Μπορούσα πάντα να εντοπίσω τους Τσετσένους στη Βιέννη. Ηταν πιο μελαχρινοί από τους Αυστριακούς και ντυμένοι σαν από άλλη δεκαετία. Υπάρχουν χιλιάδες τσετσένοι πρόσφυγες στην Αυστρία και χιλιάδες ακόμη στην Πολωνία, στη Γαλλία, στην Τουρκία, στο Καζακστάν, στο Ντουμπάι και στις ΗΠΑ.

Η λέξη που συνδέεται πιο πολύ με το «Τσετσένος» είναι «τρομοκράτης», λόγω της επίθεσης στο θέατρο Ντουμπρόφκα της Μόσχας το 2002, σε σχολείο του Μπεσλάν γεμάτο μαθητές στη Βόρεια Οσετία το 2004 και τώρα λόγω του Μαραθωνίου της Βοστώνης. Ομως τρομοκράτες είναι μόνο ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού. Μια πιο ακριβής λέξη να συνδεθεί με το «Τσετσένος» θα ήταν το «πρόσφυγας». Ποσοστό άνω του 20% των Τσετσένων έχει εγκαταλείψει την Τσετσενία τα τελευταία 20 χρόνια.

Ο Τζοχάρ Τσαρνάεφ, ο 19χρονος ύποπτος για τις βομβιστικές επιθέσεις στη Βοστώνη, ανήκει σε τσετσενική οικογένεια. Ηταν μωρό όταν ο Μπορίς Γέλτσιν έστειλε τανκς να καθυποτάξουν τους επαναστατημένους συμπατριώτες του. Αυτή τη στιγμή δεν ξέρουμε τίποτα για τα κίνητρά του υπόπτου. Δεν γνωρίζουμε καν εάν έχει περάσει χρόνο στην Τσετσενία, ενώ ξέρουμε ότι έχει ζήσει καιρό στις ΗΠΑ. Γνωρίζουμε ότι για τη γενιά του η Τσετσενία υπήρξε πάντα τόπος βίας, απαγωγών, χηρείας, ορφάνιας και βιασμών: ένα μέρος από το οποίο θέλεις να δραπετεύσεις, όχι μια πατρίδα στην οποία να γυρίσεις.

Ο πόλεμος για τον έλεγχο αυτής της περιοχής στη Νότια Ρωσία διαρκεί ασταμάτητα από το 1994 έως σήμερα και έχει στοιχίσει χιλιάδες ζωές. Οταν πρωτοεπισκέφθηκα την πρωτεύουσα Γκρόζνι, το 2000, υπήρχαν παντού ερείπια. Οι Τσετσένοι μού έδειχναν καρτ ποστάλ από την πόλη προτού ισοπεδωθεί από το ρωσικό πυροβολικό, με τα ωραία σπίτια και τις άνετες λεωφόρους δίπλα από τον ποταμό Σούνζα. Τότε κατάλαβα γιατί έφυγαν.

Το 2008 πέρασα έναν μήνα ταξιδεύοντας στην τσετσενική διασπορά στην Ευρώπη, προσπαθώντας να κατανοήσω πώς είχαν επηρεαστεί από όσα έζησαν όσοι διέφυγαν. Συνάντησα την Μπιρλάντ και τον σύζυγό της Μούσα στην Τερεσπόλ, στο σημείο εισόδου των Τσετσένων που ζητούν άσυλο στην Πολωνία. Οι γονείς της Μπιρλάντ είχαν δολοφονηθεί μπροστά της. Τώρα ζούσε σε ένα σκοτεινό κτίριο μέσα σε ένα δάσος, μαζί με 48 άλλες τσετσενικές οικογένειες. Δεν της άρεσε καθόλου εκεί, ήθελε να πάει στην Αυστρία. Στη Βιέννη συνάντησα τον Ουμάρ Ισραΐλοφ που μάθαινε γερμανικά και έψαχνε για δουλειά. Ηταν φτωχός και θύμα διακρίσεων, ήταν όμως ένας πρόσφυγας που μιλούσε με χαρά για το μέλλον. Ομως μιλούσε πολύ και σε δημοσιογράφους για όσα έγιναν στη χώρα του, και έτσι δολοφονήθηκε τον Ιανουάριο του 2009 από –σύμφωνα με το δικαστήριο –συμμάχους του Κρεμλίνου.

Οι τσετσένοι πρόσφυγες πνίγονται μέσα στην αδικία. Εχασαν τα σπίτια τους σε έναν πόλεμο που δεν άρχισαν. Κατέληξαν σε χώρες όπου δεν ήθελαν να βρεθούν και αντιμετωπίζουν αντίποινα εάν τολμήσουν να μιλήσουν.

Δεν ξέρουμε τι ώθησε τον Τζοχάρ Τσαρνάεφ και τον αδελφό του, Ταμερλάν, να ξεπεράσουν τα όρια. Ισως μεταξύ των κινήτρων να ήταν η έκκληση του τσετσένου στρατιωτικού ηγέτη Ντοκού Ουμάροφ το 2007: «Σήμερα στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στη Σομαλία, στην Παλαιστίνη, οι αδελφοί μας μάχονται», είχε πει. «Ο εχθρός μας δεν είναι μόνο η Ρωσία αλλά όσοι κάνουν πόλεμο εναντίον του Ισλάμ».

Ομως ήδη υπήρχαν πολλά στην Αμερική για να αποξενώσουν νεαρούς άνδρες όπως ο Ανταμ Λάνζα, που σκότωσε 20 παιδιά και έξι ενήλικους τον Δεκέμβριο στο σχολείο Σάντι Χουκ του Κονέτικατ, όπως ο Ερικ Χάρις και ο Ντίλαν Κλέμπολντ, που προχώρησαν στη σφαγή του Κολουμπάιν και όπως και άλλοι δολοφόνοι στη σύγχρονη Ιστορία. Υπάρχουν αρκετά όπλα για να σκοτώσεις όποιον θέλεις, και ένας τρελός μπορεί πάντα να βρει μια δικαιολογία για φόνο εάν την αναζητήσει.

Ας συνδυάσουμε το γεγονός ότι οι αδελφοί Τσαρνάεφ ήταν πιθανώς απομονωμένοι στην Αμερική με το ότι είχαν πρόσβαση στην τζιχαντική ιδεολογία. Ισως τα όσα συνέβησαν στη Βοστώνη ήταν εκεί όπου το Μπεσλάν συνάντησε το Κολουμπάιν, εκεί όπου το Σάντι Χουκ συναντήθηκε με την Ντουμπρόφκα. Ας ελπίσουμε ότι αυτές οι τοξικές ποικιλίες της σύγχρονης βίας δεν θα συναντηθούν ποτέ ξανά.

Ο Ολιβερ Μπάλοου είναι συγγραφέας του βιβλίου «Ας είναι μεγάλη η φήμη μας: Ταξίδι στους ανυπάκουους λαούς του Καυκάσου»