«Το «Πριν τα μεσάνυχτα» είναι μια ελληνική ταινία» έλεγαν οι συντελεστές του φιλμ του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ με τον Ιθαν Χικ και τη Ζιλί Ντελπί πριν από λίγες ημέρες στον γράφοντα και είχαν απόλυτο δίκιο: επρόκειτο για μια ταινία γυρισμένη στην Ελλάδα από ένα σχεδόν εξ ολοκλήρου ελληνικό συνεργείο. Οι διεθνείς συμπαραγωγές τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει να παίρνουν πάλι τα πάνω τους και ο λόγος είναι προφανής: η οικονομική κρίση. Είναι πιο εύκολο να μαζέψεις τα απαραίτητα «κουκιά» από δυο και τρεις παραγωγούς, παρά να βρεις ένα στούντιο ικανό να σε αναλάβει εξ ολοκλήρου.

Αλλά το κόλπο της συμπαραγωγής λειτουργούσε εδώ και χρόνια. Κάποιες μάλιστα από τις πιο φημισμένες εξ αυτών κουβαλούν και ένα ντόπιο (και δη… τουριστικό) χαρακτηριστικό. Το πρώτο μεγάλο «μπαμ» έγινε το 1957 με το «Boyonadolphin» ή αλλιώς «Το παιδί και το δελφίνι»! Στην ταινία, η Σοφία Λόρεν, πτωχή πλην τίμια σφουγγαρού (αν και η Κάλυμνος έβγαζε τα σφουγγάρια!), ανακαλύπτει σε μια από τις καταδύσεις της αρχαίο άγαλμα που αναπαριστά ένα παιδί πάνω σε ένα δελφίνι. Ο φίλος της θέλει να το πουλήσουν –εκείνη να το χαρίσουν σε κάποιο μουσείο. Για παρτενέρ της Λόρεν οι παραγωγοί είχαν «αγκαζάρει» τον Κάρι Γκραντ, ο οποίος όμως ανακάλεσε μόλις τέσσερις ημέρες μετά την έναρξη των γυρισμάτων. Στο τέλος, ο Ελληνας Σπύρος Φουκάς που επέβλεπε το κάστινγκ πρότεινε τον Αλαν Λαντ, γνωστό για τα γουέστερν του. Ο οποίος ήταν καλός, αλλά… κοντός. Ετσι, το συνεργείο υποχρεώθηκε σε αρκετές περιπτώσεις να σκάψει λαγούμια ώστε, περπατώντας μέσα τους, να δείχνει κοντύτερη η Λόρεν και ο Λαντ πιο ανδροπρεπής! Εδώ είναι που η ιταλίδα πρωταγωνίστρια τραγούδησε το «Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη», τραγούδι που γράφτηκε ειδικά για την ταινία σε μουσική του Τάκη Μωράκη. Οι στίχοι ήταν του δημοσιογράφου Γιάννη Φερμάνογλου, που τότε έγραφε καλλιτεχνικά στη «Βραδυνή» του Τζώρτζη Αθανασιάδη (τα λεφτά ακούγεται πως τα έφαγαν τα… άλογα του ιπποδρόμου –ο τζόγος ήταν μεγάλο πάθος του). Περιέργως, το κομμάτι «υπέγραψε» ο σκηνοθέτης της ταινίας Τζιν Νεγκουλέσκου, του οποίου και η οικογένεια εισπράττει ακόμη τα δικαιώματα.

Η Υδρα λοιπόν εκείνη την εποχή δεν ήταν και κάτι το ιδιαίτερο ως τουριστικός προορισμός –επαρκή ξενοδοχεία δεν υπήρχαν. Και οι πιο πολλοί έμειναν στο κρουαζιερόπλοιο «Ερμής» με τον Ανδρέα Ποταμιάνο, μετέπειτα πατριάρχη της ελληνικής κρουαζιέρας, σε ρόλο οικοδεσπότη. Εκεί του ήρθε και η ιδέα της προώθησής της: για χρόνια καλούσε στα πλοία σπουδαίους σταρ οι οποίοι απολάμβαναν δωρεάν τις καλύτερες διακοπές. Ανάμεσά τους, ο Χάρι Μπελαφόντε, ο Αντονι Κουίν, ο Χένρι Φόντα και ο Πίτερ Λόρε –τις επαφές έκανε ο Θόδωρος Κρίτας, μεγάλος θεατρικός παραγωγός που διοργάνωνε παραστάσεις στο Ηρώδειο.

