Δεν είχε προλάβει να βγάλει μουστάκι ο Παναγιώτης Ταχτσίδης όταν δοκιμάστηκε από τον Παναθηναϊκό, προτού καταλήξει στην ΑΕΚ, με την τελευταία να τον κερδίζει από τον Ολυμπιακό. Ηταν μια από τις σπάνιες περιπτώσεις που και οι τρεις μεγάλοι κονταροχτυπήθηκαν για τα μάτια ενός πιτσιρικά.

Προτού όμως δώσει τα διαπιστευτήριά του στο πράσινο χαλί, ο ηλικίας σήμερα 21 χρόνων μέσος αποκάλυψε την αδυναμία του στις όμορφες γυναίκες και στα ξενύχτια και έγινε ευρύτερα γνωστός από το ειδύλλιό του με τη σέξι Σάσα Μπάστα.

Γεννημένος στις 15 Φεβρουαρίου του 1991 στο Ναύπλιο, ο Ταχτσίδης είναι Υδροχόος στο ζώδιο. Αναζητώντας τα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου ζωδίου διαβάζουμε ότι πρόκειται για «ρεαλιστές και ευγενικούς ανθρώπους, ήσυχους από τη φύση τους, που τους αρέσει να προκαλούν με την εμφάνισή τους τους πιο συμβατικούς με μία αντικομφορμιστική συμπεριφορά. Το ντύσιμό τους εκφράζει την επαναστατική τους φύση».

Ο Ταχτσίδης έκανε την επανάστασή του σχετικά νωρίς. Αφού από το 2009 μέχρι το καλοκαίρι του 2010, όταν έφυγε για την Ιταλία, είχε καταφέρει να απασχολήσει αρκετές φορές τα κουτσομπολίστικα έντυπα με τους έρωτές του (Ελενα Φάκου, Σάσα Μπάστα, Ελίνα Μπεκάκου).

Ο Παναγιώτης είναι ο μικρότερος από τους τέσσερις γιους της οικογένειας Ταχτσίδη. Ο Αρης Κακλαμάνος ήταν ο πρώτος προπονητής που διέκρινε το ταλέντο του στο Ναύπλιο –όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Ταχτσίδης –και τον κράτησε στο ποδόσφαιρο όταν η πορτοκαλί μπάλα είχε εμφανισθεί σαν τις Σειρήνες στην ζωή του Παναγιώτη.

Ηταν μόλις 10 χρόνων και αγωνιζόταν στην Αργολίδα 2000, όταν οι σκάουτερ Παναθηναϊκού, Ολυμπιακού και ΑΕΚ ανακάλυψαν το ποδοσφαιρικό ταλέντο του πιτσιρικά. Ο Τόνι Σαβέφσκι τον δοκίμασε στα τσικό της ΑΕΚ, όταν ο Παναγιώτης ήταν 13 χρονών, σε φιλικό παιχνίδι με τον Απόλλωνα στη Ριζούπολη.

«Σε κάποια στιγμή ήρθε στο μέρος όπου καθόμουν ο Τόνι και με ρώτησε: «Ξεχώρισες κάποιον σήμερα;»» θυμάται ο Ανδρέας Σταματιάδης. «Του απάντησα χωρίς περιστροφές: «Τον ψηλό στα χαφ». «Μας κάνει;», ρωτά ξανά ο Τόνι. Και του λέω χωρίς να κάνω δεύτερη σκέψη: «Καλαμπούρια μας κάνεις, ρε φίλε;»».

Χάρη στον Σαβέφσκι ο πιτσιρικάς φόρεσε την κιτρινόμαυρη φανέλα και δεν πήρε τη διαδρομή για το Λιμάνι. Ο ίδιος είναι ξεκάθαρος. «Δεν με ενδιέφερε σε ποια ομάδα θα αγωνιστώ. Στον Ολυμπιακό, στον ΠΑΟ ή στην ΑΕΚ. Αυτό που επιζητούσα ήταν να παίξω μπάλα».

Ο Λορέντσο Σέρα Φερέρ του έδωσε το βάπτισμα του πυρός το 2007 σε αγώνα Κυπέλλου με τον Φωστήρα (την προηγούμενη ημέρα τον είχε στείλει στην ΠΑΕ για να υπογράψει επαγγελματικό συμβόλαιο) με τον ισπανό προπονητή να δηλώνει: «Δεν με νοιάζουν τα ονόματα και οι ηλικίες. Αν διαθέτει καλά στοιχεία ένας παίκτης δεν του κλείνω την πόρτα. Είπα στον Ταχτσίδη να παίξει ήρεμα. Πιστεύω ότι μπορεί να σταθεί στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Πρόκειται για ένα καλό ταλέντο που μπορεί να πετύχει πολλά αν δουλέψει σωστά και εντατικά».

Ο Ντούσαν Μπάγιεβιτς χρησιμοποίησε τον Ταχτσίδη για πρώτη φορά σε αγώνα πρωταθλήματος κόντρα στον Θρασύβουλο στις 17 Φεβρουαρίου 2009, σε ένα παιχνίδι στο οποίο ο πιτσιρικάς πέτυχε το γκολ της νίκης της ΑΕΚ στις καθυστερήσεις.

Οι εξωαγωνιστικές του δραστηριότητες αποτελούν στα μέσα του 2010 σημείο αναφοράς για τη διοίκηση της ΠΑΕ ΑΕΚ, η οποία δεν μπορεί να εκτιμήσει το ποδοσφαιρικό ταλέντο του Παναγιώτη, δεν τα βρίσκει μαζί του για την ανανέωση του συμβολαίου του (τους χώρισαν 20.000-30.000 ευρώ) και τον αφήνει ελεύθερο βάζοντάς του μάλιστα την ετικέτα «καμένο χαρτί και αποτυχημένος».

Το γεγονός πείσμωσε τον παίκτη, ο οποίος ένιωσε αδικημένος από την όλη στάση της ΠΑΕ ΑΕΚ απέναντί του και σε συνεργασία με τον μάνατζέρ του αποφάσισε να φύγει στο εξωτερικό. Πρώτος σταθμός ήταν η Τζένοα, ακολούθησε η Γκροσέτο, η Ελλάς Βερόνα και από το περασμένο καλοκαίρι ο Ταχτσίδης ανήκει στην Ρόμα. Ο Ταχτσίδης που δεν έκανε για την ΑΕΚ…

Στα 16 χρόνια του ο Ταχτσίδης έπαθε ζημιά στους χιαστούς και έμεινε εκτός δράσης για περίπου 9 μήνες. Το διάστημα αυτό ήταν ένας εφιάλτης για τον παίκτη. Οχι μόνο επειδή του έλειψε το ποδόσφαιρο, αλλά γιατί συγχρόνως μέτρησε τους πραγματικούς του φίλους. Και στο πλευρό του δεν είχαν μείνει παρά ελάχιστοι. «Εκείνη την εποχή ο Κόλα και ο Κέζος ήταν η οικογένειά μου» εξομολογήθηκε πρόσφατα σε συνέντευξή του σε κυριακάτικη εφημερίδα.