Αλλοι μετράνε τις δύο επιτυχημένες θητείες του και άλλοι την υψηλή αμοιβή που πήρε ο Μπομπ Γουίλσον για την «Οδύσσεια». Αλλοι μετράνε τον πλούτο του ρεπερτορίου και άλλοι μιλάνε για αποκλεισμούς και ελιτίστικη πολιτική. Αποχωρούντος του Γιάννη Χουβαρδά πολύς θόρυβος γίνεται, μα ο πιο πολύς ακούγεται από τα χειροκροτήματα στο κτίριο Τσίλερ, όπου παίζεται η τελευταία σκηνοθεσία του

Δεν είχε περάσει ούτε μία εβδομάδα από τον θάνατο του Νίκου Κούρκουλου όταν, αρχές Φεβρουαρίου του 2007, ο τότε υπουργός Πολιτισμού Γιώργος Βουλγαράκης τηλεφώνησε στον Γιάννη Χουβαρδά και του ανέθεσε τη διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου. Το σοκ από την απώλεια ήταν ακόμη βαρύ αφού το ευεργετικό πέρασμα του Κούρκουλου από την πρώτη σκηνή της χώρας είχε σηκώσει πολύ ψηλά τον πήχη, αφήνοντας περιθώρια για ανησυχίες και απαισιόδοξες προβλέψεις. Η επιλογή Χουβαρδά πάντως ανακούφισε τον κόσμο του θεάτρου και το μεγάλο κοινό του Εθνικού.

Είχε προηγηθεί η τοποθέτηση του Γιώργου Λούκου τον Νοέμβριο του 2005 στο τιμόνι του Ελληνικού Φεστιβάλ και όλα έδειχναν ότι η κυβέρνηση είχε σκοπό να διαλέξει τους καλύτερους, στον τομέα του πολιτισμού τουλάχιστον. Τα καλλιτεχνικά στοιχήματα όμως δεν κρίνονται την ώρα που σταματάει η σβούρα, αλλά μάλλον την ώρα της σκηνικής δοκιμασίας και του άτιμου του ταμείου. Ο αποχωρών καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, βιάζομαι να σας πω ότι πέτυχε και στα δύο, η ιστορία μας όμως αρχίζει νωρίτερα από χθες.

«ΑΜΟΡΕ» ΜΙΟ. Είναι αλήθεια ότι ο Γιάννης Χουβαρδάς μετείχε στο όραμα Κούρκουλου ως μέλος του ΔΣ του Εθνικού την εποχή που ο αείμνηστος ήταν ακόμη σε πλήρη δράση και δεν είναι λίγοι εκείνοι που μιλούν για την τότε καλή συνεργασία τους και την αμοιβαία εκτίμηση. Οπως και να ‘χει ο Γιάννης Χουβαρδάς είχε περάσει τις εξετάσεις του πολύ πριν τον διαλέξει ο Γιώργος Βουλγαράκης. Ιδρυτής και εμψυχωτής του Θεάτρου Αμόρε από το 1991, ο Χουβαρδάς είχε καταφέρει να θεραπεύσει με τον πιο νεωτερικό τρόπο το τραύμα από την υπολειτουργία του Θεάτρου Τέχνης στη μετά Κουν εποχή.

Κάθε γενιά αξίζει να έχει έναν σημαντικό θεατρικό πόλο και το Αμόρε ανταποκρίθηκε σε αυτό το αίτημα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Πολλές σκηνές, δομημένο ρεπερτόριο, ματιά στον κόσμο και ένα μελίσσι από νέους που είδαν φως στην οδό Πριγκιποννήσων, μπήκαν καλλιτεχνικοί νεοσσοί και βγήκαν σημαντικές μονάδες του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου. Η Μαρία Σκουλά, ο Ακύλλας Καραζήσης, ο Νίκος Χατζόπουλος, ο Θωμάς Μοσχόπουλος, η Αννα Μάσχα, ο Νίκος Καραθάνος, η Ιωάννα Παπά, ο Αργύρης Ξάφης, ο Εκτορας Λυγίζος, o Δημήτρης Λιγνάδης είναι μερικοί από αυτούς. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι ο Γιάννης Χουβαρδάς ανοίχτηκε και σε ανθρώπους με διαφορετική θεατρική αφετηρία όπως ήταν ο Λιβαθηνός, ο Μαστοράκης, η Αμαλία Μουτούση και η Λυδία Φωτοπούλου. Διόλου τυχαίο ότι από τη σκηνή του Αμόρε εκτοξεύτηκε και ο τότε πολύ νεαρός σκηνοθέτης Γιώργος Λάνθιμος.

Πόσο γρήγορα φτάνει κανείς στο σημείο G της καχυποψίας όταν μιλάει για τα καλλιτεχνικά! Στη θητεία του ως διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου ο Γιάννης Χουβαρδάς δεν άκουσε και λίγα για την κρυφή αδυναμία του στον σκληρό πυρήνα του παλιού Αμόρε. Είναι εντελώς φυσικό (και απολύτως λειτουργικό) ο επικεφαλής να διαλέγει συνεργάτες με τους οποίους να μιλάει την ίδια γλώσσα και να μοιράζεται το ίδιο όραμα. Ηταν όμως μόνο οι «αμορογενείς» αυτοί που απασχολήθηκαν όλα αυτά τα χρόνια στο Εθνικό;