Σε ένα τέτοιο ταξίδι γεννιέται και η ιδέα του «Ζορμπά», που γύρισε τελικά ο Μιχάλης Κακογιάννης (ο Ζυλ Ντασσέν προσπάθησε τη δεκαετία του ’50 να φιλμάρει, ανεπιτυχώς, μια δική του εκδοχή του βιβλίου), αποτέλεσε μια συμπαραγωγή Ελλάδος – Κύπρου και Ηνωμένων Πολιτειών και μάλιστα για ψίχουλα. Ο ίδιος ο Αντονι Κουίν, ερωτευμένος με τον κεντρικό ήρωα, παρά τους συνεχείς τσακωμούς του με τον σκηνοθέτη, συγκέντρωσε τα μισά εξ αυτών. Σκεφτείτε πως το συνολικό ποσό του προϋπολογισμού δεν ξεπερνούσε το μισό εκατομμύριο δολάρια, πενιχρά λεφτά για μια κινηματογραφική παραγωγή διεθνούς βεληνεκούς, που όμως συγκέντρωσε τα εκατονταπλάσια παγκοσμίως. Ολα αυτά το 1964.

Εναν χρόνο πριν, ο Φιλοποίμην Φίνος αποφασίζει να συμπράξει με τις ΗΠΑ για ένα τεράστιο σχέδιο: τη μετατροπή της Αλίκης Βουγιουκλάκη σε παγκόσμιο αστέρι. Οι ταινίες της άλλωστε έχουν σώσει τη Φίνος Φιλμ από τη χρεοκοπία, και η ίδια θεωρούσε πως η ώρα είχε έρθει. Ενα σενάριο υπογράφεται από τον συγγραφέα και παραγωγό Τζορτζ Στ. Τζορτζ (ο οποίος είχε συμβάλει αρκετά και στους «300 Σπαρτιάτες» που είχαν γυριστεί στην Ελλάδα την ίδια χρονιά), ο Μάνος Χατζιδάκις αναλαμβάνει τη μουσική (και ο Νίκος Γκάτσος τους στίχους), ενώ ο σπουδαίος, αν και ηλικιωμένος σκηνοθέτης Ρούντολφ Ματέ φτάνει στην Ιο έτοιμος για δράση. Τα γυρίσματα, άκρως επεισοδιακά. Το ξένο συνεργείο αδυνατεί να συνεργαστεί με τους ντόπιους. Ο δε συμπρωταγωνιστής Τζες Κόνραντ, ολοκληρωτικά άχρωμος και άοσμος, περισσότερο αφαιρεί παρά προσθέτει στο όλο αποτέλεσμα. Και η προκύπτουσα ταινία; Σκέτη καταστροφή. Στην Ελλάδα έρχεται μόλις 14ησε εισπράξεις καθώς το κοινό δεν μπορεί να δεχθεί την Αλίκη να μιλάει στα… αγγλικά.Η ταινία έχει κοστίσει το αστρονομικό για την εποχή ποσό των εννέα εκατομμυρίων. Ο Φίνος και η Αλίκη συμφωνούν να… εξαφανίσουν την ταινία. Κι όμως, υπάρχει ολόκληρη στο…youtube, έστω και σε κακή ποιότητα. Μόνοι κερδισμένοι, και πάλι, οι έλληνες εφοπλιστές που παρείχαν τις υπηρεσίες τους στους τεχνικούς και το τεράστιο σε μέγεθος συνεργείο.

Ο ρόλος των ελλήνων εφοπλιστών

Οι έλληνες εφοπλιστές τελικά έπαιξαν και συνεχίζουν να παίζουν σημαντικό ρόλο στα κινηματογραφικά δρώμενα της χώρας. Είτε μιλάμε για τον «Ζορμπά», είτε μιλάμε για τον… «Θίασο» του Θόδωρου Αγγελόπουλου (του οποίου παραγωγός υπήρξε ο λεγόμενος Κόκκινος Εφοπλιστής, Γιώργος Παπαλιός –που είχε βάλει και τα λεφτά για τα «Χρώματα της Ιριδας» του Νίκου Παναγιωτόπουλου), είτε μιλάμε για σύγχρονες απόπειρες σαν το «BeforeMidnight» ή τη νέα ταινία του Τζιμ Τζάρμους «Onlyloversleftalive» (που ευχαριστεί, στους τίτλους τέλους της, τον Πάρη Κασιδόκωστα). Ο λόγος είναι προφανής –ειδικά σε περίοδο κρίσης: οι άνθρωποι διαθέτουν ρευστό. Και, ξέρετε, υπάρχουν πολλοί σκηνοθέτες εκεί έξω που δεν βρίσκουν χρηματοδότες και πελαγώνουν στους διαδρόμους των στούντιο και των ευρωπαϊκών κέντρων επιχορήγησης. Γνωστός έλληνας διανομέας μού εκμυστηρεύτηκε πως γνωστά ονόματα του λεγόμενου «καλλιτεχνικού» κυκλώματος, όπως ο Αλεχάντρο Γιοντορόφσκι ή ο Μανουέλ ντε Ολιβέιρα, επικοινώνησαν μαζί του για το ενδεχόμενο συμπαραγωγής. Οι εποχές όμως που οι ταινίες τους θα συναντούσαν το κοινό τους στις ελληνικές αίθουσες μοιάζουν να έχουν περάσει.

