Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως οι ιθύνοντες κάποιας πόλης στη Μακεδονία, όταν πέρασε ο στρατός του Ξέρξη τον Ελλήσποντο ερχόμενος καταπάνω τους, ζήτησαν από τον Απόλλωνα να φέρει τα μισά δεινά από αυτά που σκόπευε να φέρει αρχικά. Ζήτησαν δηλαδή να κάνει εκπτώσεις ο θεός στη δυσμένεια και στη δυστυχία. Αυτή την ιστορία θυμήθηκα ακούγοντας τα επί τω νέω έτει διαγγέλματα της πολιτικής ηγεσίας. Θα μου πείτε, ο Απόλλων έχει συνταξιοδοτηθεί κάτι αιώνες τώρα, ο δε δικός μας θεός, ο δέκατος τρίτος των νέων Ελλήνων, τα τελευταία χρόνια μάς έχει βγει παιχνιδιάρης και κάτι παραπάνω από σαδιστής. Αναρωτιέμαι δε πόσο υποκριτικό κόπο χρειάζεται για να προφέρεις τη λέξη «ανάπτυξη» και πόσος κόπος απαιτείται για να την ακούς μέρα παρά μέρα. Και με πόση ευκολία λένε εκείνο το «θα είναι μία ακόμη δύσκολη χρονιά», λες και το κοινό τους θα συγκινηθεί από την ειλικρίνεια.

Πολύ ωραία λοιπόν. Οι πρώτες ημέρες του 2013 μας βρίσκουν με ευρώ, συντάξεις που καταβλήθηκαν και δόσεις που περιμένουμε να έρθουν. Η Ελλάδα δεν μετακινήθηκε από τον χάρτη, οι δε πολίτες της εξακολουθούν να περπατούν με τα δύο τους πόδια, και όχι στα τέσσερα, παρά το νέφος από τα καυσόξυλα που τους πνίγει και έχει κάνει τις μάσκες είδος πρώτης ανάγκης, όπως εύστοχα επεσήμανε ο κ. Σκουρλέτης. Πλην όμως, αναρωτιέμαι, δεν βρέθηκε κανένας από τους επικοινωνιολόγους να αναρωτηθεί πώς ακούγεται η λέξη «ανάπτυξη» στα αυτιά ενός ανθρώπου που έχει χάσει τη δουλειά του; Και τι μπορεί να σημαίνει γι’ αυτόν το ότι για πρώτη χρονιά επετεύχθησαν οι στόχοι του προϋπολογισμού; Τι τον νοιάζει αν δεν έχει να πληρώσει το σχολείο του παιδιού του ή τα φάρμακά του σε ευρώ και όχι σε δραχμές, αφού ούτως ή άλλως δεν έχει να τα πληρώσει; Οταν αυτός, ο ένας από το ενάμισι εκατομμύριο των ανέργων, ακούει για «ανάπτυξη», είναι σαν να ακούει κάποιον να τον καθησυχάζει διαβεβαιώνοντάς τον ότι οι διαπραγματεύσεις με τον θεό Απόλλωνα πάνε καλά.

Οσο για τους υπόλοιπους, όσους δεν έχουν ακόμη «πέσει», όσους εξακολουθούν να ζουν στην κανονικότητα μιας ρουτίνας που μοιάζει σήμερα με το πολυτιμότερο αγαθό, ε, αυτοί το μόνο που σκέφτονται είναι ότι αύριο μπορεί και αυτοί να πέσουν. Και αν δεν έπεσαν ακόμη, πόσο θα αντέξουν με τα βάρη που σηκώνουν στην πλάτη τους; Και πώς μια κοινωνία θα μπορέσει να αναπτυχθεί όταν το ένα τρίτο του ενεργού πληθυσμού της είναι στην ανεργία και τα υπόλοιπα δύο τρίτα δεν έχουν άλλη δύναμη από τα βάρη που έχουν φορτωθεί; Η λέξη «ανάπτυξη» κινδυνεύει να γίνει το κύκνειο άσμα της πολιτικής τάξης. Την προφέρουν με τόση ευκολία, την υπόσχονται με τέτοια άνεση που κινδυνεύουν να διαψευσθούν εξίσου εύκολα και άνετα. Την ίδια άνεση που έχουν όταν αναφέρονται στο αίσθημα του δικαίου. Το οποίο, για μία ακόμη φορά, το φορτώνουν στα χέρια της Δικαιοσύνης, παραγνωρίζοντας ότι ο καιρός που σε έσωζαν τα προσχήματα έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Μη γνωρίζοντας ότι υπάρχει ένα πολιτικό δίκαιο το οποίο διαφέρει από το ποινικό και του οποίου έργο είναι να φέρει την κάθαρση αποκαθιστώντας τη συνοχή και δημιουργώντας προοπτική στην εξουθενωμένη κοινωνία.

Αλλιώς όσες Ιφιγένειες και αν θυσιάσεις ο άνεμος δεν πρόκειται να έρθει.