Οποιος έχει κόψει εισιτήριο έστω και μία φορά στην Αγίου Κωνσταντίνου, στο Ρεξ ή, παλαιότερα, στο Από Μηχανής και στο Σύγχρονο Θέατρο του Γιώργου Κιμούλη θα θυμάται κι άλλους, πολύ περισσότερους και καλλιτεχνικά διαφορετικούς από τους προαναφερόμενους. Την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη επί παραδείγματι και τον Μηνά Χατζησάββα με καταγωγή από το Ανοιχτό Θέατρο του Μιχαηλίδη, τον Λούλη, τη Γουλιώτη, τον Κουρή και την Πρωτόπαπα, τη Λυδία Κονιόρδου, την ηγερία της γόνιμης περιόδου του Κουν Μάγια Λυμπεροπούλου, τη Θέμιδα Μπαζάκα γνήσιο τέκνο του νέου ελληνικού κινηματογράφου, τη Μάρθα Φριντζήλα, τον Λευτέρη Βογιατζή, τον Μιχαήλ Μαρμαρινό, τον Κ. Ρήγο, τον Βίκτωρα Αρδίττη, τον Βασίλη Παπαβασιλείου, τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, αλλά και τους Blitz, την ομάδα Κανιγκούντα, την Αργυρώ Χιώτη και τους 1272 που βρήκαν στέγη και στοργή για να αναπτύξουν την πειραματική γλώσσα τους μέσα στον πιο mainstream καλλιτεχνικό θεσμό της χώρας.

Εχουν να το λένε όσοι συνεργάστηκαν με τον Γιάννη Χουβαρδά στο Εθνικό Θέατρο: ο άνθρωπος είναι πνευματική προσωπικότητα με αλάνθαστο διαχειριστικό και οργανωτικό ένστικτο. Οι σκεπτικιστές αποδίδουν όλα αυτά τα προσόντα στη ζηλευτή παιδεία του από τη Βασιλική Ακαδημία Θεατρικής Τέχνης του Λονδίνου το 1975, στην εμπειρία του ως ηθοποιού στο The Open Space Theatre του Λονδίνου, στις σπουδές του στο Κρατικό Θέατρο της Βυρτεμβέργης το 1980, στα καλλιτεχνικά ταξίδια του και τις σκηνοθεσίες που αναλαμβάνει μέχρι και σήμερα σε σκηνές του εξωτερικού. Προχείρως σταχυολογώ το Βασιλικό Θέατρο της Σουηδίας, το Εθνικό της Νορβηγίας, το κρατικό θέατρο του Βισμπάντεν, το Λίλα Τεάτερν του Ελσίνκι αλλά και την Οπερα του Γκέτεμποργκ και τη Βασιλική Οπερα της Κοπεγχάγης.

Το ταλέντο και το χρήμα δεν κρύβονται και η αλήθεια είναι ότι ο Γιάννης Χουβαρδάς διάλεξε να τα επενδύσει και τα δύο στο θέατρο. Προέρχεται από εύπορη οικογένεια εισαγωγέων ηλεκτρικών ειδών, με εργοστάσιο μάλιστα το οποίο λειτουργούσε πριν από κάποια χρόνια στην Ελλάδα. Η πραγματική ζωή του όμως βρίσκεται ανάμεσα στους συνεργάτες του και στη σύζυγό του, ταλαντούχο ηθοποιό Αλκηστη Πουλοπούλου.

ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΧΩΡΙΣ ΔΣ. Για ποιο λόγο, ύστερα από δύο επιτυχημένες θητείες (καλλιτεχνικά και οικονομικά) προανήγγειλε, μόνος του, την αποχώρησή του από το Εθνικό προλαβαίνοντας ενστικτωδώς τις βουλές του οικείου υπουργού; Πολλοί είπαν ότι βιάστηκε και ότι με την απόφασή του αυτή άνοιξε την όρεξη σε χειροκροτητές και παρατρεχάμενους να κάνουν παρασκηνιακό παιχνίδι. Ανοησίες. Το ουσιαστικό είναι πως ο Γιάννης Χουβαρδάς θα μπορούσε να επιβιώσει στο τιμόνι του Εθνικού και χωρίς την εύνοια του υπουργείου. Φτάνει να είχε αναπληρωτές, φτάνει να είχε Διοικητικό Συμβούλιο, του οποίου η θητεία έληξε προ πολλού χωρίς ποτέ να αντικατασταθεί. Και για όσους αμφισβητούν τη χρησιμότητα του ΔΣ σπεύδω να πω ότι καλή η τέχνη, έλα όμως που χρειάζεται και η γραφειοκρατία… Για την ιστορία, σημειώστε και αυτό: τις τελευταίες ημέρες το Εθνικό Θέατρο λόγω έλλειψης ΔΣ έχασε τη δυνατότητα να πάρει από το ΕΣΠΑ 800.000 ευρώ. Παράλληλα ο Δημήτρης Λιγνάδης με τον Σάκη Ρουβά κατάφεραν να χρηματοδοτηθούν από το ίδιο πρόγραμμα ως καταστατικώς εντός του πλαισίου του νόμου. Να ‘μαστε καλά, να ‘χουμε να χαιρόμαστε.

Είπε

Το κύριο μέλημα για το ρεπερτόριο ήταν μετην επιλογήτων έργων να μην επιβαρύνουμε περισσότεροτο κοινό, που είναι ήδη επιβαρημένο από μια κατάθλιψη που υπάρχει γενικώς, αλλά αντίθετα να του δώσουμε κάποιες ανάσες. Δεν ανεβάζουμε έργα επειδή είναι ωραία μόνο, αλλά και επειδή έχουν κάτι να πουν για το σήμερα. Αυτή είναι η βασική αρχή και δεν αφίσταμαι