Γιατί λοιπόν ένας ταλαντούχος σκηνοθέτης να αρνηθεί τη χρηματική ή την οποιαδήποτε βοήθεια ενός παραγωγού που είναι πρόθυμος να τον ενισχύσει; Λίγο πριν ξεκινήσω τη συνέντευξή μου με τους πρωταγωνιστές του «Πριν τα μεσάνυχτα» ακούω τον Ιθαν Χοκ να ψιθυρίζει στη Ζιλί Ντελπί: «Μάντεψε πού θα είμαστε αύριο». «Μη μου πεις! Στο Costa Navarino!» του απαντά. Προφανώς πέρασαν υπέροχα εκεί, συγγράφοντας το σενάριο παρέα με τον σκηνοθέτη Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ. Μια μικρή λεπτομέρεια: το ξενοδοχείο (όπου γυρίστηκαν και αρκετές σκηνές) αποτελεί συνιδιοκτησία του παραγωγού Χρήστου Κωνσταντόπουλου που, σύμφωνα με το δελτίο Τύπου της ταινίας, προσέφερε στη συγγραφική ομάδα (και στις τυχερές οικογένειές τους) «ένα ειδυλλιακό περιβάλλον χωρίς περισπασμούς». Η Faliro House όμως του ιδίου δεν στοχεύει μόνο στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού: δική της παραγωγή αποτελούν και οι εξαίσιες, όσο και «δύσκολες» «Αλπεις» του Γιώργου Λάνθιμου ο οποίος έλυσε και το πρόβλημα του να γυρίζεις ταινίες στην Ελλάδα με τον πιο αποφασιστικό τρόπο: έφυγε από τη χώρα!

Τι μπορεί όμως να κάνει ένας έλληνας παραγωγός σήμερα που επιδιώκει να στήσει μια διεθνή συμπαραγωγή; «Εν αρχή είναι το σενάριο» λέει ο έμπειρος Παναγιώτης Παπαχατζής, παραγωγός μερικών εκ των σημαντικότερων εμπορικών επιτυχιών εν Ελλάδι (ανάμεσά τους, το «Τέλος εποχής» και το «Straight Story», ο οποίος όμως στηρίζει και σκηνοθέτες «δύσκολους» όπως τον Γιάννη Οικονομίδη). Με λίγα λόγια και απλά, η ταινία σου πρέπει να αφορά… πολύ κόσμο. Μετά, οι παραγωγοί των άλλων χωρών (οι οποίοι αναλαμβάνουν να καλύψουν ένα ποσοστό του συνολικού προϋπολογισμού) αναζητούν τα χρήματα, συνήθως από τους αντίστοιχους κρατικούς φορείς τους. Και, στο τέλος, όλοι μαζί πηγαίνουν στο Eurimages, το ευρωπαϊκό ταμείο συμπαραγωγών, που καλύπτει τα κενά. Περιττό να πούμε πόσοι σκηνοθέτες τρέχουν και δεν φτάνουν αυτές τις ημέρες, ειδικά μετά το αιφνίδιο κλείσιμο της ΕΡΤ.

Για τους εκκολαπτόμενους παραγωγούς δε, υπάρχει το λεγόμενο EAVE (European Audio Visual Entrepreneurs), ένα επίσης επιδοτούμενο από την Ευρωπαϊκή Ενωση εκπαιδευτικό δίκτυο παραγωγών το οποίο λειτουργεί ως meeting point ανθρώπων από όλο τον κόσμο, που μπορούν μέσω αυτού να αναπτύξουν τις ιδέες ή τα όποια project τους με σκοπό φυσικά την ολοκλήρωση μιας ταινίας μεγάλου μήκους. Με λίγα λόγια, τα «εφόδια» στο εξωτερικό δείχνουν να υπάρχουν.