Γερμανός στην καταγωγή, ο 60χρονος Στέφαν Μίκους γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ιμπιθα της Ισπανίας, εκεί όπου είχε μετακομίσει ο ζωγράφος πατέρας του, και σε ηλικία 16 ετών ξεκίνησε το μεγάλο ταξίδι του ανά τον κόσμο, ξεκινώντας από το Μαρόκο για να φτάσει λίγο αργότερα στην Ινδία, όπου άκουσε τον άγνωστο ακόμα τότε στους Δυτικούς Ραβί Σανκάρ.

Αυτές οι δύο εμπειρίες μαζί με την ανακάλυψη της ιαπωνικής παράδοσης υπήρξαν καθοριστικές στην περιπλάνησή του στις μουσικές του κόσμου. Η πληθωρική δισκογραφική του παραγωγή ξεκίνησε το 1976 κι από τότε μετράει είκοσι άλμπουμ, δύο εκ των οποίων έχουν άμεση σχέση με τη μουσική –και όχι μόνο –παράδοση της χώρας μας. Πρόκειται για το «Athos» του 1994, βαθιά επηρεασμένο από την ελληνόφωνη εκκλησιαστική μουσική και την αγιορείτικη παράδοση, και το φετινό «Panagia», το οποίο περιλαμβάνει έξι ύμνους στην Παναγία επιλεγμένους από τον φίλο του μελετητή της βυζαντινής μουσικής παράδοσης Βασίλη Χατζηβασιλείου και αφιερωμένους στη γυναικεία ενέργεια που υπάρχει παντού στον κόσμο, «ανεξαρτήτως θρησκειών» όπως σπεύδει να μας ξεκαθαρίσει ο ίδιος ο Μίκους: «Δεν πρόκειται για θρησκευτικά αλλά για ποιητικά κείμενα –κάποια μάλιστα έχουν σαφή ερωτική διάσταση».

Ο Στέφαν Μίκους ηχογραφεί μόνος με πολυκάναλη πρακτική και παίζει παράξενα έγχορδα, πνευστά και κρουστά ιδιόφωνα από κάθε γωνιά του πλανήτη. «Ενας λόγος που δουλεύω σχεδόν πάντα μόνος είναι ότι δεν μ’ αρέσει να ζω σε πόλεις, μου περιορίζει την ελευθερία μου. Θέλω να έχω όλο τον χρόνο του κόσμου, και δεν μπορώ να έχω την απαίτηση από κάποιον να κάτσει υπομονετικά πλάι μου έξι μήνες για να προκύψει ένα τρίλεπτο κομμάτι. Δεν θέλω να ακούγομαι αλαζών ή μονήρης, αλλά πρόκειται τελικά για τις ιδέες και το έργο ενός συνθέτη, και οι συνθέτες δουλεύουν παραδοσιακά μόνοι τους. Εξάλλου, τα όργανα που χρησιμοποιώ δεν τα χειρίζομαι σύμφωνα με τον παραδοσιακό τρόπο παιξίματός τους, τα εντάσσω σ’ ένα γενικότερο πλαίσιο το οποίο καθορίζει το κάθε πρότζεκτ, και ούτε με ενδιαφέρει να συνδιαλέγομαι με άλλους μουσικούς που παίζουν μ’ ένα συγκεκριμένο και λιγότερο ελεύθερο τρόπο».

Τον ρωτάμε πώς αποφασίζει αν θα χρησιμοποιήσει τη φωνή του ή όχι σ’ ένα συγκεκριμένο πρότζεκτ. «Είναι το ίδιο όπως η επιλογή οποιουδήποτε άλλου οργάνου. Δεν είμαι εγκεφαλικό άτομο, δεν κατασκευάζω τη σύνθεση με χαρτί και μολύβι, αυτοσχεδιάζω και πειραματίζομαι επί ώρες και το αποτέλεσμα προκύπτει εντελώς οργανικά». Εχει κάποιο αγαπημένο όργανο ανάμεσα στα αναρίθμητα που έχει κατά καιρούς χρησιμοποιήσει; «Είναι σαν να ρωτάς έναν πατέρα ποιο είναι το αγαπημένο από τα παιδιά του· αλλά αν μου βάλετε το πιστόλι στον κρόταφο, θα αναγκαστώ να απαντήσω το φλάουτο».

Ενώ η μουσική του μπορεί να χαρακτηριστεί κυριολεκτικά ως world music (μουσική του κόσμου), ο ίδιος έχει σοβαρές επιφυλάξεις για τη χρήση του όρου, όπως χρησιμοποιείται ευρέως, για να υποδηλώσει συχνά μια «εξωτική» προσέγγιση καθορισμένη από τα δυτικά στερεότυπα για τη μουσική το υπόλοιπου κόσμου. «Είναι οπωσδήποτε ατυχής η χρήση του όρου, όπως και ο παλαιότερος έθνικ μουσική. Πρόκειται για σωβινιστική, φολκλόρ αντιμετώπιση, αποκύημα της δυτικοευρωπαϊκής αντίληψης ότι εδώ είναι το κέντρο του κόσμου και της τάσης να κοιτάμε υποτιμητικά τις παραδόσεις του υπόλοιπου κόσμου, γεγονός φυσικά απαράδεκτο. Αν το δούμε πραγματικά οικουμενικά το θέμα, και ο Μπαχ είναι «world music», έτσι δεν είναι;».