O βίος και η πολιτεία του γιου ενός αγρότη και μιας δασκάλας δημοτικού, που γεννήθηκε στο Ρίο Νέγκρο της επαρχίας Αντιόχεια της Κολομβίας, ο οποίος εξασφάλιζε το χαρτζιλίκι του μικρός μεταφέροντας ταφόπλακες στο μαρμαράδικο του θείου, το 1989 ήταν ο έβδομος πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο σύμφωνα με το περιοδικό «Φορμπς», αλλά ευθυνόταν για τον θάνατο περίπου 4.000 ανθρώπων (ανάμεσά τους και τρεις υποψήφιοι για την προεδρία της χώρας), του διαβόητου μεγαλεμπόρου ναρκωτικών Πάμπλο Εσκομπάρ, έγινε τηλεοπτική σειρά.
«Φράγκα ή σφαίρες» (Plata o plomo, στην αργκό της Κολομβίας) ήταν το μότο του λαθρεμπόρου ναρκωτικών – ο οποίος στα 32 του ήλεγχε το 80% της διακίνησης κοκαΐνης παγκοσμίως – και ακούγεται αρκετές φόρες στα 63 επεισόδια της σειράς «Εσκομπάρ: Το αφεντικό του Κακού» (Escobar: The Boss of Evil).
Με κόστος παραγωγής 8,7 δισ. ευρώ (18,9 τρισ. πέσος), θεωρείται η ακριβότερη στα χρονικά της κολομβιανής τηλεόρασης. Πήραν μέρος 1.300 ηθοποιοί και τα γυρίσματα έγιναν σε 450 τοποθεσίες στην Κολομβία (πρωτίστως στις πόλεις Μεντεγίν και Μπογκοτά) και στις ΗΠΑ (Μαϊάμι, Φλόριντα, Νέα Υόρκη, Λος Αντζελες).
Δημιουργοί της βιογραφικής σειράς για τον αιμοδιψή ηγέτη του καρτέλ ναρκωτικών της Μεντεγίν – πριμοδοτούσε τον θάνατο κάθε κολομβιανού αστυνομικού με ένα εκατ. πέσος (545 δολάρια), σύμφωνα με την τηλεοπτική αφήγηση – είναι συγγενείς θυμάτων του Εσκομπάρ: του υποψήφιου για την προεδρία της Κολομβίας Λουίς Κάρλος Γκαλάν, ο οποίος είχε ακρογωνιαίο λίθο της προεκλογικής εκστρατείας του την εξάρθρωση των καρτέλ, και του εκδότη της εφημερίδας «Ελ Εσπεκτατόρ» Γκιγιέρμο Κάνο.
«Στόχος μας ήταν η ιστορική ακρίβεια» δήλωσαν ο Καμίλο Κάνο, γιος του εκδότη, και η Χουάνα Ουρίμπε, αντιπρόεδρος του τηλεοπτικού δικτύου Canal Caracol και ανιψιά του Γκαλάν.
Με αυτό το στοιχείο το κανάλι, που πρόβαλε τη σειρά καταγράφοντας υψηλές τηλεθεάσεις (11 εκατ. τηλεθεατές στο πρώτο επεισόδιο), ουσιαστικά έδωσε απάντηση και έκλεισε στόματα που υποστήριζαν ότι η σειρά επιχειρεί να αγιοποιήσει τον αδίστακτο μεγαλέμπορο ναρκωτικών. Τη δε πρεμιέρα του σίριαλ στις ΗΠΑ, στις 9 Ιουλίου, από το ισπανόφωνο δίκτυο Telemundo παρακολούθησαν 2,2 εκατ. τηλεθεατές.
Σχεδόν δύο δεκαετίες από τον θάνατό του (2 Δεκεμβρίου 1993) ο Εσκομπάρ εξακολουθεί να αποτελεί αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Τη δεκαετία του ’80, στον κολοφώνα της δόξας του, του άρεσε να «παίζει τον Θεό», όπως έλεγε, παραγγέλνοντας σε καθημερινή βάση δολοφονίες ή βασανιστήρια διότι έκαναν καλό στη διατροφή του. «Κάποιες φορές είμαι Θεός και αν πω ότι ο τάδε πρέπει να πεθάνει, θα πεθάνει την ίδια μέρα». Από την άλλη, δαπανούσε υπέρογκα ποσά (ναρκωδολάρια) σε δωρεές. Είχε όμως το σχέδιό του. Αφού πήρε με το μέρος του τους ανταγωνιστές του, ήθελε να κερδίσει και τη συμπάθεια του κόσμου. Γι’ αυτό και έχτιζε σπίτια, εκκλησίες, σχολεία, νοσοκομεία, συντηρούσε ολόκληρα χωριά, ανήμπορους και φτωχούς. Διόλου τυχαία στην κηδεία του έκλαιγαν 20.000 άνθρωποι για το «αφεντικό».
«Ακόμα και σήμερα οι άνθρωποι διχάζονται. Κάποιοι τον μισούν, άλλοι τον λατρεύουν», λέει ο Αντρες Πάρα, ο ηθοποιός που υποδύεται τον Εσκομπάρ στο σίριαλ. «Ηταν σύνθετος χαρακτήρας: καλός γιος, σπουδαίος και αφοσιωμένος σύζυγος, στοργικός πατέρας, πιστός φίλος, είχε όμως την ικανότητα να προκαλεί βαθύ πόνο και να σπέρνει τρόμο. Ισχυριζόταν ότι ήταν υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όμως δεν δίστασε όταν έδωσε την εντολή και εξερράγη στον αέρα αεροπλάνο με 107 επιβάτες», συνεχίζει ο ηθοποιός, αναφερόμενος στο τρομοκρατικό χτύπημα αεροσκάφους της Avianca επειδή μεταξύ των επιβατών ήταν και μάρτυρας κατηγορίας σε δίκη του.
Οι Αρχές της Κολομβίας βλέπουν με προβληματισμό την εκ νέου έκρηξη δημοτικότητας του Εσκομπάρ, καθώς προσπάθησαν για καιρό μετά τον θάνατό του – κατά τη διάρκεια συντονισμένης επιχείρησης της Αστυνομίας – ο κόσμος να μην ταυτίζει τη λατινοαμερικανική χώρα με τον βαρόνο των ναρκωτικών και την τρομοκρατία και να μπει στον παγκόσμιο χάρτη ως τουριστικός προορισμός.