόρτον λέει ότι «απ’ όλες τις διαστροφές οι πιο δύσκολες να ξεριζωθούν είναι εκείνες που από τον πολύ κόσμο θεωρούνται αρετές» και ότι ανάμεσά τους «η ανάγνωση κατέχει την πρώτη θέση». Συμπληρώνει μάλιστα: «Το διάβασμα ως συνήθεια, παρότι πρόσφατη, συναγωνίζεται ήδη φτασμένες αρετές, όπως η αποταμίευση, η εγκράτεια, το πρωινό ξύπνημα και η τακτική άσκηση». Η διαφορά από άλλες αρετές, συνεχίζει, είναι ότι ο αναγνώστης «χαίρει μεγάλης εκτίμησης».

Η Γουόρτον λέει, λοιπόν, ότι «η αληθινή ανάγνωση» –να ένας όρος που αρχίζει να αλλάζει τη σημερινή συζήτηση για την οποία μιλούσαμε στον πρόλογο –«είναι πράξη αντανακλαστική. Ο γεννημένος αναγνώστης διαβάζει ασυνείδητα όπως αναπνέει. Και για να προεκτείνουμε την αναλογία, όσο είναι αρετή η αναπνοή άλλο τόσο είναι κι η ανάγνωση».

Δίνει και ενδιαφέροντες ορισμούς, λ.χ. ότι «τα καλύτερα βιβλία είναι εκείνα από τα οποία οι καλύτεροι αναγνώστες μπόρεσαν να αντλήσουν τη μεγαλύτερη αναλογία σκέψεων υψηλής ποιότητας». Και με μια έξυπνη σειρά συλλογισμών υποστηρίζει ότι ο ανεπαρκής αναγνώστης, αυτός δηλαδή που παίρνει τα λιγότερα στοιχεία από ένα βιβλίο, καταλήγει να διαβάζει μηχανικά γιατί του έχουν πει ότι το διάβασμα είναι υποχρέωση. Οπότε μπαίνουμε στην ουσία: η Γουόρτον εισάγει τον όρο «μηχανικός αναγνώστης» (σε αντίθεση με τον «δημιουργικό αναγνώστη»), που είναι αυτός που δεν ανταλλάσσει σκέψεις με τον συγγραφέα την ώρα που διαβάζει, αλλά καταπίνει τα πάντα αμάσητα.