Μαύρη νύχτα πέρασε η φίλη μου την Τετάρτη προς Πέμπτη. Δύο η ώρα που η φύσις ησυχάζει, γυναικεία ουρλιαχτά διαρκείας και ήχοι από σπασίματα ξέσκισαν την ησυχία στη μείζονα περιοχή της Αγίας Παρασκευής. «Παιδεραστή, το παιδί μου!». Κατά διαστήματα ακουγόταν και μια χαμηλότερη, κοριτσίστικη φωνή: «Μαμά, σε παρακαλώ, άνοιξέ μου». Τα ξέρω γιατί μου τηλεφώνησε αμέσως, κι ας απέχουν τα σπίτια μας 45 λεπτά με το αυτοκίνητο.

Τι να κάνει; Βγήκε στο μπαλκόνι και προσπάθησε να εντοπίσει την πηγή της οιμωγής. Αρχισε να τηλεφωνεί σε ένα από εκείνα τα τριψήφια που ασχολούνται με το παιδί καθώς και στο οικείο αστυνομικό τμήμα. Η ώρα είχε πάει κιόλας δυόμισι, ήταν αδύνατον όμως να κατεβεί στον δρόμο και να ψάξει από μόνη της γιατί στο μέσα δωμάτιο κοιμόντουσαν τα δύο της μωρά κι ο άντρας της δούλευε νυχτερινός εκείνη την ημέρα. Μέχρι να την πληροφορήσουν ότι τα τριψήφια έκτακτης ανάγκης είναι «αναρμόδια», μέχρι να ανακλαδιστεί και το όργανο και να σηκώσει επιτέλους το τηλέφωνο, οι φωνές είχαν στο μεταξύ σταματήσει και όλα τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν να ασχοληθούν ξανά με το περιστατικό εάν «επαναληφθεί»…

Κι αν σας το λέω δεν είναι για να αποτροπιαστείτε και να διαχωρίσετε τη θέση σας από την κτηνωδία της διπλανής πόρτας. Χίλιες φορές προτιμότερο να πάρετε αποστάσεις από τα διπλανά μπαλκόνια. Μου λέει η φίλη μου ότι εκτός από το δικό της, η Αστυνομία δεν δέχτηκε κανένα άλλο τηλεφώνημα εκείνη τη νύχτα και πως όση ώρα η άγνωστη μητέρα ξέσκιζε τον ύπνο τους με τις φωνές της οι γειτόνοι σήκωναν τα ρολά και έκαναν «σσσσσσς» στην ταραξία. Καληνύχτα, λοιπόν, για πάντα…